Στη γεωργία προσανατολίστηκαν χιλιάδες νέοι με την εφαρμογή του
ευρωπαϊκού προγράμματος νέων αγροτών, που παρέχει οικονομικά κίνητρα και
διευκολύνσεις προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι νέοι να εγκατασταθούν
μόνιμα στην ύπαιθρο και να δημιουργήσουν βιώσιμες γεωργικές
εκμεταλλεύσεις.
Η εφαρμογή του προγράμματος, ωστόσο, μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια
περιορίστηκε στη συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο και σε πολύ μικρό
βαθμό συνέβαλε στην εγκατάσταση εκεί νέων από αστικές περιοχές, όπως
συμβαίνει τα τελευταία δύο χρόνια.
Στην Ελλάδα, την εικοσαετία 1988-2008 εγκαταστάθηκαν 52.951 νέοι
γεωργοί, ενώ τα τελευταία χρόνια το πρόγραμμα παρουσιάζει αυξητική
πορεία. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι κατά την εξέλιξη της εφαρμογής
παρατηρείται αύξουσα συμμετοχή των γυναικών. Οι περιφέρειες της χώρας
στις οποίες εμφανίζεται η μεγαλύτερη συμμετοχή νέων γεωργών στο
πρόγραμμα είναι η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλία, κάτι που
δικαιολογείται από το γεγονός πως εκεί βρίσκεται και το μεγαλύτερο
ποσοστό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και αποτελούν τις κατ’ εξοχήν
γεωργικές περιφέρειες της χώρας.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από μελέτη τριών καθηγητών της
Γεωπονικής σχολής του ΑΠΘ με θέμα «Η συμβολή του προγράμματος νέων
γεωργών στην ανανέωση του γεωργικού πληθυσμού», η οποία παρουσιάστηκε
χθες, πρώτη ημέρα εργασιών του 12ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αγροτικής
Οικονομίας. Το συνέδριο, που διοργανώθηκε από την Εταιρεία Αγροτικής
Οικονομίας (ΕΤΑΓΡΟ) σε συνεργασία με σχολές του ΑΠΘ, των πανεπιστημίων
Αθηνών και Δυτικής Ελλάδας, των ΤΕΙ Θεσσαλονίκης και Δυτικής Μακεδονίας,
το ΓΕΩΤΕΕ και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, έχει θέμα: «Οικονομική
κρίση: Νέες ευκαιρίες για την επανασύνθεση του αναπτυξιακού ρόλου της
ελληνικής γεωργίας». Οι καθηγητές του τομέα Αγροτικής Οικονομίας Γιάννης
Σουκιούρογλου, Όλγα Ιακωβίδου και Γιώργος Μενεξές έκαναν επιτόπια
έρευνα σε δύο περιοχές, μια πεδινή (τον κάμπο των Γιαννιτσών) και μια
ορεινή-μειονεκτική (τον όγκο του Πάικου) και μελέτησαν την ηλικιακή
ανανέωση του γεωργικού πληθυσμού.
Στην περιοχή του Πάικου, όπως έδειξε η έρευνα, εγκαταστάθηκαν συνολικά
556 νέοι γεωργοί, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων (64,6%) είναι άνδρες.
Η συμμετοχή όμως των γυναικών στο πρόγραμμα νέων γεωργών συνεχώς
αυξάνει. Σε ό,τι αφορά την ηλικία των νέων κατά την περίοδο ένταξής τους
στο πρόγραμμα, το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει στις ηλικίες 26-35 ετών
(57,3%), ακολουθούν οι γεωργοί 36-40 ετών (22,9%) και τέλος οι γεωργοί
18-25 ετών (19,8%). Σχετικά με το μορφωτικό επίπεδο των νέων γεωργών,
παρατηρείται μια σημαντική άνοδος των πτυχιούχων τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης και σημαντική μείωση του ποσοστού των αποφοίτων δημοτικού.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγικής κατεύθυνσης των γεωργικών
εκμεταλλεύσεων είναι φυτική, ενώ φθίνει το ποσοστό των κτηνοτροφικών
εκμεταλλεύσεων. Στην περιοχή της πεδιάδας των Γιαννιτσών εγκαταστάθηκαν
930 άτομα, οι περισσότεροι άνδρες, ηλικίας 26-35 ετών. Σημαντικό είναι
το γεγονός πως παρατηρείται αύξηση του ποσοστού νέων γεωργών 18-25 ετών.
Σημαντικό είναι το ποσοστό αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η
συντριπτική πλειοψηφία τους είναι φυτικής κατεύθυνσης.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώνεται ότι η συντριπτική
πλειοψηφία των νέων γεωργών πριν την ένταξή τους στο πρόγραμμα
κατοικούσε μόνιμα σε αγροτική περιοχή και είχε καταγωγή από αγροτική
οικογένεια. Οι νέοι γεωργοί στο σύνολό τους δηλώνουν ότι δεν είναι
ικανοποιημένοι από το εισόδημα που απολαμβάνουν, αν και οι περισσότεροι
από αυτούς επιτυγχάνουν ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο από το μέσο ετήσιο
εισόδημα του Έλληνα. Η δυσαρέσκεια αυτή προκύπτει γιατί οι νέοι γεωργοί
συγκρίνουν το εισόδημά τους όχι με αυτό του εργάτη, που είναι κατώτερο
από του μέσου Έλληνα, αλλά με το εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών
και των δημοσίων υπαλλήλων. Οι νέοι αγρότες διαδέχθηκαν, ως επί το
πλείστον, τους γονείς τους στην οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση και
προέβησαν σε αύξηση του μεγέθους των γεωργικών τους εκμεταλλεύσεων
νοικιάζοντας γη.
Η επίδραση της οικονομικής κρίσης
Οι νέοι αγρότες έχουν την άποψη ότι ο ελληνικός αγροτικός τομέας έχει
επηρεαστεί αρνητικά από την οικονομική κρίση σε ποσοστό 53,8% και πολύ
αρνητικά σε ποσοστό 30,8%. Σε ένα πολύ μικρό ποσοστό όμως (11,6%)
θεωρούν ότι ο τομέας αυτός έχει βελτιωθεί. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην
είσοδο νέων προσώπων, στην αναδιάρθρωση κάποιων καλλιεργειών (ρόδι,
μανιτάρι, ιπποφαές, σαλιγκάρια κλπ.), στην αύξηση των γεωργικών
εξαγωγών. Τα αποτελέσματα αυτά προέκυψαν από έρευνα που έκαναν οι
καθηγητές ΤΕΙ Ιωάννης Παπαδόπουλος και Μάριος Τρίγκας με θέμα «Επίδραση
της οικονομικής κρίσης στους νέους έλληνες αγρότες». Η έρευνα, που
παρουσιάστηκε χθες στο 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας,
έγινε με ερωτηματολόγια την περίοδο Σεπτεμβρίου 2011 έως τον Ιανουάριο
του 2012 στις αγροτικές περιοχές Σερρών, Ελασσόνας και Κορίνθου και σε
τυχαίο δείγμα 52 νέων αγροτών.
Το μέσο ποσοστό των πωλήσεων των αγροτικών προϊόντων των νέων αγροτών
στις περιοχές της έρευνας, όπως δήλωσαν οι ίδιοι, δεν παρουσίασε καμία
μεταβολή, αν και το εύρος τους κυμάνθηκε μεταξύ -17,5% έως +38,8%. Το
αντίστοιχο ποσοστό των κερδών τους μειώθηκε κατά -6% (εύρος -10% έως
-55%). «Γίνεται φανερό ότι η επίδραση της οικονομικής κρίσης δεν έχει
μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις στις πωλήσεις και τα κέρδη των νέων αγροτών
συγκριτικά πάντα με άλλους ελληνικούς κλάδους, όπως π.χ. οικοδομικός
και επίπλου», αναφέρουν οι επιστήμονες. Οι προβλέψεις που γίνονται από
τις ίδιες τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις για το πώς θα διαμορφωθεί η
κατάσταση του αγροτικού τομέα το αμέσως προσεχές έτος δείχνουν να
διακατέχονται από μια απαισιοδοξία. Το 65% αυτών διαβλέπουν ότι η
κατάσταση θα χειροτερεύσει. Σχεδόν το 1/5 αυτών θεωρούν ότι η κατάσταση
δεν θα μεταβληθεί και θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα του 2011, ενώ
αντίθετα το 14,5% αυτών διαβλέπει μια μικρή βελτίωση.
Οι άμεσες ενέργειες που έχουν λάβει οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις της
έρευνας για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης είναι πρωτίστως η
αύξηση της παραγωγής των προϊόντων τους κατά 50% και η μείωση των τιμών
τους σε ποσοστό 38,5%, και λιγότερο η σύναψη δανείων (17,3%) και η
αύξηση τιμών (15,4%). Για το άμεσο μέλλον οι ενέργειες στις οποίες
προτίθενται να προβούν οι νέοι αγρότες αφορούν κυρίως συνεργασίες με
άλλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις σε ποσοστό 36,5%, καθώς και νέες
συνεργασίες και υποστήριξη από φορείς όπως πανεπιστήμια, ΤΕΙ, ερευνητικά
κέντρα, διευθύνσεις αγροτικής ανάπτυξης κλπ., σε ποσοστό 11,5%. Το ίδιο
ποσοστό σκέφτεται σοβαρά την πώληση της αγροτικής του εκμετάλλευσης και
μόνο το 3,8% είναι τόσο απογοητευμένο που εξετάζει το ενδεχόμενο
εγκατάλειψης του επαγγέλματος του αγρότη. Επιπροσθέτως προτείνονται: η
ενασχόλησή τους με εναλλακτικές καλλιέργειες, η μεταποίηση του γάλακτος
και η αφιέρωση περισσότερου χρόνου εργασίας στην εκμετάλλευσή τους. Σε
σχετική ερώτηση με την πρόθεση των νέων αγροτών να τροποποιήσουν τις
σημερινές τους αγροτικές καλλιέργειες, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών
(59,6%) δηλώνουν ότι θα την αυξήσουν, το 25% θα την τροποποιήσουν, το
3,8% θα τη μειώσουν και το 5,8% δεν θα κάνει καμία απολύτως αλλαγή.
Ο ρόλος της εργασίας των μεταναστών
Θετική κρίνουν τη συμβολή των μεταναστών ως εργατική δύναμη στη γεωργία
οι ελαιοπαραγωγοί της Σούρπης Μαγνησίας, όπου έγινε περιπτωσιολογική
μελέτη σε ελαιοκομικές εκμεταλλεύσεις. Στη μελέτη του γεωπόνου
Λάμπρου-Νίκου Μάρου και της καθηγήτριας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου
Αθηνών Ισαβέλλας Γιδαράκου, ερευνήθηκε ο ρόλος της εργατικής δύναμης των
μεταναστών στη λειτουργία της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Η ξένη
εργατική δύναμη τονίστηκε ως η κύρια συμβολή από το 69% των παραγωγών,
καθώς εξασφάλισε εργατικά χέρια με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της
συνέχισης λειτουργίας της εκμετάλλευσης. «Η θεωρία περί ανταγωνισμού των
θέσεων εργασίας μεταξύ ξένου και γηγενούς εργατικού δυναμικού, παρότι
υποστηρίζεται από την πλειονότητα των παραγωγών (75,6% πιστεύουν ότι
αυξάνει την ανεργία), φαίνεται πως δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη»,
σύμφωνα με τους επιστήμονες. Η απροθυμία των γηγενών εργατών να
ασχοληθούν με εργασίες χαρακτηρισμένες ως «μεταναστευτικές» απομειώνει
τη σημασία του ανταγωνισμού.
Η μείωση του εργατικού κόστους σε σχέση με τη χρήση ελλήνων εργατών
επισημαίνεται, αλλά ως δευτερεύουσα θετική επίπτωση. Οι απαντήσεις των
παραγωγών σχετικά με την εργασία των ίδιων και των μελών της οικογένειας
υποστηρίζουν τον ρόλο των μεταναστών στην αναδιάταξη της οικογενειακής
εργασίας, αλλά κυρίως προς την κατεύθυνση της μείωσης του χρόνου
απασχόλησης και της αποφυγής βαριών εργασιών στην εκμετάλλευση (62,2%). Η
απαλλαγή από βαριές εργασίες αποτυπώθηκε ως η κυριότερη συμβολή (51,4%)
και στην περίπτωση των συζύγων. Όπως προέκυψε από τις απαντήσεις των
ερωτώμενων (98%), οι μετανάστες αποτελούν μόνιμους κατοίκους της
περιοχής έρευνας.
Ο αριθμός των μεταναστών-εργατών ανά εκμετάλλευση κυμαίνεται από 2 έως 4
άτομα, είναι σχετικά νέοι στην ηλικία (έως 40 ετών το 82,2%), συνήθως
ανήκουν στην ίδια οικογένεια (77,8% των περιπτώσεων), ζουν μόνιμα στην
κοινότητα (97,8%) και στην πλειονότητά τους κατέχουν νομιμοποιητικά
έγγραφα. Στην πλειονότητα είναι άνδρες, αλλά η φύση των εργασιών της
ελιάς (π.χ. συλλογή καρπού) ευνοεί και τη γυναικεία συμμετοχή, η οποία
παρατηρείται στο 62,2% των εκμεταλλεύσεων. Το 70% των περιπτώσεων είναι
αλβανικής καταγωγής, που μπορεί να εξηγηθεί από την περιφερειακή
διαφοροποίηση της συγκέντρωσης των μεταναστών ίδιας εθνοτικής καταγωγής,
όπως κυρίως αλβανικής καταγωγής στη Θεσσαλία. Ακολουθούν οι Βούλγαροι. Η
μόνιμη συνεργασία ενός σημαντικού μέρους των παραγωγών (54,8%) με
ορισμένους μετανάστες φανερώνει μια καλή επαγγελματική σχέση μεταξύ των
δύο μερών, γεγονός που αποτυπώθηκε και σε άλλες περιπτωσιολογικές
έρευνες.
ΑΓΡΟΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ Θέμα πολιτικής βούλησης η ανανέωση
Στον νέο νόμο 4015/2011 για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς αναφέρθηκε
στο συνέδριο ο λέκτορας του πανεπιστημίου Πελοποννήσου Μιχαήλ Φεφές,
υπογραμμίζοντας ότι εμφανίζει αστοχίες. «Ο στόχος της διαδικασίας
εκκαθάρισης των συνεταιρισμών και η απαλλαγή από τους πρωτοβάθμιους και
δευτεροβάθμιους συνεταιρισμούς-σφραγίδες, των οποίων ο μόνος λόγος
ύπαρξης ήταν η ψήφος στην εκλογή οργάνων των ΕΑΣ και της ΠΑΣΕΓΕΣ, είναι
σωστός. Με τον τρόπο αυτό μπορεί το απαξιωμένο συνεταιριστικό κίνημα να
αναζωογονηθεί», σύμφωνα με τον κ. Φεφέ. Ωστόσο, η διαδικασία είναι
περιττή, υποστηρίζει ο λέκτορας, καθώς ο υπάρχων νόμος 2810/2000 έδινε
όλα τα όπλα στην εποπτεύουσα αρχή να ελέγχει τους συνεταιρισμούς και να
οδηγεί στη λύση ή στην εκκαθάριση όσους δεν τηρούσαν τις διατάξεις του
νόμου. «Η εκκαθάριση των ανενεργών συνεταιρισμών ήταν καθαρά θέμα
πολιτικής βούλησης και εφαρμογής των διατάξεων του νόμου και όχι θέμα
νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας», υπογραμμίζει ο ίδιος. Μέχρι σήμερα, κατά
τον κ. Φεφέ, δεν φαίνεται να γίνεται με τον νέο νόμο μια νέα αρχή και
μια σοβαρή διάθεση αντιμετώπισης του φαινομένου. Η διαδικασία που
προβλέπεται είναι ασαφής, θέτει προθεσμίες που είναι δύσκολο να τηρηθούν
και, κυρίως, η ίδια η διοίκηση δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει τον
νόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου