Το δειλό ξεκίνημα των απογευματινών χειρουργείων στα νοσοκομεία μαρτυρεί πως το ΕΣΥ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, με γενικό πρόσταγμα να μην αλλοιωθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του.

Παρ’ όλα αυτά, οι δρομολογούμενες αλλαγές – που αφορούν τόσο στην απογευματινή λειτουργία των χειρουργείων όσο και στις εργασιακές σχέσεις αλλά και στο «άνοιγμα» στους ιδιώτες Προσωπικούς Γιατρούς – πυροδοτούν ενστάσεις και αντιδράσεις, δεδομένου πως μέσω αυτών αυξάνεται η ιδιωτική συμμετοχή των πολιτών για υπηρεσίες υγείας.

Το επιχείρημα της ηγεσίας στην οδό Αριστοτέλους είναι πως η δημιουργία παράλληλων υπηρεσιών εντός του ΕΣΥ επ’ αμοιβή, αποτελεί μία διέξοδο για εκείνους τους πολίτες που το επιθυμούν σε ένα περιβάλλον ελεγχόμενο και οικονομικά ανταγωνιστικό, εν συγκρίσει με τον ιδιωτικό τομέα. Οσοι εκφράζουν αντιρρήσεις, επιμένουν πως βήμα-βήμα δημιουργούνται οι συνθήκες για ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ, μετακυλίοντας τμήμα της δημόσιας χρηματοδότησης της Υγείας στους πολίτες.

Αναλογιζόμενος κανείς ότι έως και τον περασμένο Φεβρουάριο περισσότεροι από 102.000 ασθενείς περίμεναν για επέμβαση ακόμη και πλέον των 12 μηνών, διαπιστώνει πως το σύστημα είναι δυσλειτουργικό. Υπό το πρίσμα αυτό η έναρξη των απογευματινών χειρουργείων σε συνδυασμό με την εξασφάλιση κονδυλίου ύψους 60 εκατομμυρίων ευρώ για τη δωρεάν διεξαγωγή 50.000 επεμβάσεων στην απογευματινή ζώνη ώστε να ρυθμιστούν οι εκκρεμότητες και να… σβήσουν οι ανισότητες, δημιουργούν ένα βελούδινο πέρασμα στην επόμενη εποχή.

Στόχος είναι τους επόμενους μήνες να αποσυμπιεστούν οι λίστες, ώστε ο θεσμός των απογευματινών χειρουργείων να συνεχιστεί με διαφανείς όρους, υπό συνθήκες εύρυθμης λειτουργίας και κεντρικού αυστηρού ελέγχου  χάρη στην ενιαία ψηφιακή λίστα χειρουργείων. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί πως σύμφωνα με σχετική έρευνα η δυναμικότητα στο ΕΣΥ μπορεί να αυξηθεί κατά 20%, σβήνοντας έτσι σταδιακά τις αναμονές.

Εν τούτοις για πρώτη φορά ο νομοθέτης προβλέπει ιδιωτική αμοιβή των ασθενών στα δημόσια νοσοκομεία για επέμβαση, ακολουθώντας το πετυχημένο (ομολογουμένως) πρότυπο των απογευματινών ιατρείων. Πιο συγκεκριμένα, οι αμοιβές που προβλέπονται κυμαίνονται από 300 έως 2.000 ευρώ, με το κόστος να είναι ανάλογο της βαρύτητας της επέμβασης.

Οι τιμές στα απογευματινά χειρουργεία

Ενδεικτικά αναφέρεται πως για μια επέμβαση βουβωνοκήλης το κόστος των απογευματινών χειρουργείων δεν θα ξεπερνά τα 500 ευρώ ενώ για αρθροπλαστική γονάτου τα 1.600 ευρώ. Στον ιδιωτικό τομέα πάλι, η ιδιωτική δαπάνη για τις συγκεκριμένες επεμβάσεις εκτιμάται σε 1.800 και 3.500 ευρώ αντίστοιχα, γεγονός που καθιστά το ΕΣΥ ιδιαίτερα ανταγωνιστικό.

«Στόχος μας είναι να αποτελέσουν τα απογευματινά χειρουργεία μια διέξοδο που να είναι ελκυστική για τους πολίτες, συγκριτικά με τον ιδιωτικό τομέα» τονίζει σε κάθε ευκαιρία ο υπουργός Υγείας Αδωνις Γεωργιάδης. Και αναγνωρίζοντας πως είναι επιτακτική ανάγκη να αυξηθούν τα έσοδα του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού που υπηρετεί στα δημόσια νοσοκομεία, επιμένει πως μέσω της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης εκπληρώνεται και το πάγιο αίτημα του κλάδου.

Παρ’ όλα αυτά, η επιτυχία του εγχειρήματος θα κριθεί (και) από άλλες κρίσιμες παραμέτρους. Κατ’ αρχάς είναι κομβικό να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των δικλίδων ασφαλείας προκειμένου να μην υπονομευθεί η πρωινή λειτουργία με την προκλητή μετάθεση επεμβάσεων στην απογευματινή. Επίσης, κρίνεται απαραίτητη η προσθήκη ανθρώπινου δυναμικού ώστε το σύστημα  να ανταποκριθεί στη ζήτηση.

Στη βάση αυτή άλλωστε εστιάζει και ο αντίλογος: Για παράδειγμα, μόλις την περασμένη Τρίτη διενεργήθηκαν πέντε απογευματινά χειρουργεία σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα όμως με την Ενωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ) «οι τεράστιες λίστες αναμονής για χειρουργική επέμβαση δεν ήρθαν από τον ουρανό. Είναι αποτέλεσμα της διαχρονικής πολιτικής υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης του ΕΣΥ, που διογκώθηκε σε εκθετικό βαθμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας και συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό. Στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης σε καθημερινή πρωινή λειτουργία είναι μόλις το 60% των διαθέσιμων χειρουργικών αιθουσών, λόγω έλλειψης προσωπικού».

Την τάση ριζικής αλλαγής μαρτυρεί και μία ακόμη δρομολογούμενη ρύθμιση, που συμπεριλαμβάνεται στο ερανικό νομοσχέδιο που έθεσε πρόσφατα προς δημόσια διαβούλευση το υπουργείο Υγείας. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 7 προβλέπει πως οι γιατροί του ΕΣΥ, εκτός του τακτικού ωραρίου τους και των εφημεριών, δύνανται «να ασκούν ιδιωτικό έργο, υπό την προϋπόθεση ότι αναλαμβάνουν τις ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις για το συγκεκριμένο διάστημα απασχόλησης».  

Συνεπακόλουθα και εφόσον το νομοσχέδιο λάβει έγκριση από τη Βουλή, θα μπορούν να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο και να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες με οποιαδήποτε σχέση (π.χ. συμβούλου ή εμπειρογνώμονος/τεχνικού) σε ιδιωτική κλινική, διαγνωστικό ή θεραπευτικό εργαστήριο, φαρμακευτικές επιχειρήσεις κ.ο.κ., υπό την προϋπόθεση χορήγησης σε αυτούς σχετικής άδειας από τη Διοίκηση της υγειονομικής μονάδας στην οποία υπηρετούν.

Στόχευση των ιθυνόντων στην οδό Αριστοτέλους είναι η δημιουργία ενός πιο δελεαστικού πλαισίου εργασίας που θα προσελκύσει νέους γιατρούς. Εν τούτοις, η κυβερνητική αυτή πρόθεση έχει δημιουργήσει έναν «εμφύλιο» εντός και εκτός του ΕΣΥ. Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης κάνουν λόγο για αποκατάσταση «μιας μεγάλης αδικίας» και για ρυθμίσεις που επαναφέρουν την αξιοπρέπεια στους λειτουργούς του Ιπποκράτη που υπηρετούν στα δημόσια νοσοκομεία, ενώ δεν λείπουν και οι ισχυρές φωνές που επιμένουν πως με τον τρόπο αυτόν διαβρώνεται περαιτέρω ο δημόσιος χαρακτήρας του συστήματος.

Αντίθετη όμως με το ιδιωτικό έργο των γιατρών του ΕΣΥ εμφανίζεται και η Ολομέλεια Προέδρων Ιατρικών Συλλόγων, η οποία αποτελεί θεσμικό όργανο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ). Αναλυτικότερα και όπως υπογραμμίζεται σε σχετική ανακοίνωση, ο ΠΙΣ «τάσσεται υπέρ της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών του ΕΣΥ, στους οποίους η πολιτεία οφείλει να αυξήσει σημαντικά τους μισθούς προκειμένου να στελεχωθούν οι δημόσιες δομές υγείας με επαρκή αριθμό προσλήψεων, ώστε να εκλείψουν φαινόμενα υπερεργασίας και να καλυφθούν με ποιοτικές υπηρεσίες υγείας οι πολίτες».

Οι εκπρόσωποι του κλάδου προβλέπουν επίσης πως τυχόν χορήγηση δυνατότητας σε ιατρούς του ΕΣΥ να ασκούν ιδιωτικό έργο, θα αποδιαρθρώσει τα νοσηλευτικά ιδρύματα και τα κέντρα υγείας προκαλώντας ταυτόχρονα «συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού με τους ιατρούς που δραστηριοποιούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες».

Ιδιώτες Προσωπικοί Γιατροί

Εν τω μεταξύ, «άνοιγμα» και σε ιδιώτες Προσωπικούς Γιατρούς τους οποίους θα αμείβουν οι πολίτες ιδιωτικά δρομολογεί η ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στον θεσμό έχουν ενταχθεί 2.215 Προσωπικοί Γιατροίπου υπηρετούν στο δημόσιο σύστημα (Κέντρα Υγείας, ΤΟΜΥ κ.α.), καθώς επίσης και 1.272  ιδιώτες που αποζημιώνονται από το κράτος. Αναφορικά πάλι με την ανταπόκριση των πολιτών, έχουν εγγραφεί συνολικά περίπου5 εκατομμύρια πολίτες (το 56% του πληθυσμού). Από τα ίδια δεδομένα επίσης, προκύπτει πως από τον θεσμό, ώστε να καλυφθεί το σύνολο των πληθυσμιακών αναγκών, λείπουν 1.379 γιατροί. Μάλιστα, στην Αττική εντοπίζεται το μεγαλύτερο κενό, καθώς το 60% των ελλείψεων περιορίζονται στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Εν τούτοις, και σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας, η δυνατότητα στους πολίτες να επιλέξουν, εφόσον το επιθυμούν, ιδιώτη Παθολόγο ή Γενικό Γιατρό μη εγγεγραμμένο στον θεσμό, «ξεκλειδώνεται» για εκείνους οι οποίοι για δικούς τους λόγους δεν θέλουν να εγγραφούν σε γιατρό που θα παρέχει τις υπηρεσίες του δωρεάν.

tovima.gr