Εκτός
από διανυκτέρευση και παροχή πρωινού, απαιτείται να προσφέρονται κι
άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες. Να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο
πρόγραμμα για τον επισκέπτη, ώστε να φύγει ενθουσιασμένος, διότι μόνο
έτσι θα επιστρέψει ξανά.
Το πόσο
στρεβλά έχει αναπτυχθεί η συγκεκριμένη δραστηριότητα στην Ελλάδα, παρότι
τα τελευταία 30 χρόνια «έπεσαν» πολλά χρήματα και από την Ευρωπαϊκή
Ένωση, ανέλυσε η κ. Όλγα Ιακωβίδου, καθηγήτρια Αγροτικής Οικονομίας της
Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ, κατά την ομιλία της σε ειδική ημερίδα που
οργάνωσε η Αμερικανική Γεωργική Σχολή την Πέμπτη 13 Ιουνίου στη
Θεσσαλονίκη, με θέμα «Αγροτουρισμός και Ανάπτυξη Δικτύων».
«Οι περισσότερες από τις μισές αγροτουριστικές μονάδες της επικράτειας προσφέρουν με το πρωινό τους βούτυρο αγελάδας που προμηθεύονται από πολυεθνική αλυσίδα discount σούπερ μάρκετ, ενώ η πλειονότητα δεν παρέχει υψηλή ποιότητα διαμονής και υπηρεσιών, ούτε και ενσωματώνει την εικόνα της περιοχής, όπου δραστηριοποιείται», ανέφερε η κ. Ό. Ιακωβίδου, σημειώνοντας, ωστόσο πως «υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα, αν και επί του συνόλου αυτά δεν είναι ούτε το 10%».
Επικαλούμενη στοιχεία από στατιστικά δεδομένα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, παρελθόντων ετών, η καθηγήτρια ξεκαθάρισε ότι το μοντέλο «νοικιάζω, απλώς και μόνο, ένα δωμάτιο και δεν κάνω τίποτε άλλο έχει πεθάνει», ενώ πρόσθεσε πως βασική προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα μιας αγροτουριστικής επιχείρησης είναι η διαφοροποίηση του παρεχόμενου προϊόντος της.
«Εκτός από τη διανυκτέρευση και την παροχή πρωινού, απαιτείται να προσφέρονται κι άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες. Να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για τον επισκέπτη, ώστε να φύγει από την περιοχή ενθουσιασμένος, διότι μόνο έτσι θα επιστρέψει ξανά και θα πείσει και άλλους να κάνουν το ίδιο», είπε χαρακτηριστικά σε ένα κοινό περίπου 50 νεαρών δυνάμει εμπλεκόμενων με το αντικείμενο του αγροτουρισμού.
Έδωσε επίσης μεγάλη βαρύτητα στο θέμα της δικτύωσης ανάμεσα στις αγροτουριστικές επιχειρήσεις μιας περιοχής (έχει σημασία ακόμη και η συμπεριφορά του βενζινά ή του ταβερνιάρη, ανέφερε), προκειμένου να δημιουργηθεί ένας «πυρήνας» δράσεων που θα καταστήσει πιο ελκυστική την απόδραση του επισκέπτη, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε και στην αειφόρο αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος.
«Το πιο σημαντικό για έναν επιχειρηματία στον τομέα του αγροτουρισμού, είναι να πείσει τον επισκέπτη να επαναλάβει την επίσκεψή του και από έρευνα που έχουμε κάνει φάνηκε ότι οι μισοί επανέρχονται σε ένα αγροτουριστικό κατάλυμα λόγω του όμορφου φυσικού περιβάλλοντος», ανέφερε η κ. Ιακωβίδου, τονίζοντας πως η ποιότητα του αγροτουριστικού καταλύματος είναι σημαντική για το 34%, οι τιμές για το 27% και η φιλοξενία για το 24%.
Όσον αφορά στο τι προσφέρουν, κατά τεκμήριο, τα ελληνικά αγροτουριστικά καταλύματα, σύμφωνα με τα ίδια στατιστικά στοιχεία, το 35,7% αυτών μόνο διαμονή, το 46,2% διαμονή, αλλά και πρωινό, το 6,5% διαμονή, πρωινό και ένα γεύμα και το 11,4% ενοικιαζόμενα δωμάτια με ενσωματωμένη κουζίνα για να μπορούν να μαγειρεύουν οι φιλοξενούμενοι.
«Μόνο με μία δραστηριότητα η επιχείρηση δεν βγαίνει. Χρειάζεται να εμπλουτιστεί το πρόγραμμα με μαθήματα μαγειρικής, με περιηγήσεις στην ύπαιθρο, με ιππασία, με χορούς ή ακόμη και με συμμετοχή σε αγροτικές εργασίες και άλλα», επισήμανε η καθηγήτρια, συμπληρώνοντας ότι ένα επιτυχημένο μοντέλο προϋποθέτει, επίσης, ο επιχειρηματίας να έχει όραμα για το μέλλον, να δίνει έμφαση στην ποιότητα των υπηρεσιών και προϊόντων, να αποκτήσει δική του ταυτότητα, να αναπτύσσει συνέργιες με άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες και με φορείς του τόπου και τέλος να κράτος να διαμορφώσει το νομοθετικό πλαίσιο ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ο αγροτουρισμός χωρίς ο καθένας να ερμηνεύει κατά το δοκούν το τι σημαίνει αγροτουριστική ανάπτυξη.
Στην ίδια εκδήλωση παρουσιάστηκαν, ως επιτυχημένες πρακτικές, τα παραδείγματα τριών αγροτουριστικών επιχειρήσεων και συγκεκριμένα του αγροτουριστικού καταλύματος Αρχοντικό Βιγλάτορας, στην Κερκίνη Σερρών, της εταιρείας Βάμος ΑΕ, στο ομώνυμο χωριό της Κρήτης και του γυναικείου αγροτικού συνεταιρισμού παραδοσιακών προϊόντων Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης, με τους τρεις εισηγητές να αναλύουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε δραστηριότητας.
«Οι περισσότερες από τις μισές αγροτουριστικές μονάδες της επικράτειας προσφέρουν με το πρωινό τους βούτυρο αγελάδας που προμηθεύονται από πολυεθνική αλυσίδα discount σούπερ μάρκετ, ενώ η πλειονότητα δεν παρέχει υψηλή ποιότητα διαμονής και υπηρεσιών, ούτε και ενσωματώνει την εικόνα της περιοχής, όπου δραστηριοποιείται», ανέφερε η κ. Ό. Ιακωβίδου, σημειώνοντας, ωστόσο πως «υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα, αν και επί του συνόλου αυτά δεν είναι ούτε το 10%».
Επικαλούμενη στοιχεία από στατιστικά δεδομένα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, παρελθόντων ετών, η καθηγήτρια ξεκαθάρισε ότι το μοντέλο «νοικιάζω, απλώς και μόνο, ένα δωμάτιο και δεν κάνω τίποτε άλλο έχει πεθάνει», ενώ πρόσθεσε πως βασική προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα μιας αγροτουριστικής επιχείρησης είναι η διαφοροποίηση του παρεχόμενου προϊόντος της.
«Εκτός από τη διανυκτέρευση και την παροχή πρωινού, απαιτείται να προσφέρονται κι άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες. Να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για τον επισκέπτη, ώστε να φύγει από την περιοχή ενθουσιασμένος, διότι μόνο έτσι θα επιστρέψει ξανά και θα πείσει και άλλους να κάνουν το ίδιο», είπε χαρακτηριστικά σε ένα κοινό περίπου 50 νεαρών δυνάμει εμπλεκόμενων με το αντικείμενο του αγροτουρισμού.
Έδωσε επίσης μεγάλη βαρύτητα στο θέμα της δικτύωσης ανάμεσα στις αγροτουριστικές επιχειρήσεις μιας περιοχής (έχει σημασία ακόμη και η συμπεριφορά του βενζινά ή του ταβερνιάρη, ανέφερε), προκειμένου να δημιουργηθεί ένας «πυρήνας» δράσεων που θα καταστήσει πιο ελκυστική την απόδραση του επισκέπτη, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε και στην αειφόρο αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος.
«Το πιο σημαντικό για έναν επιχειρηματία στον τομέα του αγροτουρισμού, είναι να πείσει τον επισκέπτη να επαναλάβει την επίσκεψή του και από έρευνα που έχουμε κάνει φάνηκε ότι οι μισοί επανέρχονται σε ένα αγροτουριστικό κατάλυμα λόγω του όμορφου φυσικού περιβάλλοντος», ανέφερε η κ. Ιακωβίδου, τονίζοντας πως η ποιότητα του αγροτουριστικού καταλύματος είναι σημαντική για το 34%, οι τιμές για το 27% και η φιλοξενία για το 24%.
Όσον αφορά στο τι προσφέρουν, κατά τεκμήριο, τα ελληνικά αγροτουριστικά καταλύματα, σύμφωνα με τα ίδια στατιστικά στοιχεία, το 35,7% αυτών μόνο διαμονή, το 46,2% διαμονή, αλλά και πρωινό, το 6,5% διαμονή, πρωινό και ένα γεύμα και το 11,4% ενοικιαζόμενα δωμάτια με ενσωματωμένη κουζίνα για να μπορούν να μαγειρεύουν οι φιλοξενούμενοι.
«Μόνο με μία δραστηριότητα η επιχείρηση δεν βγαίνει. Χρειάζεται να εμπλουτιστεί το πρόγραμμα με μαθήματα μαγειρικής, με περιηγήσεις στην ύπαιθρο, με ιππασία, με χορούς ή ακόμη και με συμμετοχή σε αγροτικές εργασίες και άλλα», επισήμανε η καθηγήτρια, συμπληρώνοντας ότι ένα επιτυχημένο μοντέλο προϋποθέτει, επίσης, ο επιχειρηματίας να έχει όραμα για το μέλλον, να δίνει έμφαση στην ποιότητα των υπηρεσιών και προϊόντων, να αποκτήσει δική του ταυτότητα, να αναπτύσσει συνέργιες με άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες και με φορείς του τόπου και τέλος να κράτος να διαμορφώσει το νομοθετικό πλαίσιο ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ο αγροτουρισμός χωρίς ο καθένας να ερμηνεύει κατά το δοκούν το τι σημαίνει αγροτουριστική ανάπτυξη.
Στην ίδια εκδήλωση παρουσιάστηκαν, ως επιτυχημένες πρακτικές, τα παραδείγματα τριών αγροτουριστικών επιχειρήσεων και συγκεκριμένα του αγροτουριστικού καταλύματος Αρχοντικό Βιγλάτορας, στην Κερκίνη Σερρών, της εταιρείας Βάμος ΑΕ, στο ομώνυμο χωριό της Κρήτης και του γυναικείου αγροτικού συνεταιρισμού παραδοσιακών προϊόντων Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης, με τους τρεις εισηγητές να αναλύουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε δραστηριότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου