Αντώνης Καρακούσης
Τα πολεμικά μέτωπα, η νίκη του Ισραήλ, η πτώση του Άσαντ, η ενίσχυση της Τουρκίας, η έλευση Τραμπ και τα ευρωπαϊκά διλήμματα θα ορίσουν τις εξελίξεις.
Το 2024 απεδείχθη έτος εξαιρετικά ταραχώδες, με πολιτικές εξελίξεις απρόβλεπτες, φορές παράλογες και δυσεξήγητες. Αποτέλεσμα προφανώς των νέων καιρών, των νέων ηθών και των νέων ιδιόμορφων συνθηκών που επικράτησαν στο διεθνές στερέωμα τα τελευταία αρκετά χρόνια.
Τα δύο μεγάλα πολεμικά μέτωπα, της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, παρέμειναν ενεργά και απέδωσαν καθοριστικά για τη συνέχεια γεγονότα. Οι πολλές αβεβαιότητες των εξελισσόμενων γεωπολιτικών ανακατατάξεων διατηρήθηκαν ακέραιες και αρκούντως απειλητικές τόσο για την παγκόσμια ασφάλεια όσο και για τη διεθνή οικονομική σταθερότητα.
Το τέλος του 2024 βρήκε την Ουκρανία υποχωρούσα απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα και υπεροχή. Η θερινή της αντεπίθεση στο ρωσικό έδαφος, στη ζώνη του Κουρσκ, δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα εδαφικά οφέλη που θα ενίσχυαν τη διαπραγματευτική της θέση, παρά, αντιθέτως, κατέστησαν επιθετικότερη τη Ρωσία που έσπευσε να δοκιμάσει νέα διηπειρωτικά όπλα και να δηλώσει σε όλον τον κόσμο ότι απειλούμενη δεν θα διστάσει ακόμη και την αδιανόητη προσβολή του Κιέβου με πυρηνικά όπλα.
Πλέον η δυτική βοήθεια δεν είναι απεριόριστη, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διστάζουν να προικοδοτήσουν με νέα όπλα και χρήματα τον Ζελένσκι, με αποτέλεσμα να δοκιμάζονται οι αντοχές της ουκρανικής ηγεσίας και όλα να κρέμονται από μια κλωστή.
Παρά τις πολλές φοβίες των Ανατολικοευρωπαίων και των Σκανδιναβών που αξιολογούν ως ιδιαιτέρως σημαντική και απειλητική τη ρωσική επιθετικότητα, το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι η ουκρανική ηγεσία να συρθεί το 2025, θέλοντας και μη, σε μια ετεροβαρή διαπραγμάτευση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εδάφη που θα χάσει.
Στο άλλο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, οι εξελίξεις ορίστηκαν από την ακραία σε έκταση, ένταση και επιμονή επιθετικότητα του Ισραήλ. Η υπέρτερη, σε όπλα, πληροφορίες και κατασκοπευτικά δίκτυα, πολεμική μηχανή του Νετανιάχου επέμενε εξαρχής στη σχεδόν ολοκληρωτική κατεδάφιση της Γάζας και εξόντωση της Χαμάς, ακολούθως επέτυχε σε πρώτη φάση με την υπονόμευση των βομβητών επικοινωνίας να ακινητοποιήσει χιλιάδες μαχητές της Χεζμπολάχ του Λιβάνου και στη συνέχεια να εξοντώσει ολόκληρη την ηγεσία της, με αποτέλεσμα να ελευθερώσει τις αντιμαχόμενες τον Ασαντ τζιχαντιστικές ανταρτικές δυνάμεις και να επιταχύνει τη σχεδόν αναίμακτη ανατροπή του.
Το τέλος του 2024 βρήκε τους τζιχαντιστές αντάρτες της Αραβικής Ανοιξης του 2014 κυρίαρχους στη Δαμασκό, τον Ερντογάν τροπαιούχο, τους τούρκους συμμάχους του «μετριοπαθούς» Τζολάνι να αντιμετωπίζουν τη Συρία ως προτεκτοράτο τους και να διεκδικούν την εκκαθάριση των κουρδικών πολιτοφυλακών και εσχάτως τον έλεγχο της θαλάσσιας ζώνης μεταξύ Κύπρου και Συρίας μέσω της αναμενόμενης συμφωνίας καθορισμού της ΑΟΖ με τη νέα μεταβατική κυβέρνηση της Δαμασκού.
Από αυτές τις καταιγιστικές εξελίξεις το θεοκρατικό Ιράν έχασε όλη την επένδυσή του στη Μέση Ανατολή. Από τον περιβόητο «Αξονα της Αντίστασης» της απέμειναν ενεργοί μόνο οι θρασείς Χούθι της Υεμένης, οι οποίοι και αυτοί, απομονωμένοι όπως είναι, κινδυνεύουν να καταστραφούν λίαν συντόμως.
Το Ισραήλ πλέον οδεύει προς συμφωνία με τα απομεινάρια της Χαμάς στη Γάζα, τείνει να ασφαλίσει τα βόρεια σύνορά του με την εγκατάσταση των δυνάμεών του στον Νότιο Λίβανο και στα υψίπεδα του Γκολάν στη Συρία και μαζί με τους αμερικανούς συμμάχους του προσπαθεί να διατηρήσει ενεργή την προοπτική δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους, στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ Συρίας, Ιράκ και Τουρκίας ώστε να καλυφθεί κατά το δυνατόν από μελλοντικούς κινδύνους.
Το 2025 αναμένεται να κυριαρχηθεί από αυτές τις αντίρροπες επιδιώξεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας και πιθανόν να δώσει πολλά γεγονότα ακόμη στην παραμένουσα εύφλεκτη και μεταβαλλόμενη ζώνη της Μέσης Ανατολής και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις τελευταίες ημέρες του 2024, επ’ αφορμή των εξελίξεων στη Συρία, ηγέρθησαν αμφισβητήσεις για τη βιωσιμότητα του καθεστώτος Σίσι στην Αίγυπτο. Οπως και να έχει, η ευρύτερη αυτή ζώνη μοιάζει ικανή να δώσει στη διάρκεια της καινούργιας χρονιάς νέο κύκλο αλλαγών και γεωπολιτικών μετατοπίσεων, οι οποίες πιθανότατα θα επηρεάσουν και τις ελληνικές υποθέσεις, ιδιαιτέρως όσον αφορά τις σχέσεις με την εντόνως διεκδικητική Τουρκία, που φαντάζεται πως ήλθαν οι χρόνοι επιβεβαίωσης των νεοοθωμανικών ονείρων της.
Σε αυτές τις ιδιόμορφες και εξαιρετικά μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες η Ευρώπη παρέμεινε εν πολλοίς αδρανής και εγκλωβισμένη ανάμεσα στο ενδεχόμενο μιας γενίκευσης του πολέμου και στα αποτελέσματα διαιώνισης της ενεργειακής κρίσης που γέννησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022.
Η οικονομία της συνέχισε να υποφέρει και να παλεύει με το σχεδόν ουτοπικό σχέδιο της πράσινης μετάβασης, η ανταγωνιστικότητά της υποχώρησε έναντι των μεγάλων ανταγωνιστών της και η παραγωγική της ικανότητα επίσης, πιέζοντας αφόρητα τις άλλοτε ευημερούσες και ανεκτικές κοινωνίες. Και η επιρροή της στις διεθνείς εξελίξεις περιορισμένη, έως ανύπαρκτη.
Οι περισσότερες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, και δη της Γερμανίας και της Γαλλίας, αντιμετωπίζουν πολλαπλές κρίσεις, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές, με αποτέλεσμα να αμφισβητούνται εντόνως, οι προηγούμενες πλειοψηφίες να καταρρέουν και νέα σχήματα να πολιορκούν τα παλαιά, διεκδικώντας αλλαγές και ανατροπές που παραπέμπουν στα σκοτεινά χρόνια του Μεσοπολέμου.
Τον περασμένο Νοέμβριο ήλθε επίσης στις ΗΠΑ η νίκη των νεοσυντηρητικών του Ντόναλντ Τραμπ και του εκκεντρικού πολυεκατομμυριούχου συνεταίρου του Ιλον Μασκ να περιπλέξει έτι περαιτέρω την κατάσταση. Οπως συχνά επαναλαμβάνει ο «Economist», η νεοεκλεγείσα αμερικανική ηγεσία, με τις καινούργιες, φορές παράλογες και αντισυστημικές ιδέες που τη συνοδεύουν, θα επιδράσει παντού στον κόσμο και ιδιαιτέρως στη Γηραιά Ηπειρο.
Αυτό το κράμα προστατευτισμού και διεκδίκησης, όπως ορίζεται από το τραμπικό δόγμα «Πρώτα η Αμερική», θα δοκιμάσει τις γεωπολιτικές συνθήκες και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Κατά πάσα πιθανότητα η Ευρώπη το 2025 θα έλθει αντιμέτωπη με το κενό άμυνας και με το επίσης σημαντικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας. Η κάλυψη και των δύο θα απαιτήσει άπειρους πόρους, τους οποίους, όπως έχει επισημάνει ο Μάριο Ντράγκι, είτε θα πρέπει να αναζητήσει μέσω της ανάληψης κοινού χρέους είτε θα εξασφαλίσει μέσω των εθνικών προϋπολογισμών με τη δημιουργία επενδυτικών αποθεμάτων, οι οποίοι θα επιβάλουν ριζικές αλλαγές στο μείγμα οικονομικής πολιτικής.
Το δυστύχημα είναι, όπως προαναφέραμε, ότι οι τρέχουσες ηγεσίες στην Ευρώπη είναι ασθενικές και οι περισσότερες των κυβερνήσεων αμφισβητούνται από εθνολαϊκιστικά σχήματα και δυνάμεις που απολαμβάνουν στήριξη από τον Ντόναλντ Τραμπ και υποστήριξη από τον κατέχοντα ισχυρά επικοινωνιακά δίκτυα και μέσα πολυεκατομμυριούχο Ιλον Μασκ, που τελευταίως παρεμβαίνει ευθέως στις πολιτικές υποθέσεις ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό και ασταθές οικονομικό περιβάλλον θα είναι αναγκασμένη να κινηθεί η σταθερότερη μεν σε σχέση με το παρελθόν, αλλά πάντα ευάλωτη σε εξωτερικές επιδράσεις και επιρροές, Ελλάδα.
Υπό αυτή την έννοια δεν μπορούν να υπάρξουν ασφαλείς προβλέψεις για το επερχόμενο ευτυχές 2025. Η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας θα εισέλθει στη νέα χρονιά προικοδοτημένη από τις επιδόσεις του 2024, αλλά τίποτε δεν εγγυάται τη συνέχεια.
Οπως συνηθίζει να λέει και ένας φίλος, «ο κόσμος κινείται πλέον παράλογα, σαν να έχουν καταρρεύσει οι σταθερές του, τα διαθέσιμα ερμηνευτικά εργαλεία δεν επαρκούν, δεν είναι ικανά να προσφέρουν ασφαλείς προγνώσεις και γι’ αυτό οι καιροί μας είναι αβέβαιοι και εν πολλοίς απρόβλεπτοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου