Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΜΕΡΚΟΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

 8 Μαρτίου. Μέρα μνήμης των αγώνων του κινήματος για τα δικαιώματα των γυναικών. Όμως κάθε μέρα «παγκόσμια ημέρα - και νύχτα- της γυναίκας»: Ελληνίδες γυναίκες, γυναίκες ιερουργοί της άγιας καθημερινότητας, γυναίκες του μόχθου, της οικογένειας, γυναίκες του έρωτα, καλλιτέχνιδες, ηρωίδες, ποιήτριες, γυναίκες του καθήκοντος, της απελπισίας, της ωδίνης, γυναίκες απλές: μάνες, σύζυγοι, κόρες. Γυναίκες - σύμβολα!

Η Κική Δημουλά λέει πολλά σε λίγους στίχους της: «Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Σε λέω γυναίκα γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη»… Κι ο Τάσος Λειβαδίτης τα λέει «όλα» με τον δικό του τρόπο: «Φτωχές γυναίκες, μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες, τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού, γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού… Αχ, γυναίκες έρημες, κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’ τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας…. Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα στο εσωτερικό μας πάθος, αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα της μητρότητάς μας…». Ας είναι…

Κατίνα Παξινού: Η πρώτη Ελληνίδα που κέρδισε Όσκαρ

Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε ως Κατερίνα Κωνσταντοπούλου στις 17 Δεκεμβρίου του 1900, στον Πειραιά. Μεγάλωσε σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, καθώς ο πατέρας της ήταν αλευροβιομήχανος και είχε δικό του εργοστάσιο. Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία και από μικρή ηλικία οι γονείς της, την έστειλαν στην Ελβετία για να σπουδάσει. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης και έμαθε να μιλά γαλλικά και αγγλικά.

Σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Ωστόσο, στα 23 της ζήτησε διαζύγιο. Δέκα χρόνια μετά ένα τραγικό γεγονός σημάδεψε τη ζωή της. Έχασε την πρώτη της κόρη, η οποία πέθανε από λευχαιμία. Η μεγάλη ηθοποιός είχε πει μερικά χρόνια μετά, για την απώλεια της κόρης της: «Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά».

Τη δεκαετία του ’20, εμφανιζόταν κυρίως σε όπερες, ώσπου γνωρίστηκε με τον Αλέξη Μινωτή, τον οποίο συνάντησε τυχαία στο καμαρίνι της Μαρίκας Κοτοπούλη. Τότε άρχισε να κάνει τα πρώτα της βήματα ως ηθοποιός. Συνεργάστηκε με τον Αιμίλιο Βεάκη και ανέλαβε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε αρχαίες τραγωδίες.

 

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρήκε στο Λονδίνο, όπου ερμήνευε τους «Βρικόλακες» του Ίψεν. Εγκατέλειψε την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όπου ξεκίνησε την καριέρα της στον διεθνή κινηματογράφο και στο Μπροντγουεϊ. Το 1943 υποδύθηκε την Πιλάρ στην ταινία «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» και κέρδισε το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κέρδισε το χρυσό αγαλματίδιο και η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που βραβεύτηκε με Όσκαρ στην πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη. Στον λόγο της κατά τη διάρκεια της τελετής δεν παρέλειψε να αναφερθεί στους αγαπημένους της συναδέλφους στην Ελλάδα: «Το δέχομαι για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, του Εθνικού θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών».

Τη δεκαετία του ’50 επέστρεψε στην Ελλάδα και μαζί με τον Αλέξη Μινωτή εμφανιζόταν στη σκηνή του Εθνικού θεάτρου, ενώ το 1968 δημιούργησε τον δικό της θίασο. Ο τελευταίος της ρόλος ήταν στο έργο του Μπρεχτ «Μάνα Κουράγιο». Πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1973 χτυπημένη από καρκίνο. Γυναίκα με αυθόρμητη και γοργή στη σκέψη, πολύμορφη στο πνεύμα, είχε καλλιεργηθεί από μια μεγάλη μουσική παιδεία και είχε φιλολογική ενημέρωση.

Η πρωτοβουλία της για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα έχει καταγραφεί στην ιστορία (Copyright: Eurokinissi)

Μελίνα Μερκούρη: Η «τελευταία Ελληνίδα θεά»

Τη χαρακτήρισαν «τελευταία Ελληνίδα θεά» και «γυναίκα – φλόγα». Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Η Μελίνα Μερκούρη θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα. Κορυφαία αγωνίστρια της Δημοκρατίας στον αγώνα κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα και με ξεχωριστές ερμηνείες. Πολιτικός που σημάδεψε με την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας. Πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας.

Τη βάφτισαν Αμαλία – Μαρία, δεν τη φώναξαν όμως έτσι ποτέ. Το όνομα που θα χρησιμοποιούσαν σε όλη της τη ζωή, και με το οποίο έγινε πασίγνωστη, ήταν το «Μελίνα». Πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν το επίθετο «Μερκούρη» για να συστηθεί. Ήταν η Μελίνα όλων των Ελλήνων, αλλά και η Μελίνα των ξένων.


Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Καταγόταν από οικογένεια πολιτικών και ήταν η αγαπημένη εγγονή του Σπύρου Μερκούρη, ενός από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς Δημάρχους της Αθήνας για περισσότερα από 20 χρόνια. Στο σπίτι του μεγάλωσε, δίπλα του έκανε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της σε νηπιακή ηλικία. Συναρπαζόταν από τότε από τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου, έστω και αν απευθύνονταν στον «Μεγάλο Σπύρο» όπως όλοι φώναζαν τον παππού της.

Πατέρας της ήταν ο Σταμάτης Μερκούρης, βουλευτής για περισσότερα από 30 χρόνια, που είχε χρηματίσει και υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων. Μητέρα της, η Ειρήνη Λάππα, που ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες. Το ζευγάρι απέκτησε και έναν γιο, μικρότερο από την Μελίνα, τον Σπύρο. Αργότερα χώρισαν, δημιούργησαν νέες οικογένειες, και η Μελίνα έζησε στο σπίτι του παππού της.

Την πρώτη θεατρική της πρόβα η Μελίνα Μερκούρη την έκανε μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να καταφέρει να κυλήσουν κάποια δάκρυα σε κατάλληλη στιγμή, προκειμένου να πειστούν οι δικοί της να της αγοράσουν κάτι που επιθυμούσε. Ήταν μόλις πέντε ετών. Σε ηλικία δέκα ετών… έκανε το ντεμπούτο της στις Σπέτσες, στο τραπέζι ενός καφενείου, όπου τη χειροκρότησαν θερμά.

 

Παιδί ανήσυχο, και με το μυαλό προσηλωμένο σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθήματα, ήταν από τις χειρότερες μαθήτριες. Όταν ο παππούς Σπύρος πεθαίνει, η μικρή Μελίνα αισθάνεται για πρώτη φορά στη ζωή της προδομένη. Την είχε κάνει να πιστέψει πως ήταν αθάνατος…

Είναι ακόμη έφηβη, όταν ερωτεύεται τον Πάνο Χαροκόπο, που της υπόσχεται (και τηρεί την υπόσχεσή του) ότι θα της παράσχει πλήρη ελευθερία να ασχοληθεί με το πάθος της, το θέατρο. Παντρεύονται κρυφά και στέλνουν στις οικογένειές τους τηλεγράφημα : «Γάμος ετελέσθη». Μετά από χρόνια θα χωρίσουν.

Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας: Από την Μπουμπουλίνα μέχρι τη Μερκούρη και τη Δημουλά
Copyright: InTime
Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας: Από την Μπουμπουλίνα μέχρι τη Μερκούρη και τη Δημουλά
Copyright: Eurokinissi
Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας: Από την Μπουμπουλίνα μέχρι τη Μερκούρη και τη Δημουλά
Copyright: NDP

Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. «Δεν πέρασα» σκέφτηκε. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Διέγνωσε μέσα της την τραγωδό και την έβαλε να δουλεύει σκληρά. Αποφοιτά το 1944.

Εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, όπου ερμηνεύει μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στη σκηνή του Πειραιά. Το 1945 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν»). Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, παράσταση του «θεάτρου τέχνης», όπου ερμηνεύει το ρόλο της Μπλάνς Ντυμπουά. Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» και εμφανίζεται σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν.

Ακολουθεί μια περίοδος που ζει στο Παρίσι, όπου γνωρίζει τον Μαρσέλ Ασάρ. Εκεί θα γνωρίσει τον Ζαν Κοκτώ, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Εκεί ανοίγουν οι ορίζοντές της. Το 1953 παίρνει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη». Δύο χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στο θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ σε έργα από όλο το φάσμα του δραματολογίου, όπως ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ. Σε αυτή τη δεκαετία ανακαλύπτει το κοινωνικό πρόσωπο που κρύβει μέσα της και αναμιγνύεται με τον θεατρικό συνδικαλισμό.

Με την επιστροφή της στην πατρίδα, της γίνεται η πρώτη πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική ταινία. Πρόκειται για τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Η ταινία επαινέθηκε ιδιαίτερα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1956. Παρότι το αξίζει, δεν θα πάρει το βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών το 1956. Η εμφάνισή της σ’ αυτό, όμως, θα είναι μοιραία, αφού εκεί θα γνωρίσει τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου.

Η Μελίνα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» την ίδια χρονιά και από τότε θα παίξει σε πολλές ακόμα ταινίες του, όπως στο «Ποτέ την Κυριακή», στη «Φαίδρα», στο «Τοπκαπί» κ.α. Για την ερμηνεία της στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» θα πάρει στις Κάνες το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (εξ’ ίσου με την Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile) (1960). Η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ.

Το 1960, είναι η χρονιά της. Τότε σημειώνεται και η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της περιόδου στο θέατρο, όπου συνεχίζει αδιάλειπτα την πορεία της έως το 1967. Είναι το «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και παραγωγή του «θεάτρου τέχνης» με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη.

Η ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων της γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του ΄60, στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα» (Copyright: NDP)

Η διεθνής αναγνώριση είναι πλέον γεγονός. Η Μελίνα θα ανοίξει τα φτερά της το 1967 για το Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, για να παίξει στο «Ίλια Ντάρλινγκ» με τον Ζυλ Ντασέν, σύζυγό της από την προηγούμενη χρονιά, στο πλευρό της. Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις τηλεφωνεί σε κείνη και στον Ζυλ για να τους πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μελίνα κάνει δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης.

«Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου» λέει κλαίγοντας. Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας». Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού. Υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της.

Το σύνθημα για την αντιδικτατορική δράση έχει δοθεί. Με τον Ζυλ Ντασέν, με τον Μίκη Θεοδωράκη, με άλλους φίλους, η Μελίνα θα γίνει ο εφιάλτης της χούντας. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας γίνεται βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και εκρήγνυται, χωρίς ευτυχώς θύματα.

Ο θάνατος του πατέρα της (7 Ιουλίου 1968) τη βρίσκει στην ξενιτιά. Δεν έχει ιθαγένεια, ούτε διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της (Ιούλιος 1972) της επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες. Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, θα κατέβει από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χαθεί στις αγκαλιές των αγαπημένων της.

Με την επιστροφή και την οριστική εγκατάστασή της στην Ελλάδα, συνεχίζει την πολιτική της δράση μέσα από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, του οποίου είναι από τα ιδρυτικά μέλη. Το 1974 είναι υποψήφια του κόμματος στη Β΄ Περιφέρεια Πειραιά. Συγκεντρώνει 7.500 σταυρούς, αλλά χάνει την έδρα για 33 ψήφους. Στο ΠΑΣΟΚ θα διατελέσει μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα Ελέγχου Πολιτισμού.

Η εκλογή της, τον Νοέμβριο του 1977, ως βουλευτή (με μεγάλη πλειοψηφία σταυρών προτίμησης) της στερεί την ενασχόλησή της με το θέατρο. Εκλέγεται στη Β΄ Περιφέρεια Πειραιά, με τους συνδυασμούς του ΠΑΣΟΚ. Εκλέγεται και πάλι βουλευτής το 1981. Στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν (1985, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990 και 1993) είναι στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών επικρατείας σε εκλόγιμη θέση. Η διεθνής ακτινοβολία της, της επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με κορυφαίους ευρωπαίους ηγέτες (ανάμεσα στους οποίους και ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν) και να προβάλει τα εθνικά μας θέματα. Επιθυμία της, να επιβάλλει την Ελλάδα και να την κάνει σεβαστή παντού.

 

Όταν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές τον Οκτώβριο του 1981, η Μελίνα Μερκούρη ορκίζεται υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη θέση αυτή και τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα. Ένα από τα σημαντικότερα οράματά της Μελίνας, υπήρξε η επιστροφή στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που σύλησε και απέσπασε τον προηγούμενο αιώνα ο λόρδος Έλγιν και που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων της γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν, στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα», οι Βρετανοί ζήτησαν πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα γλυπτά. Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι το θάνατό της.

Για να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή του, το 1989. Το 1990 ήταν υποψήφια στις Δημοτικές εκλογές για το Δήμο Αθηναίων. Έχασε στις εκλογές από τον Αντώνη Τρίτση και της στοίχισε. Το 1992 εμφανίστηκε στην Όπερα «Πυλάδης» των Κουρουπού – Χειμωνά, σε σκηνοθεσία Δ. Φωτόπουλου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας.

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, η Μελίνα Μερκούρη επανήλθε στο υπουργείο Πολιτισμού. Στη διάρκεια της σύντομης δεύτερης θητείας της ονειρεύτηκε και προσπάθησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα «Αιγαίο – Αρχιπέλαγος», καθώς και το πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Πολιτισμός». Πέθανε στις 6 Μαρτίου 1994, στο νοσοκομείο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης και κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές Πρωθυπουργού. Η κηδεία της ήταν πάνδημη.

Μια γυναίκα οικεία, καθημερινή, που θα μπορούσε να είναι η μάνα σου, η γιαγιά σου, αλλά είναι ποιήτρια, ακαδημαϊκός και πολυβραβευμένη (Copyright: Eurokinissi)

Κική Δημουλά: «Κερδισμένος είναι αυτός που αγαπάει, όχι αυτός που αγαπιέται»

Η Κική Δημουλά ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της ποίησης. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Υπήρξε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).


Έκανε την εμφάνιση της στα γράμματα το 1952, σε ηλικία 19 χρονών, με τη ποιητική συλλογή «Ποιήματα», όμως μετά από λίγο αποκήρυξε εκείνη την πρώτη συλλογή της. Η επίσημη είσοδός της στην ποίηση έγινε το 1956, με τη συλλογή «Έρεβος». Αργότερα ήρθαν οι «Ερήμην», «Επί τα ίχνη» και η συλλογή «Το λίγο του κόσμου» για την οποία τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απέσπασε η συλλογή της «Χαίρε ποτέ», ενώ το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της απονεμήθηκε για την «Εφηβεία της λήθης». Ακολούθησαν οι συλλογές «Ενός λεπτού μαζί», «Ήχος απομακρύνσεων», «Εκτός σχεδίου», «Χλόη θερμοκηπίου», «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», «Τα Εύρετρα », «Δημόσιος Καιρός» και «Ανω τελεία».

 

Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». Στις 16 Ιανουαρίου 2020, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη πρότεινε την Κική Δημουλά, με επίσημη επιστολή της προς την Επιτροπή, για το Βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.

Η Κική Δημουλά εισήλθε στις 2 Φεβρουαρίου 2020 σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας λόγω της χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας από την οποία έπασχε. Τελικά, απεβίωσε 20 ημέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου, λόγω καρδιακής ανακοπής σε έδαφος σοβαρής χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και καρδιακής ανεπάρκειας.

Την πρώτη ελληνική σημαία την έφτιαξε μόνη της με ένα λευκό σεντόνι και μια γαλάζια κουρτίνα που είχε φυλαγμένη στο σεντούκι της (Copyright: Eurokinissi)

Κυρά της Ρω: Σημείο αναφοράς γενναιότητας και πατριωτισμού

Η κυρά της Ρω, ή κατά κόσμον Δέσποινα Αχλαδιώτη, ύψωνε κάθε μέρα για 34 (κατά άλλους για 40) χρόνια την ελληνική σημαία μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. Το όνομά της έγινε σύμβολο. Σημείο αναφοράς γενναιότητας και πατριωτισμού. Μια γυναίκα με πρόσωπό τσαλακωμένο από τις αντιξοότητες, με ένα κορμί ζαρωμένο από τα χρόνια και τη δύσκολη ζωή, αλλά με βλέμμα πεντακάθαρο και καρδιά αγνή, στο μικρό της νησάκι.  

Σε ένα μέρος άγονο, αφιλόξενο, που μόνο λίγο χορτάρι φύτρωνε στο χώμα. Σε μια μικρή βραχονησίδα που ήταν το σπίτι της, η άκρη της πατρίδας που λάτρευε. «Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο. Με την Ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες» έλεγε.

Η Ρω βρίσκεται 4 μίλια δυτικά από το Καστελόριζο και σε απόσταση 12 μιλίων από τις τoυρκικές ακτές. Ονομάζεται και Άγιος Γεώργιος, ή αρχαία Ρώγη ή Ρόπη. Εκεί πήρε την απόφαση να μείνει με το σύζυγό της η Δέσποινα Αχλαδιώτη το 1924. Το Καστελόριζο και τα γύρω νησιά είχαν γεμίσει πρόσφυγες. Στη Ρω ζούσαν τότε λιγοστές οικογένειες.  Άγονο μέρος, δεν ήταν για όλους. Η Δέσποινα με τον άντρα της δε δίστασαν. Παρέα με λίγα ζώα για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, πήραν όσα υπάρχοντα είχαν και εγκαταστάθηκαν στη Ρω. Η πρώτη φορά που η Δέσποινα Αχλαδιώτη ύψωσε τη σημαία ήταν το 1927, όταν ξύπνησε ένα πρωί και είδε στην κορυφή του νησιού να κυματίζει η τουρκική σημαία. Πήγε στο σπίτι, άνοιξε το σεντούκι, πήρε ένα λευκό σεντόνι και μια γαλάζια κουρτίνα και έραψε τη γαλανόλευκη. Κατέβασε με τον άντρα της την τουρκική, τοποθετώντας στη θέση της τη νέα σημαία.  

 

Λίγα χρόνια αργότερα, οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού έφυγαν για να αναζητήσουν μια καλύτερη μοίρα για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Η Δέσποινα και ο Κώστας όμως έμειναν. Σχεδόν ολομόναχοι. Ώσπου το 1940, ο Κώστας Αχλαδιώτης αρρώστησε βαριά. Κλινήρης και παντελώς αδύναμος, έπρεπε να μεταφερθεί στο Καστελόριζο. Έτσι η Δέσποινα άναψε φωτιά ώστε να ειδοποιήσει για βοήθεια τους ψαράδες στα καΐκια. Άργησαν πολύ να τη δουν όμως. Και τη φωτιά και τη Δέσποινα. Ο άντρας της πέθανε στο δρόμο για το νησί όπου θα του έσωζαν τη ζωή οι γιατροί. Και η Δέσποινα τον κήδεψε μόνη της. Και μόνη της τον έκλαψε. Το 1943 επέστρεψε στη Ρω από το Καστελόριζο όπου έμεινε για λίγο, παίρνοντας μαζί της την τυφλή μητέρα της. Δύο γυναίκες μόνες στην κατοχή. Ήταν τότε που άρχισε να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία και να την κατεβάζει το βράδυ.

«Την Ελληνική Σημαία θέλω να μου τη βάλουν μαζί μου στον Τάφο» είχε πει η ίδια. Μετά τα γεγονότα του 1974, όπου Τούρκοι τοποθετούσαν κρυφά τη σημαία τους, η γυναίκα και το νησάκι της έγιναν γνωστά παντού. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1975, το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς. Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του υπουργού Άμυνας.  

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.

Η Καραγιάννη έπεσε, σύμφωνα με μαρτυρίες, φωνάζοντας «Ζήτω η πατρίδα! Ζήτω η λευτεριά!» (Copyright: Eurokinnisi)

Λέλα Καραγιάννη: Η ηρωϊδα της Εθνικής Αντίστασης

Η Λέλα (Ελένη) Καραγιάννη ήταν Ελληνίδα αντιστασιακός, αρχηγός της οργάνωσης Μπουμπουλίνα. Συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, λίγο πριν από την Απελευθέρωση. Γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Λίμνη Ευβοίας και ήταν κόρη του Αθανασίου Μηνόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Αθήνα, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Γεώργιο Καραγιάννη, με τον οποίο απέκτησε επτά παιδιά. Κατά την κατοχή, έγινε μέλος της Αντίστασης, μετατρέποντας το σπίτι της σε αρχηγείο της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα».

Την οργάνωση δημιούργησε και χρηματοδότησε η ίδια, το 1941. Τον Οκτώβρη του 1941 συνελήφθη και μετά από 7 μήνες απελευθερώθηκε. Στόχος της οργάνωσης ήταν η φυγάδευση Βρετανών στρατιωτών (είχε οργανώσει δίκτυο 150 στρατιωτών) στο Κάιρο αλλά και δολιοφθορές κατά του εχθρού. Η οργάνωση διώχθηκε ανηλεώς από τη Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, κάτι που οδήγησε, μεταπολεμικά, στην καταδίκη των μελών της Ειδικής Ασφάλειας.

Η Καραγιάννη δημιούργησε και δίκτυο κατασκοπείας το οποίο, μεταξύ άλλων, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις κινήσεις των γερμανικών πλοίων, υπέκλεψε σχεδιαγράμματα αεροδρομίων και διοχέτευσε πληροφορίες για Έλληνες συνεργάτες των αρχών κατοχής.  Το καλοκαίρι του 1944, η Λέλα Καραγιάννη είχε γίνει και συνεργάτης του κατασκοπευτικού δικτύου «Απόλλων», οπότε και συνελήφθη μαζί με πέντε από τα παιδιά της και βασανίστηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. 

Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και ύστερα από λίγο διάστημα, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στο παρακείμενο άλσος Χαϊδαρίου, μαζί με άλλους 59 αγωνιστές της Αντίστασης στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, περίπου ένα μήνα πριν από την Απελευθέρωση. 

Η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα σε μια συμπλοκή (Copyright: Eurokinissi)

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα: Η πρώτη γυναίκα που έφερε τον βαθμό του Ναυάρχου

Η Λασκαρίνα γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης κατά την επίσκεψη της μητέρας της στον φυλακισμένο πατέρα της, στις 11 Μαΐου το 1771. Είχε καταγωγή από την Ύδρα και το πραγματικό της επίθετο ήταν Πινότση. Μετά το γάμο της μητέρας της με τον Δημήτρη Λαζάρου-Ορλώφ, η Λασκαρίνα απέκτησε 8 ετεροθαλή αδέλφια.

Η προσφορά της στην Ελληνική Επανάσταση ήταν μεγάλη. Έδωσε όλη της την περιουσία, συντήρησε και εξόπλισε τον ελληνικό στόλο, καθώς ήταν και πλοίαρχος σε ένα από τα καράβια της, τον Αγαμέμνων. Είναι η πρώτη γυναίκα στην Ιστορία που έφερε τον βαθμό του Ναυάρχου!

Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές. Καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου «Αγαμέμνων», της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820.

Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί.

Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825.

 

Ο μικρότερος γιος της Μπουμπουλίνας, από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη των Κουτσαίων, μιας πολύ πλούσιας οικογένειας που δυστυχώς δεν εγκρίνει αυτό το γάμο επειδή η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία και είχε παραπέσει οικονομικά. Ο γιος της λοιπόν κλέβει την Ευγενία Κούτση και πηγαίνουν μαζί στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημήτριου Γιάννουζα. Το μαθαίνει αυτό η Μπουμπουλίνα και πάει να δει τι συμβαίνει. Μετά από λίγο καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι. Αρχίζει διαμάχη όπου ο Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα. Η σφαίρα την πετυχαίνει στο μέτωπο και την σκοτώνει.

Η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα σε μια συμπλοκή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.

Η Μαντώ Μαυρογένους διέθεσε όλη την περιουσία της στον αγώνα του '21- Πέθανε φτωχή και απαξιωμένη από τους πολιτικούς

Μαντώ Μαυρογένους: Η φλογερή επαναστάτρια του 1821

Η Μαντώ Μαυρογένους ήταν Ελληνίδα αγωνίστρια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Για την συνολική της προσφορά στον αγώνα, τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό της Αντιστρατήγου. Ήταν μία από τις πιο σημαντικές αγωνίστριες της επανάστασης του 1821 και ήταν πλούσιας οικογενείας. Ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Χατζή Μπάτη. Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας της Νικόλας ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, η Ζαχαράτη, ήταν δραστήρια γυναίκα που διηύθυνε στην Τεργέστη τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της.

Ένας από τους προγόνους της, ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν Δραγουμάνος του Στόλου και Πρίγκιπας της Βλαχίας. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Λίγο καιρό πριν την Επανάσταση μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στην Τήνο. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, μεγάλωσε σε μια μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από την εποχή του Διαφωτισμού.

Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε — τιμή μοναδική σε γυναίκα — το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης εκτός από τα Γαλλικά, μιλούσε άπταιστα Ιταλικά, αλλά και την Τουρκικά.

 

Εξόπλισε δύο επανδρωμένα και «ιδιωτικά» πλοία με δικά της έξοδα, με τα οποία καταδίωξε τους πειρατές που επιτέθηκαν στη Μύκονο και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Στις 22 Οκτωβρίου 1822, οι Μυκονιάτες απωθούσαν τους Οθωμανούς Τούρκους υπό την ηγεσία της, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο νησί. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Αργότερα, η Μαυρογένους έστειλε ένα άλλο σώμα πενήντα ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες. Επίσης ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία μιας εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών φιλελλήνων.

Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, η Μαυρογένους, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας την οικογένειά της η οποία περιφρονούνταν ακόμα και από τη μητέρα της λόγω των επιλογών της. Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε. Σύντομα, έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και την ανδρεία της. Αλλά τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία εκλάπη

Στον αρραβώνα της Μαντούς με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί από ισχυρούς πολιτικούς, οι οποίοι είδαν την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών, οι οποίες διέθεταν φιλικές σχέσεις, ως απειλή. Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ηγήθηκε της επιτυχημένης απόπειρας διάλυσης του αρραβώνα. Η Μαντώ, μετά τον αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε βαθιά καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών.

 

Μετά το θάνατο του Υψηλάντη και τις έντονες πολιτικές του συγκρούσεις με τον Ιωάννη Κωλέττη, εξορίστηκε από το Ναύπλιο και επέστρεψε στη Μύκονο, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απέδωσε τον βαθμό του Αντιστράτηγου επί τιμή και της χορήγησε μια κατοικία στο Ναύπλιο, όπου και μετακόμισε εκεί. Η Μαυρογένους μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της. Πέθανε από τυφοειδή πυρετό.

Αυτές είναι οι γυναίκες που μας «μεγάλωσαν», που μας ερωτεύτηκαν, που μας έβαλαν το «χαρόνειο νόμισμα» στο στόμα και μας έκλεισαν τα μάτια… γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα απ’ τη ζωή μας μέσα – και που τώρα κρατάτε την ψυχή μας… για πάντα! Γυναίκα, η εορτάζουσα κάθε μέρα!

https://www.ethnos.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου