Με αγωνία περιμένει ο εμπορικός κόσμος της χώρας τις επόμενες αποφάσεις της κυβέρνησης για το σταδιακό άνοιγμα της αγοράς, το οποίο έχει ήδη μεταφερθεί για τις αρχές Απριλίου.
Και αυτό διότι η έλλειψη ρευστότητας που υπάρχει σε χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενδέχεται να φέρει προ των πυλών λουκέτα για... περίπου 200.000 από αυτές, σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμόδιων θεσμικών φορέων. Παράλληλα, οι ίδιοι φορείς εκτιμούν πως συνολικά για την περίοδο Δεκεμβρίου 2020 - Μαρτίου 2021 οι απώλειες στον τζίρο θα ξεπεράσουν τα 7,5 δισ. ευρώ, παρά τη μαγική εικόνα που υπάρχει στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του φετινού Ιανουαρίου.
Σε κάθε περίπτωση, η τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη περί τού ότι είναι καλό σημείο αφετηρίας των ελληνικών επιχειρήσεων για την επιστροφή στην κανονικότητα οι αυξημένες τραπεζικές καταθέσεις δείχνει ότι το Μέγαρο Μαξίμου έχει επιδοθεί σε έναν κάκιστο σχεδιασμό, ο οποίος οδήγησε στο να κατευθυνθούν κονδύλια σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν το είχαν ανάγκη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δοκιμάζεται τα μέγιστα η συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η ακτινογραφία του ιδιωτικού χρέους
Παράλληλα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. αρνείται πεισματικά να μπει σε μια συζήτηση για ρύθμιση των κορωνο-χρεών με παράλληλο “κούρεμα” οφειλών, την ώρα που το συνολικό τους ύψος κινείται συνεχώς ανοδικά πάνω από τα 20 δισ., δημιουργώντας έναν επιπλέον πολύ μεγάλο βραχνά. Είναι χαρακτηριστικό πως το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δισ.:108,1 δισ. στην εφορία, 37,5 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. στις τράπεζες και 38,9 δισ. στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ).
Αναφορικά με την εφορία, το 2020 δημιουργήθηκαν νέα ληξιπρόθεσμα ύψους 7,1 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι περίπου 1,2 δισ. ευρώ είναι σε αναστολή είσπραξης, ποσό το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι στις αρχές του 2022. Σχετικά με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών, στο τέλος του 2020 παρατηρείται σημαντική μείωση κατά 23.691 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 4.045.217 οφειλέτες.
Αξίζει να σημειωθεί πως το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 πηγάζει από τους οφειλέτες, με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 2,1 δισ. ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε αύξηση κατά 205 πρόσωπα.
Στην ανωτέρω αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σημαντική είναι η συνεισφορά των νομικών προσώπων, καθώς οι οφειλές που προέρχονται από αυτά αυξήθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου τους σε αυτήν την κατηγορία οφειλής άγγιξε στο τέλος του 2020 τα 62,9 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 5.119, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 132 νομικά πρόσωπα.
Συσσώρευση εισφορών
Από εκεί και πέρα, σύμφωνα με την 4η Τριμηνιαία Έκθεση Προόδου Έτους 2020 του ΚΕΑΟ, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2020 διαμορφώθηκε στα 37,5 δισ. ευρώ, ήτοι παρουσίασε αύξηση κατά 124,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση αυτή προέρχεται από την αύξηση των πρόσθετων τελών (κατά 348,8 εκατ. ευρώ), καθώς οι κύριες οφειλές σημείωσαν μείωση κατά 224,1 εκατ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου προς τους ιδιώτες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών καθώς και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων ανήλθαν συνολικά τον Ιανουάριο του 2021 σε 1,928 δισ. ευρώ (1,351 δισ. ευρώ και 577 εκατ. ευρώ αντίστοιχα). Αν στο ποσό αυτό προστεθεί και το "κρυφό" χρέος ύψους 584 ευρώ από τη μην πληρωμή περίπου 152.949 εκκρεμών συντάξεων, οι συνολικές τρέχουσες οφειλές του Δημοσίου ανεβαίνουν στα 2,512 δισ. ευρώ.
Ρευστότητα
Εν τω μεταξύ, στα ύψη παραμένουν οι ανάγκες ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και για την τρέχουσα χρονιά. Ήδη οι φετινές ανάγκες τοποθετούνται στα 16 δισ. ευρώ, όταν για την προηγούμενη χρονιά το κενό ρευστότητας των επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα 34 δισ. ευρώ.
Σε επίπεδο κλάδων, το εμπόριο και η βιομηχανία παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με 4,4 δισ. ευρώ και 2,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα, αντανακλώντας το μέγεθος των κλάδων αυτών. Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει τις πιο πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες, καθώς αναμένεται να προσεγγίσουν το 40% των πωλήσεων ξενοδοχείων και εστιατορίων.
Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να προχωρήσει σε ουσιαστικές κινήσεις ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει ένα πλάνο γενναίας ρύθμισης των χρεών που έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας...
Γιάννης Αγουρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου