Τη σημαντική και συνεχιζόμενη
επιδείνωση της φτώχειας και των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα
αποκαλύπτουν τα πρόσφατα δεδομένα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών
Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) του 2013, που δημοσιοποιήθηκαν από
την Eurostat και αναφέρονται στην εισοδηματική κατάσταση του πληθυσμού
το 2012.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, την τριετία 2010-2012 το διαθέσιμο μηνιαίο ισοδύναμο εισόδημα των ατόμων που βρίσκονται στο μέσο της εισοδηματικής κατανομής υποχώρησε από 915 σε μόλις 698 ευρώ. Η μείωση αυτή φανερώνει τη σημαντική συρρίκνωση που υπέστησαν τα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων στη χώρα κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής των μέτρων λιτότητας.
Σύμφωνα με τον ευρέως χρησιμοποιούμενο δείκτη σχετικής φτώχειας (που αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του αντίστοιχου διάμεσου εισοδήματος των κατοίκων της χώρας), η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 20,1% το 2010 σε 23,1% το 2012.
Η μείωση αυτή όμως αποκρύπτει την πραγματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, αφού το όριο φτώχειας για ένα άτομο έχει αντίστοιχα συρρικνωθεί από 549 ευρώ το 2010 σε 419 ευρώ το 2012. Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία της ίδιας έρευνας, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού για την ίδια περίοδο (σε μόλις δύο χρόνια) ανήλθε από 27,7% σε 35,7%.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τη διαχρονική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών είναι οι εκτιμήσεις του δείκτη φτώχειας που υπολογίζεται με βάση ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας σε όρους αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων του 2007. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο δείκτη, το ποσοστό φτώχειας υπερδιπλασιάστηκε από 18% το 2010 σε 44,3% το 2012.
Σύμφωνα με το δείκτη χάσματος (ή βάθους) φτώχειας, ακόμη και τα εισοδήματα των ίδιων των φτωχών συρρικνώθηκαν σημαντικά. Το 2012 1 στους 2 φτωχούς είχε διαθέσιμο μηνιαίο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα μικρότερο από 282 ευρώ, παρουσιάζοντας έτσι μείωση κατά 30,6% σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος του 2010. Η εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η συνεχιζόμενη μνημονιακή πολιτική οδηγεί ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Ο δείκτης υλικής αποστέρησης, δηλαδή το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να καλύψουν τουλάχιστον 3 από τις 9 βασικές ανάγκες, ανήλθε στο 37,3% το 2013 σε σχέση με το 24,1% το 2010.
Τέλος, την περίοδο 2010-2012 αύξηση παρουσιάζει και η εισοδηματική ανισότητα σύμφωνα τόσο με τις εκτιμήσεις του δείκτη Gini όσο και του λόγου του 20% του πλουσιότερου πληθυσμού προς το 20% του φτωχότερου (S80/S20). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την άνιση κατανομή των βαρών στον πληθυσμό.
Δεδομένου ότι οι επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στα εισοδήματα των νοικοκυριών εντάθηκαν το διάστημα 2013-2014, το Παρατηρητήριο του ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκτιμά ότι τα σημερινά επίπεδα φτώχειας είναι σημαντικά υψηλότερα και οι συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών αρκετά δυσμενέστερες σε σχέση με την εικόνα που αποτυπώνεται στα παραπάνω στοιχεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, την τριετία 2010-2012 το διαθέσιμο μηνιαίο ισοδύναμο εισόδημα των ατόμων που βρίσκονται στο μέσο της εισοδηματικής κατανομής υποχώρησε από 915 σε μόλις 698 ευρώ. Η μείωση αυτή φανερώνει τη σημαντική συρρίκνωση που υπέστησαν τα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων στη χώρα κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής των μέτρων λιτότητας.
Σύμφωνα με τον ευρέως χρησιμοποιούμενο δείκτη σχετικής φτώχειας (που αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του αντίστοιχου διάμεσου εισοδήματος των κατοίκων της χώρας), η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 20,1% το 2010 σε 23,1% το 2012.
Η μείωση αυτή όμως αποκρύπτει την πραγματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, αφού το όριο φτώχειας για ένα άτομο έχει αντίστοιχα συρρικνωθεί από 549 ευρώ το 2010 σε 419 ευρώ το 2012. Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία της ίδιας έρευνας, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού για την ίδια περίοδο (σε μόλις δύο χρόνια) ανήλθε από 27,7% σε 35,7%.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τη διαχρονική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών είναι οι εκτιμήσεις του δείκτη φτώχειας που υπολογίζεται με βάση ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας σε όρους αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων του 2007. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο δείκτη, το ποσοστό φτώχειας υπερδιπλασιάστηκε από 18% το 2010 σε 44,3% το 2012.
Σύμφωνα με το δείκτη χάσματος (ή βάθους) φτώχειας, ακόμη και τα εισοδήματα των ίδιων των φτωχών συρρικνώθηκαν σημαντικά. Το 2012 1 στους 2 φτωχούς είχε διαθέσιμο μηνιαίο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα μικρότερο από 282 ευρώ, παρουσιάζοντας έτσι μείωση κατά 30,6% σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος του 2010. Η εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η συνεχιζόμενη μνημονιακή πολιτική οδηγεί ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Ο δείκτης υλικής αποστέρησης, δηλαδή το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να καλύψουν τουλάχιστον 3 από τις 9 βασικές ανάγκες, ανήλθε στο 37,3% το 2013 σε σχέση με το 24,1% το 2010.
Τέλος, την περίοδο 2010-2012 αύξηση παρουσιάζει και η εισοδηματική ανισότητα σύμφωνα τόσο με τις εκτιμήσεις του δείκτη Gini όσο και του λόγου του 20% του πλουσιότερου πληθυσμού προς το 20% του φτωχότερου (S80/S20). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την άνιση κατανομή των βαρών στον πληθυσμό.
Δεδομένου ότι οι επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στα εισοδήματα των νοικοκυριών εντάθηκαν το διάστημα 2013-2014, το Παρατηρητήριο του ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκτιμά ότι τα σημερινά επίπεδα φτώχειας είναι σημαντικά υψηλότερα και οι συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών αρκετά δυσμενέστερες σε σχέση με την εικόνα που αποτυπώνεται στα παραπάνω στοιχεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου