Τέσσερα σενάρια για την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα και τρία μαθήματα από την ελληνική κρίση παρουσιάζει ανάλυση του Just Jobs Network, ενός αμερικανικού ινστιτούτου που επικεντρώνεται στην απασχόληση.
Σύμφωνα με τον συντάκτη της ανάλυσης Αμπχιτζνάν Ρετζ, το πρώτο μάθημα από την ελληνική κρίση είναι ότι η πραγματική οικονομία πρέπει να αποδεσμευθεί από τον χρηματοοικονομικό κλάδο. Δεύτερον, ότι οι νομισματικές ενώσεις πρέπει να είναι επίσης δημοσιονομικές, με ενοποιημένα σχέδια δαπανών και συγκέντρωσης εσόδων.
Όπως σημειώνει, χωρίς δημοσιονομική ένωση, μία νομισματική ένωση δεν είναι σταθερή. Πρέπει όμως παράλληλα να είναι και δημοκρατική, ώστε οι πολίτες όλων των χωρών να έχουν τα ίδια κοινωνικά δικαιώματα, επιδόματα ανεργίας και πρόσβαση σε προγράμματα επανεκπαίδευσης. Τρίτον, όταν μία χώρα βρίσκεται σε παγίδα χρέους, όπου το πλεόνασμά της απλώς χρηματοδοτεί την αποπληρωμή των χρεών της, είναι δύσκολο να επενδύσει στην οικονομική ανασυγκρότηση. Όπως τονίζει ο κ. Ρετζ, το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να μπει εμπόδιο στη δημιουργία θέσεων εργασίας, σημειώνοντας ότι αυτή ήταν η λογική πίσω από τη διαγραφή των δανείων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση, «αυτό που χρειάζεται τώρα η Ευρώπη είναι να δει το χρέος συγκροτημένα και με πραγματισμό, ιδιαίτερα καθώς οι χρεωμένες χώρες είναι μέρος της ίδιας νομισματικής ένωσης». Εκτιμάται μάλιστα ότι αυτά τα μαθήματα θα καθοδηγήσουν τις επιλογές στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία τα επόμενα χρόνια, καθώς και άλλες οικονομίες θα αντιμετωπίσουν αύριο το πρόβλημα της Ελλάδας: τη διαμόρφωση μίας οδού που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας βγάζοντάς την από το χρέος.
Το πρώτο σενάριο είναι ότι η Ελλάδα βγαίνει από την Ευρωζώνη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και παραμένει ανεξάρτητη, ως αποτέλεσμα μίας αποτυχίας να φτάσει σε συμφωνία. Σε μία τέτοια περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος αρχικά θα εξέδιδε ένα κουπόνι για την πληρωμή δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων, και στη συνέχεια θα εισάγει μία νέα, υποτιμημένη δραχμή. Το νέο δημοσιονομικό καθεστώς θα περιορίζει τις εισαγωγές, θα προωθεί τις εξαγωγές και θα ενισχύει τις μικρές επιχειρήσεις. Καθώς όμως υπάρχει ελλειμματικό ισοζύγιο, εκτιμά ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να μειωθεί η αστάθεια στις τιμές για βασικές εισαγωγές όπως τα καύσιμα, που ούτως ή άλλως θα γίνουν πολύ ακριβές. Όπως σημειώνει η έρευνα, ιστορικά μία σταθερή ισοτιμία είναι καλύτερη για την απασχόληση, και προτείνει να επιστρέψει στην αρχική ισοτιμία: 340,75 δραχμές για ένα ευρώ. Ωστόσο, προκειμένου να διευκολύνει τις ξένες επενδύσεις εκτιμά ότι μακροπρόθεσμα θα πρέπει να χαλαρώσει η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία.
Μία φθηνή δραχμή θα σημάνει αύξηση του πληθωρισμού, και κάθε προσπάθεια αύξησης των εσόδων διά του τυπώματος χρήματος θα οδηγεί σε υπερπληθωρισμό. Ωστόσο, εκτιμά ότι ένας διαχειρίσιμος βραχυπρόθεσμος πληθωρισμός θα ήταν θετικός για την αγορά εργασίας. Στην περίπτωση εξόδου, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς οι εισροές κεφαλαίων θα είναι περιορισμένες – ένας τρόπος είναι προσφέροντας χαμηλότερα επιτόκια για τις μικρές επιχειρήσεις και σε κλάδους που αντικαθιστούν τα εισαγόμενα προϊόντα.
Το δεύτερο σενάριο είναι μία επανάληψη του μοντέλου της Κύπρου, κατά το οποίο η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη αλλά με μακρόχρονους κεφαλαιακούς ελέγχους και μεγάλο κούρεμα στις καταθέσεις. Εκτός από τη ζημιά στις τράπεζες, ο περιορισμός της εκροής κεφαλαίου έχει χτυπήσει πολύ σοβαρά τις εισαγωγές και την ιδιωτική κατανάλωση. Ωστόσο, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι μπορούν να γίνουν πολύτιμο εργαλείο για μία οικονομία σε κρίση, γράφει η έκθεση, καθώς περιορίζοντας την ροή κεφαλαίων σε μία χώρα με ανελαστικούς ονομαστικούς μισθούς τους όπως η Ελλάδα αυτοί μειώνονται, αυξάνοντας την απασχόληση. Η Κύπρος υιοθέτησε με επιτυχία αυτό το μέτρο, όπως και το κούρεμα των καταθέσεων, και έχει σημειώσει αξιοσημείωτη ανάκαμψη, γράφει η έρευνα, με μικρή μείωση και της ανεργίας. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελλάδας οι χαμένοι του κουρέματος θα είναι οι Ελληνες μικροκαταθέτες και όχι Ρώσοι καταθέτες, κάτι που ίσως να μην είναι διαχειρίσιμο πολιτικά. Από μόνο του, εξάλλου, αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη, καθώς περιορίζει την εισροή πολύτιμων επενδύσεων, αλλά θα πρέπει να συνοδευθεί από μέτρα για μία ανάπτυξη με θέσεις εργασίας.
Το τρίτο σενάριο προβλέπει ότι η Ελλάδα θα παραμένει στο Ευρώ με μία αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία ωστόσο έχει κόστος. Ένα κούρεμα, μία παράταση λήξεων με χαμηλότερα επιτόκια ή ακόμη και η μεταφορά των νέων δανείων από την εξυπηρέτηση του υπάρχοντος χρέους σε επενδύσεις είναι τρεις επιλογές. Η πολιτική διάθεση στη Γερμανία δεν θα επιτρέψει κούρεμα, σημειώνεται, ενώ η παράταση των λήξεων θα αυξήσει περαιτέρω τις ήδη υψηλές τιμές τους και θα μειώσει την αξία των δανείων που έχουν δοθεί στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την ανάλυση, η μόνη πολιτικά εφικτή λύση είναι η τρίτη επιλογή: Μία μείωση των επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα θα απελευθέρωνε 2,5 δισ. ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν επενδύσεις για την βελτίωση της προστιθέμενης αξίας των ελληνικών εξαγωγών, σε τομείς όπως η πληροφορική τεχνολογία. Και παρά τη δημογραφική πρόκληση, το εργατικό δυναμικό θα πρέπει να επανακαταρτισθεί, συμπεριλαμβανομένων όσων πιθανώς απολυθούν από το δημόσιο.
Το τέταρτο σενάριο είναι μία έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε., αλλά με την εξωτερική βοήθεια μίας χώρας όπως η Ρωσία. Αυτό έχει τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές συνέπειες, αν και μοιάζει αρκετά με το πρώτο – με την διαφορά ότι προστίθενται εξωτερικοί παίκτες με μακροπρόθεσμα συμφέροντα στην Ελλάδα. Αν οι Ευρωπαίοι απορρίψουν τη συμφωνία ή αν η κυβέρνηση πέσει, ακραία αντιευρωπαϊκά στοιχεία μπορεί να επικρατήσουν. Αυτό το σενάριο θα μπορούσε επίσης να πυροδοτηθεί αν η Ελλάδα δεν πληρώσει την ΕΚΤ στις 20 Ιουλίου, ή και αν μία πρόωρη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων προκαλέσει μαζικές εκροές καταθέσεων. Αν το Κρεμλίνο υποστηρίξει την Ελλάδα, είτε μέσω της αναπτυξιακής τράπεζας των BRICS με την Κίνα είτε από μόνο του, η πιο πιθανή βοήθεια θα είναι υπό τη μορφή μίας συμφωνίας εμπορίου στα εθνικά τους νομίσματα (currency swap), επιτρέποντας στην χώρα να πληρώνει σε δραχμές για τις εισαγωγές της και προστατεύοντας τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα. Αυτό το σενάριο θεωρείται λειτουργικό, καθώς 14,1% των ελληνικών εισαγωγών είναι από τη Ρωσία, ενώ άλλο 4,6% από την Κίνα. Σημειώνεται όμως ότι θα είχε σημαντικό πολιτικό και οικονομικό κόστος για την Ελλάδα, καθώς η Ε.Ε. θα μπορούσε να απαντήσει με στρατηγικού χαρακτήρα κυρώσεις που θα πίεζαν την χώρα στο ευαίσθητο μέτωπο της ασφάλειας. Δημοσιονομικά, ωστόσο, η χώρα θα ήταν απελευθερωμένη από τους περιορισμούς της Ε.Ε., και θα μπορούσε να συνεχίσει μία στρατηγική ανάπτυξης διά των ελλειμμάτων – με την Κίνα να βοηθά ίσως με την αγορά ελληνικών ομολόγων και την αγορά περιουσιακών στοιχείων σε πολύ χαμηλή αξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου