«Εάν η Ευρώπη παραμείνει στη σημερινή της ρότα, το μέλλον της θα είναι ιταλικό: αυτό του παρακμασμένου, αν και όμορφου, γεμάτου χρέη, υπαίθριου μουσείου για Αμερικανούς και Κινέζους τουρίστες».
Politico 19/12/2024
Τα προδρομικά σημάδια είχαν εμφανιστεί ήδη από την πρώτη προεδρία Τραμπ και τις πρώτες σοβαρές ρωγμές στην παγκοσμιοποίηση και την αστάθεια στις παγκόσμιες «μεγάλες σχέσεις» στο «τρίγωνο» ΗΠΑ - Κίνα - Ε.Ε. Ομως, από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022 τα προδρομικά σημάδια έγιναν εμπεδωμένες τάσεις που ενισχύονται διαρκώς – η επικείμενη επίσημη εγκατάσταση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα είναι απλώς επιταχυντής και όχι η αιτία που αυτές οι τάσεις ενισχύονται.
Σε κάθε περίπτωση, ό,τι συνέβη δεν συνέβη ξαφνικά· απλώς συνειδητοποιήθηκε αργά, όταν ήταν πλέον αδύνατο να αγνοηθεί. Ετσι, η ράθυμη αμεριμνησία των προηγούμενων χρόνων μετασχηματίστηκε μέσα στο 2024 σε ανυπόκριτο πανικό. Αυτό που έχει συμβεί φαίνεται σαν μια ιστορική φάρσα όπου όλα τα πλεονεκτήματα, που εξασφάλιζαν για την Ευρωπαϊκή Ενωση-ευρωζώνη το στάτους της παγκοσμιοποίησης, και ο αργόσυρτος ρυθμός της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» αναιρούνται και μάλιστα κατά κάποιον τρόπο «ακαριαία». Η «υπαρξιακή» κρίση που προκύπτει από αυτό το γεγονός είχε έτος βίαιης ωρίμανσης και συνειδητοποίησης το 2024 και πρόκειται να έχει έτος καμπής το 2025.
Ο «παράδεισος» που χάθηκε
Η «μηχανική» που εγκαθιδρύθηκε στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης στηριζόταν στα εξής βασικά δόγματα:
● Στην προτεραιότητα του οικονομικού στοιχείου: η πολιτική «ενοποίηση» έμεινε για πάντα ατροφική, ενώ η ωρίμανση της ευρωπαϊκή «οικονομικής διακυβέρνησης» καθοδηγούσε το ευρωπρότζεκτ.
● Στις πολιτικές διευθετήσεις και στην επιμέλεια των πολιτικών ισορροπιών μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων της Ε.Ε., στον χαρακτήρα και στην κατανομή των ωφελειών από τις προωθούμενες οικονομικές ολοκληρώσεις. Αυτό παρήγε μια διαρκώς διογκούμενη ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας οι διαδικασίες λήψης των αποφάσεων ήταν δαιδαλώδεις και συχνά ατελέσφορες. Η Ε.Ε.-ευρωζώνη ήταν ένας οικονομικός γίγαντας αλλά γεωπολιτικά μια μεσαία παγκόσμια δύναμη.
● Στο πλαίσιο αυτό, οι χρόνοι ανταπόκρισης της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας στα όποια προβλήματα ήταν ράθυμοι, ώστε να δίνουν χρόνο για τα απαραίτητα παζάρια μεταξύ των «μεγάλων», αλλά και μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών», αλλά και εξαιτίας του κανόνα της ομοφωνίας σε σημαντικά ζητήματα.
Αντί όλα αυτά να οδηγήσουν σε κρίση, έγιναν το «όπιο» των ηγεσιών για έναν και μοναδικό λόγο: επειδή η διεθνής οικονομική συγκυρία και ιδιαίτερα το «στάτους» της παγκοσμιοποίησης εξασφάλισαν για δύο δεκαετίες, μέχρι και την κρίση του 2008, μεγάλα πλεονεκτήματα για τις ηγέτιδες δυνάμεις του Europroject:
● Στους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας μέχρι και το 2008, που εξασφάλισε αγορές για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές – κυρίως τις γερμανικές.
● Στη σχετική υστέρηση της Κίνας, που ήταν περισσότερο αγορά για τα ευρωπαϊκά προϊόντα παρά ανταγωνιστής.
● Πάνω απ’ όλα στην «παγκοσμιοποίηση», που εξασφάλιζε φτηνές πρώτες ύλες, ενδιάμεσα προϊόντα και φτηνή ενέργεια (χάρη και στις καλές σχέσεις με τη Ρωσία) και αγορές για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Υστερα όμως ήρθαν η κρίση του 2008, η άνοδος του Τραμπ και το Brexit για να «υπογράψουν» τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, όπου όλα τα πλεονεκτήματα αντιστρέφονται σε μειονεκτήματα. Η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, το σημείο του οριστικού περάσματος αλλά και το σημείο μη επιστροφής.
Μια «έρημος καινοτομίας»
Στη νέα οικονομική συγκυρία που έχει αναδυθεί, η Ε.Ε. και η ευρωζώνη δεν διαθέτουν πλέον κανένα (!) σοβαρό πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό. Αντίθετα, διαθέτουν μια ολόκληρη λίστα με σοβαρά μειονεκτήματα.
Το κυριότερο όλων: το μειονέκτημα παραγωγικότητας. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας δαπανούν λιγότερο από το 50% σε σχέση με τις αμερικανικές για έρευνα και ανάπτυξη. Ετσι, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες έχουν καρπωθεί κέρδη παραγωγικότητας 40% από το 2005, η ευρωπαϊκή παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη. Το πρόβλημα περιέγραψε με μελανά χρώματα ο Μάριο Ντράγκι στη… διάσημη έκθεσή του, ενώ πρόσφατα η Κριστίν Λαγκάρντ πρόσθεσε τη δική της ετυμηγορία.
Το Politico διαπιστώνει ότι οι υποσχέσεις της στρατηγικής της Λισαβόνας από το μακρινό 2000 για ένα «αποφασιστικό άλμα στις επενδύσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία» αποδείχτηκαν γράμμα κενό. Ο στόχος για δαπάνες 3% του ΑΕΠ για Ερευνα και Ανάπτυξη δεν επιτεύχθηκε ποτέ – οι σχετικές δαπάνες κινούνται μεσοσταθμικά στο 2%, όσο και το 2000!
Ωστόσο, ο βαθμός διάχυσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι πολύ μικρός: το 50% αφορά τη Γερμανία. Ακόμη χειρότερα, το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία. Δύο φορές χειρότερα, στην ίδια την αυτοκινητοβιομηχανία κατευθύνθηκε στη βελτίωση των κινητήρων εσωτερικής καύσης.
Αυτή η άνιση και άστοχη κατανομή των επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη έχει βγάλει εκτός παιχνιδιού την Ε.Ε. στα νέα πεδία της τεχνολογίας: ηλεκτρικά οχήματα, πληροφορική, τεχνητή νοημοσύνη, ηλεκτρονικές πλατφόρμες, ακόμη και τεχνολογίες στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, όπου πλέον τίθεται ραγδαία εκτός… ανταγωνισμού.
Ενα άλλο αποτέλεσμα είναι ότι δεν έχει δημιουργηθεί το εργατικό δυναμικό υψηλής ειδίκευσης για τέτοιες τεχνολογίες, γεγονός που συμφύεται με το άλλο μείζον πρόβλημα, της γήρανσης του πληθυσμού, παράγοντας ένα «υβρίδιο» που έχει τη μορφή στρατηγικού αδιεξόδου.
Το πρόβλημα της έλλειψης χρηματοδότησης «απλώς» επιδεινώνει τραγικά την κατάσταση.
Αν όμως η πληροφορική, η τεχνητή νοημοσύνη και η αυτοκινητοβιομηχανία των ηλεκτρικών αυτοκινήτων μένουν απέξω, τι μένει; Οπως το λέει χαρακτηριστικά το Politico, μένουν οι τεχνολογίες του 19ου αιώνα: τα τρένα και οι μηχανές. Πλην όμως –φευ!– εκεί εμφανίζεται η Κίνα ως επίφοβος ανταγωνιστής.
Κι έτσι η Ε.Ε. και η ευρωζώνη κινδυνεύουν σοβαρά να γίνουν κομπάρσοι σε όλα και να αποτελέσουν σε σύντομο χρόνο τη χλεύη και το προβεβλημένο θύμα των μεγάλων του παγκόσμιου ανταγωνισμού (ΗΠΑ - Κίνας), ενώ ταυτόχρονα θα τις σημαδεύουν οι ρωσικοί πύραυλοι!
Γεωπολιτική… ρελάνς;
Σύμφωνα με μια άλλη έκφραση, η Ευρώπη, που μαζί με την Κίνα ήταν οι easy riders του παγκόσμιου εμπορίου, κινδυνεύει να γίνει το υπαίθριο μουσείο για Κινέζους και Αμερικανούς επισκέπτες.
Απέναντι σε αυτή τη σκληρή και καταδικαστική μοίρα προβάλλει τώρα η «απαίτηση» για ακαριαία μετατόπιση και μετασχηματισμό της Ε.Ε. σε στρατιωτικό και γεωπολιτικό «παίκτη» μεγάλης εμβέλειας, που θα αναλάβει την «ιδιοκτησία» των ζητημάτων «άμυνας και ασφάλειας» που τον αφορούν, πρώτα απ’ όλα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτό το πέρασμα από τον «οικονομισμό» στη γεωπολιτική, από μια κατεξοχήν οικονομική ένωση σε… αξιοσέβαστη γεωπολιτική και στρατιωτική οντότητα, χωρίς μάλιστα να περάσει καν από μια στοιχειώδη πολιτική «ενοποίηση», παραπέμπει μάλλον σε συμμαχίες τύπου 19ου και αρχών του 2ού αιώνα. Αυτό που πιθανολογείται από όλους είναι ξανά ενός είδους «οικονομισμός»: να βρεθεί η φόρμουλα κατανομής και «διαλειτουργικότητας» των στρατιωτικών δαπανών μεταξύ των χωρών-μελών. Κατά τα άλλα, η έννοια της «γεωπολιτικής ενοποίησης» είναι πέρα από τη σφαίρα και της φαντασίας.
Ο Τραμπ, με το γνωστό του δίλημμα ή ανεβάζετε τις στρατιωτικές σας δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ ή επιβάλλω δασμούς στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, έθεσε και τον πήχη για το οικονομικό κόστος της στρατιωτικοποίησης: με δεδομένο ότι μεσοσταθμικά αυτές οι στρατιωτικές δαπάνες δεν έχουν φτάσει καν στο 2% του ΑΕΠ, το κόστος της «αναβάθμισης» μεταφράζεται σε πάνω από 700 δισ. ευρώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου