Ήταν 21 Απριλίου του 1967 όταν και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, επίορκοι αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, όπως και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου».
Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με πειστικά στοιχεία.
Η δημοκρατία και οι θεσμοί καταλύθηκαν για επτά χρόνια, ως τις 24 Ιουλίου 1974, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα.
Το χρονικό της επιβολής της χούντας
Ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο Ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντήθηκαν στο αρχηγείο των Τεθωρακισμένων στο Γουδή, στις 11:30 της 20ης Απριλίου 1967.
Σκοπός ήταν η αφαίρεση της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου, σε περίπτωση νίκης της τελευταίας στις επερχόμενες εκλογές, και την αναστολή εφαρμογής ορισμένων άρθρων του Συντάγματος για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Ο Παττακός ανακοίνωσε στους υπόλοιπους ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι και τότε συμφώνησαν κι οι άλλοι. Ωστόσο , το πραξικόπημα, είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τα μεσάνυχτα της 20ης Απριλίου, στη 01:00.
O λόγος που δίσταζε ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του Συν/χη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ήξερε για τη βραδινή κίνηση.
Οι αξιωματικοί που τελικά προέβησαν στο πραξικόπημα την 21η Απριλίου 1967 κινήθηκαν πιο γρήγορα και εξέπληξαν τους πάντες. Το καθεστώς δικαιολόγησε την κατάληψη της εξουσίας υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να καταληφθεί η εξουσία από τους κομμουνιστές.
Ο Παπαδόπουλος είχε ετοιμάσει μια γραπτή διαταγή , που όριζε τις μετακινήσεις των αναγκαίων στρατιωτικών μονάδων, πλαστογραφώντας το όνομα του Βασιλιά. Οι συνωμότες απευθύνθηκαν στους αγουροξυπνημένους στρατιώτες διαβάζοντάς τους τη, δήθεν υπογεγραμμένη από το Βασιλιά, διαταγή και τους ανέπτυξαν το σχέδιο μάχης, στο όνομα του Βασιλιά.
Στη συνέχεια, ο Παπαδόπουλος έστειλε το κωδικό σήμα για την ενεργοποίηση του Σχεδίου Προμηθεύς, σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού.
Βασικό στοιχείο του σχεδίου ήταν ότι έθετε όλες τις στρατιωτικές μονάδες υπό την άμεση ηγεσία του Υπουργού Άμυνας ή του Αρχηγού ΓΕΣ, στρατηγού Σπαντιδάκη ή του Βασιλιά, απαγορεύοντας ρητά την υπακοή τους σε οποιαδήποτε άλλη διαταγή. Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γ. Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή.
Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Ο βασιλιάς υποχωρεί και νομιμοποιείται η Χούντα
Αργά το μεσημέρι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει Πρωθυπουργός μη στρατιωτικός.
Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε Υπουργός Άμυνας με υφυπουργό τον Στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος Υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός Υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος Υπουργός Συντονισμού.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρεσβευτή Φίλιπ Τάλμποτ, ο οποίος επισκέφθηκε τον βασιλιά Κωνσταντίνο στα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού λίγο μετά την ορκωμοσία, εκείνος του αποκάλυψε ότι δεν έλεγχε πλέον το στράτευμα και πως «ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί, που είχαν τον έλεγχο των τανκς, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή».
Ο βασιλιάς ισχυρίστηκε ότι σκέφθηκε προς στιγμή να εκτελέσει τους πραξικοπηματίες, όταν έφτασαν στα Ανάκτορα για να ορκιστούν. Σκέφθηκε, όμως, ότι η κίνησή του δεν θα είχε καμία αξία, μια και τα Ανάκτορα ήταν περικυκλωμένα από τανκς επανδρωμένα από αξιωματικούς που τους ήταν πιστοί.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για τις επόμενες κινήσεις του και σκεπτόταν σοβαρά αν θα ήταν καλύτερο να μείνει ή να φύγει από τη χώρα. Τελικά, η Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967 μπήκε στο «γύψο», κατά την έκφραση του Παπαδόπουλου, για 7 χρόνια 3 μήνες και 3 μέρες μιας και οι 8 τελευταίοι μήνες της Χούντας είναι γνωστοί και ως Χούντα του Ιωαννίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου