Σάββατο 4 Μαΐου 2024

«Κλαίει και θρηνεί Σε, η Πάναγνός σου Μήτηρ» – «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον»


Το διαχρονικό μοιρολόι της Παναγίας, ο μητρικός θρήνος, στην ποίηση από τον 15ο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή



Δημήτρης Αθηνάκης


Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος Γ΄ τελεί την Ακολουθία του Νιπτήρος , Μ. Πέμπτη, πριν από τη Σταύρωση. Το Θείο Δράμα των Παθών του Χριστού κορυφώνεται  με την αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και την Ακολουθία του Επιτάφιου Θρήνου.

Τραγική φιγούρα των Παθών αποτελεί η Παναγία που πενθεί τον μονάκριβο Υιό της. Ο θρήνος της αποτυπώθηκε στη λογοτεχνία και έγινε το σύμβολο της βαρυπενθούσης μητρός και της απροϋπόθετης αγάπης από τον 15ο αιώνα έως και τις μέρες μας.


Υπτιον ορώσα/ η Πάναγνός σε, Λόγε,/ μητροπρεπώς εθρήνει./ – Ω γλυκύ μου έαρ,/ γλυκύτατόν μου τέκνον/ πού έδυ σου το κάλλος;/ – Θρήνον συνεκίνει/ η Πάναγνός σου Μήτηρ,/ Σου, Λόγε, νεκρωθέντος./ – Η Δάμαλις τον Μόσχον/ εν ξύλω κρεμασθέντα/ ηλάλαζεν ορώσα./ – Ανέκραζεν η Κόρη θερμώς δακρυρροούσα/ τα σπλάχνα κεντωμένη./ – Ω φως των οφθαλμών μου/ γλυκύτατόν μου τέκνον/ πώς τάφω νυν καλύπτη;/ – Κλαίει και θρηνεί Σε/ η Πάναγνός σου Μήτηρ,/ Σωτήρ μου, νεκρωθέντα», πενθεί, στον επιτάφιο θρήνο, η Παναγία τον βασανισμένο και νεκρό μονογενή της στον σταυρό.

Το μοιρολόι της Μαρίας μεταφέρεται στους αιώνες, όπως θα δούμε στις επόμενες γραμμές, μέσα από τη λογοτεχνία, που ταυτίζει την Παναγία με το ανυπέρβλητο σύμβολο της βαρυπενθούσης μητρός. Είναι η πιο ανθρώπινη απ’ όλες τις θεϊκές και ένθεες μορφές. Το διαχρονικό σύμβολο της απροϋπόθετης αγάπης. Πρόσωπο που συμπυκνώνει όλες τις εκφάνσεις της μάνας – της μητρότητας. Κορίτσι. Γυναίκα. Τραγωδός. Μοιρολογίστρα. Η Μαρία θρηνεί με τον τρόπο μιας μάνας που έχασε τον γιο της – όχι τον θεό της, κι ας είναι η μοναδική που έχει δικαίωμα να τον βλέπει σαν θεό.

Στο δικό της σώμα

Τα καρφιά καρφώνονται πάνω της, ο στέφανος εξ ακανθών μπήγεται στο δικό της σώμα. Ζει την απελπισία του θανάτου ενός παιδιού που προώρισται, κατά τα Γραφάς, να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. «Υιέ μου, πάσα σου πληγή πληγώνει την καρδιά μου/ και τα καρφιά διαπερνούν μέσα τα σωθικά μου/ κι οι στάξες των αιμάτων σου στάσσουν το πρόσωπό μου/ κι η τζόια σου φλοβοτομά μέσα τον ομυαλό μου/ Πάσα σου πόνος διπλοτριπλός στρέφεται προς εμένα, / αλίμονον, και πάλι ζουν τα μέλη τα καημένα», όπως μεταδίδει από τις αρχές του 15ου αιώνα ο ποιητής Μαρίνος Φαλιέρος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώτης περιόδου της κρητικής λογοτεχνίας.

«Κλαίει και θρηνεί Σε, η Πάναγνός σου Μήτηρ» – «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον»-1
«Επιτάφιος θρήνος» (1164), τοιχογραφία στον βυζαντινό Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονος, έξω από το χωριό Νερέζι της Βόρειας Μακεδονίας. Οι νωπογραφίες του ναού θεωρούνται εξαιρετικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης της Κομνήνειας περιόδου.

Η Μαρία γυμνώνεται από την Παναγία. Το μοιρολόι της ξεπερνά τη θεολογία· είναι ένας θρήνος που βιώνεται στη σάρκα, στα μάτια και σ’ όλο τον κόσμο της που χάνεται. «Ποια πολιτεία θα με δεχτεί τώρα που φεύγεις;» σπαράζει χάνοντας την πυξίδα της. «Τα λόγια που είπες στον Πατέρα τα ‘χω ακούσει./ Αλλ’ απ’ τη γη γιατί σε παίρνει; Για ποιο λόγο/ θέλησε να ‘βρεις θάνατο έτσι ντροπιασμένο;/ Τη μάνα που σε γέννησε πώς την αφήνεις/ έρημη; Να ‘τανε, αχ, να πέθαινα μαζί σου!/ Ποια πολιτεία θα με δεχτεί τώρα που φεύγεις;/ Ασφαλισμένη στέγη και άσυλο ποιος ξένος/ σε ξένη χώρα δίνοντάς μου θα με σώσει;/ Κανείς. Λοιπόν θα σε προσμένω λίγο, μήπως/ την τρίτη, τη λαμπρόφεγγη αντικρίσω μέρα,/ σαν που είπες προμηνώντας την ανάστασή σου/ και πιστεύω κι εγώ. Ω, αυτή με ζει η ελπίδα,/ όσο κι αν τώρα, βλέποντάς σε σταυρωμένο,/ θρηνώ, και πιο πολύ για μένα, που δε σ’ έχω,/ παρά για σένα· πιο νεκρή είμ’ εγώ από σένα». Αυτά τα λόγια βάζει στο στόμα της μία βυζαντινή τραγωδία, σε έμμετρη απόδοση του Θρασύβουλου Σταύρου, που οι επιστήμονες ερίζουν για τον συγγραφέα (Γρηγόριος Ναζιανζηνός ή όχι) και για την ηλικία του (6ος-7ος ή 16ος αιώνας), όπως διαβάζουμε στο «Νέον Πλανόδιον».

Την ίδια ερημιά, την ίδια απελπισία νιώθει η Μαρία διά χειρός του Κρητικού ιερέα Ιωάννη Πλουσιαδηνού, στα τέλη του 15ου αιώνα. «Ω Ιησού γλυκύτατε, ω Ιησού υιέ μου,/ πώς να σε θέσω, τέκνον μου, στο μνήμα, να μισέψω/ ή πώς εγώ χωρίς εσέν στο σπίτιν να γυρίσω/ πώς να γυρίσω η ταπεινή ξένη και πονεμένη/ ή πώς να ζήσω, τέκνον μου, η παραπονεμένη;/ Λέγω να μπω στο μνήμα σου, να ‘μαι μ’ εσέν ομάδι/ και να κατέβω σύψυχη, συζώντανη στον Αδην».

«Οι στάξες των αιμάτων σου στάσσουν το πρόσωπό μου/ κι η τζόια σου φλοβοτομά μέσα τον ομυαλό μου», γράφει στις αρχές του 15ου αιώνα ο Μαρίνος Φαλιέρος.

Την ίδια επιθυμία –αυτή να είναι με τον γιο της, κι ας είναι σε βάθη σκοτεινά– έχει και η μάνα του Ρίτσου, που θρηνεί, μέρα Μαγιού, στον ολοδικό της επιτάφιο. «Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,/ τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα./ Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω,/ που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;/ Γιε μου, αν δε σούναι βολετό ναρθείς ξανά σιμά μου,/ πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου./ Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω/ κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω».

Η οδύνη της Μαρίας, όμως, ήταν προοικονομημένη· έφερε, και πάλι κατά τας Γραφάς, ένα παιδί, ταμένο στη θεία οικονομία. Ο Κώστας Βάρναλης ακούμπησε, κι αυτός, στον πόνο της Παναγίας – στον συνεχή της φόβο για την ώρα της θυσίας, αλλά και στην ευχή να έβρισκε έναν τρόπο να αποτρέψει το θεϊκό σχέδιο. «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;/ Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφή ερημική;/ Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο να φωνάξεις./ Ξέρω πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,/ που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις».

Και σπάραξε· μοιρολογά σαν νερό που δροσίζει τον νεκρό που αποχαιρετά, όπως η μάνα του Λόρκα στον «Ματωμένο γάμο», από το χέρι του Νίκου Γκάτσου: «Ηλιοτρόπι της μάνας σου,/ και καθρέφτη της γης./ Να βάλουνε στα στήθια σου/ σταυρό της πικροδάφνης,/ να σου σκεπάσουν το κορμί/ με σάβανο μεταξωτό,/ και το νερό το δροσερό/ απάνου στ’ άσπρα χέρια σου/ να γίνει μοιρολόι». Το υποβλητικό μοιρολόι που λέει η μάνα στο «Ρέκβιεμ» της Αννας Αχμάτοβα, στη μετάφραση του Δ.Β. Τριανταφυλλίδη: «Εκλαιγε και χτυπιόταν η Μαγδαληνή/ κι ο αγαπημένος της μαθητής πετρώνει/ εκεί όπου η Μάνα αγρυπνεί/ κανείς δεν τόλμησε να την κοιτάξει».

Κι αν στη Μεγάλη Παρασκευή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ «η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας», στη «Μεγάλη Παρασκευή» του Στρατή Πασχάλη… «εκεί, εκεί – στην άγρια ώρα όπου το Κτήνος θριαμβεύει,/ μείνετε οι δυο σας παγεροί/ κι ακίνητοι, καθώς το πλήθος σάς χαζεύει,/ κι είν’ η στιγμή αυτή ιερή! Ενώ λιωμένη στα νερά η Παναγία ταξιδεύει…».

Remaining Time 0:00
 
Advertisement

Προ αιώνων

Ομως, ποιος ξέρει, όλες αυτές τις μάνες, που σπαράσσουν πάνω στους τάφους των παιδιών τους, τις είχε προλάβει προ τόσων αιώνων η Εκάβη, που μοιρολογά τον Εκτορα, στην Ιλιάδα του Δημήτρη Μαρωνίτη: «”Εκτορα, απ’ όλους μου τους γιους εσένα πιο πολύ αγαπούσα./ Που σ’ είχαν στην καρδιά τους οι θεοί, όσο ακόμη ζούσες,/ και τώρα όμως, στου θανάτου σου την ώρα, πάλι σε προσέχουν” […] Μιλούσε η Εκάβη και θρηνούσε, γύρω σηκώνοντας κλάμα/ ασυγκράτητο και γοερό».

Σήμερα, αυτήν εδώ τη στιγμή, ακούγονται ακόμη θρήνοι μητρικοί· στη γη όπου γεννήθηκε ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου· και σε μιαν άλλη, στο Χάρκοβο, στην Οδησσό, στο Κίεβο. Οτι πολύ ηγάπησαν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου