http://greekworldhistory.blogspot.gr/http://greekworldhistory.blogspot.gr/
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Πύδνα, τελευταία πρωτεύουσα των Μακεδόνων του Περσέα, πλούσιο λιμάνι της Πιερίας στο βόρειο Αιγαίο, είχε τη μοίρα να ζήσει πολλές πολιορκίες, διεκδικήσεις και τραγικές στιγμές πριν πέσει στα χέρια των Ρωμαίων τον 2ο αιώνα π.Χ. Το 432 π.Χ. την πολιόρκησαν πρώτοι οι Αθηναίοι, αλλά επειδή χρειάζονταν όλο το στρατό για την πολιορκία της πιο σπουδαίας Ποτείδαιας, ήρθαν σε συμφωνία με τον Περδίκκα Β', γιο του Αλέξανδρου Α' Φιλέλληνα, κι έλυσαν την πολιορκία, γράφει ο Θουκιδίδης.
Φαίνεται πως οι ''Φιλο-Αθηναίοι'' κάτοικοι της είχαν ζητήσει την προστασία των Αθηναίων, ενώ οι ''Φιλο-Μακεδόνες'', που είχαν από παλιά αναγνωρίσει την κυριαρχία του Αλέξανδρου Α' κι εξασφάλισαν την ανεξαρτησία της πόλης, επιβλήθηκαν. Το 410 / 409 π.Χ. η Πύδνα επαναστάτησε κατά του Πιέριου βασιλιά Αρχέλαου, γιου του Περδίκκα, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων που τον είχαν κηρύξει πρόξενο και ευεργέτη της πόλης τους, επειδή δεν είχε ανεβάσει την τιμή της ξυλείας που τους προμήθευε από την περιοχή του Στρυμόνα.
Ο Αρχέλαος πολιόρκησε την Πύδνα βοηθούμενος απ’ τον Αθηναίο Θηραμένη, αλλά τελικά την κατέλαβε χωρίς Αθηναϊκή βοήθεια και, κατά το Διόδωρο, διέταξε τους κατοίκους της να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν μεσόγεια, κάπου 4 χλμ. Έτσι η πόλη και το λιμάνι της ήταν υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων μέχρι που καταλήφθηκαν πάλι από τον Αθηναίο στρατηγό Τιμόθεο στη διάρκεια της κρίσης διαδοχής που ξέσπασε στη Μακεδονική δυναστεία το 360 π.Χ. Τελικά, τρία χρόνια αργότερα, ο Φίλιππος Β' κατέλαβε την Πύδνα μετά από τη μακρόχρονη πολιορκία της Μεθώνης, στην οποία έχασε το δεξί του μάτι (βληθέντα τοξεύματι).
Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Γ το 323 π.Χ., η μητέρα του Ολυμπιάς κι η σύζυγος του Ρωξάνη με το νεαρό παιδί της Αλέξανδρο Δ' κατέφυγαν στην Πύδνα, όπου τις καταδίωξε ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. Όταν παραδόθηκαν στην πολιορκία του, η μεν Ολυμπιάς εκτελέστηκε αμέσως, η δε Ρωξάνη με το παιδάκι της θανατώθηκαν μυστικά, άγνωστο πού και πότε ακριβώς. Η τραγική Πύδνα έμελλε να συνεχίσει τη ζωή της για άλλο ενάμισυ αιώνα, γινόμενη τελικά η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μέχρι το 168 π.Χ., χρονιά του αφανισμού της από τους Ρωμαίους στην ομώνυμη μάχη. Το φθινόπωρο του 172 π.Χ. Ρωμαϊκά στρατεύματα πέρασαν από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Ο Περσεύς αντί να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον τους συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις για σύναψη μιας συνθήκης που του είχαν προτείνει οι Ρωμαίοι ρίχνοντάς του στάχτη στα μάτια. Στο μεταξύ οι Ρωμαϊκές λεγεώνες προχωρούσαν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα. Αλλά και όταν επιτέλους ο Περσεύς κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αντί να βαδίσει εναντίον των Ρωμαϊκών στρατευμάτων που αποβιβάζονταν στην Ιλλυρία και προχωρούσαν μέσα από τα δύσβατα στενά της ορεινής Ηπείρου, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στο Κίτιον, κοντά στην Πέλλα.
Έτσι τα Ρωμαϊκά στρατεύματα με αρχηγό τον ύπατο Πόπλιο Λικίνιο Κράσσο πέρασαν ανενόχλητα μέσα από την Ήπειρο και έφθασαν στη Θεσσαλία ως τη Λάρισα, όπου ενώθηκαν με τον στρατό που έστειλε για βοήθεια ο Ευμένης της Περγάμου. Η πρώτη σύγκρουση Ρωμαίων και Μακεδόνων έγινε στο Συκούριο και μολονότι ο Ρωμαϊκός στρατός ήταν αριθμητικά σχεδόν ίσος με τον στρατό του Περσέως, οι στρατηγικές ικανότητες του Κράσσου φαίνεται ότι ήταν ανύπαρκτες και οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν και μεγάλα τμήματα του στρατού τους διασκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους.
Ούτε αυτή την ευκαιρία μπόρεσε όμως να εκμεταλλευθεί ο Περσεύς. Ενώ λογικά θα έπρεπε να καταδιώξει και να συντρίψει τον Ρωμαϊκό στρατό και παράλληλα να εξεγείρει τις Ελληνικές πόλεις-κράτη στα νώτα των Ρωμαίων, δεν το έκανε. Δεν το έκανε διότι θα χρειαζόταν να ξοδέψει αρκετά χρήματα και ενώ ήταν πάμπλουτος ήταν επίσης και υπερβολικά φιλάργυρος. Τσιγκουνεύτηκε να πληρώσει και άλλους στρατιώτες.
Η διορατικότητά του ήταν τόσο ανύπαρκτη ώστε δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε την αγανάκτηση των Ελλήνων εναντίον των Ρωμαίων που προκάλεσαν οι αγριότητες του ναυάρχου Γάιου Λουκρητίου στη Θίσβη, στην Αλίαρτο και στην Κορώνεια και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων τους. Ωστόσο, παρά την κοντόφθαλμη πολιτική του, ο Περσεύς, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες αποτυχίες, στο πεδίο της μάχης ουσιαστικά παρέμενε αήττητος. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος μελετώντας την κατάσταση αντικατέστησε τον Λικίνιο Κράσσο με τον ύπατο Αύλο Οστίλιο Μαγκίνο και τον ναύαρχο Γάιο Λουκρήτιο με τον Λεύκιο Ορτήσιο.
Αλλά και αυτοί δεν φάνηκαν πολύ καλύτεροι των προηγουμένων. Έτσι ο Οστίλιος Μαγκίνος αντικαταστάθηκε, την άνοιξη του 169 π.Χ., από τον Κόιντο Μάρκιο Φίλιππο, ο οποίος κατόρθωσε μεν να εξαναγκάσει τους Μακεδόνες να εγκαταλείψουν τα στενά των Τεμπών αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο πέρα διότι συνάντησε σθεναρή αντίσταση στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, στα νότια του Δίου. Είχαν ήδη περάσει σχεδόν τρία χρόνια και η Μακεδονία αντιστεκόταν σθεναρά. Τότε η Σύγκλητος αποφάσισε να στείλει έναν από τους πιο άξιους στρατηγούς της Ρώμης, τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο οποίος ξεκίνησε για την Ελλάδα την άνοιξη του 168 π.Χ.
Ο Αιμίλιος Παύλος δεν ήταν πια νέος. Πλησίαζε τα 60 αλλά ήταν στρατηγός με μεγάλη πείρα. Ο στρατός που είχε στη διάθεσή του αριθμούσε 52.000 πεζούς και 4.500 ιππείς, ενώ ο Μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από περίπου 40.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Ο Αιμίλιος Παύλος βρήκε το Μακεδονικό στρατόπεδο εκεί όπου το είχε αφήσει ο προκάτοχός του, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου προς τη θάλασσα, πίσω από τον ποταμό Ενιπέα, και άρχισε αμέσως τις επιθέσεις εναντίον του.
Γρήγορα όμως ο Ρωμαίος στρατηγός κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον να περάσει με τον στρατό του το ποτάμι. Συγκρότησε λοιπόν ένα απόσπασμα 8.000 ανδρών το οποίο κατόρθωσε να διασχίσει το ποτάμι από κάποιο πέρασμα και να βρεθεί στα νώτα των Μακεδόνων. Στο μεταξύ, για να μην αντιληφθούν οι Μακεδόνες τον στρατηγικό του ελιγμό, ο Αιμίλιος Παύλος συνέχιζε τις κατά μέτωπον επιθέσεις του.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Μία από τις μεγαλύτερες μάχες που έγιναν επί Ελληνικού εδάφους ήταν αυτή της Πύδνας το 168 π.Χ., στην οποία κρίθηκε η Ελληνική ανεξαρτησία. Όσον αφορά την εξέλιξή της, υπάρχουν ακόμα σκοτεινά σημεία. Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι επρόκειτο για σημαντικότατη σύγκρουση μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών μερίδων του αρχαίου κόσμου, στην οποία η προδοσία φαίνεται πως διεδραμάτισε τον ρόλο της. Την άνοιξη του 168 π.Χ. βρισκόταν σε εξέλιξη ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ του ισχυρότατου Ρωμαϊκού κράτους και της σημαντικότερης δύναμης του Ελληνισμού, του Μακεδονικού Βασιλείου.
Κατά τα τρία χρόνια επιχειρήσεων που είχαν προηγηθεί (171 π.Χ. - 169 π.Χ.), οι Μακεδόνες υπό τον βασιλιά Περσέα, με περιορισμένη υποστήριξη άλλων Ελλήνων, είχαν καταφέρει να αποκρούουν με επιτυχία τις διαδοχικές Ρωμαϊκές εισβολές. Με την είσοδο, όμως, στον τέταρτο χρόνο του σκληρού πολέμου, είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται έντονα σημάδια κόπωσης. Ο Περσέας διέγνωσε την κατάσταση αυτή και επιζήτησε την ειρήνευση με διαμεσολαβήσεις (των Ροδίων και του ουδέτερου βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσσία Β'). Οι προσπάθειές του απέτυχαν διότι η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, η οποία διέθετε μεγάλες στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες, είχε αποφασίσει τον ολοκληρωτικό πόλεμο και την καταστροφή της Μακεδονίας.
Κλιμακώνοντας τον πόλεμο οι Ρωμαίοι επιστράτευσαν νέες δυνάμεις και ενίσχυσαν τα σώματά τους τόσο στη Θεσσαλία έναντι του Περσέα, όσο και στην Ιλλυρία έναντι του Γένθιου, ορίζοντας παράλληλα ως διοικητές τους καλύτερους και εμπειρότερους αξιωματικούς τους. Για να ηγηθεί στη νέα εκστρατεία εστάλη στη Μακεδονία ο νεοεκλεγείς ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, λόγω της αναμφισβήτητης στρατηγικής ικανότητας, της σύνεσης, της μεγάλης εμπειρίας και του σεβασμού που ενέπνεε. Ο Λεύκιος γνώριζε, όπως και ο προηγούμενος ύπατος (Μάρκος Φίλιππος), τη νοοτροπία και τα θέματα των Ελλήνων, επιπλέον δε είχε μεγάλη Ελληνική μόρφωση και μιλούσε Ελληνικά.
Το κύριο μέτωπο του πολέμου βρισκόταν στα σύνορα Θεσσαλίας - Μακεδονίας. Ο Περσέας είχε παρατάξει το σύνολο του στρατεύματός του σε μία γραμμή άμυνας κατά μήκος του Ελπειού ποταμού (Ενιπέα), του οποίου την όχθη είχε οχυρώσει κατάλληλα μέχρι τον Όλυμπο. Στις διαβάσεις του τελευταίου είχε εγκαταστήσει φρουρές. Διέθετε συνολικά 4.000 ιππείς και λίγο περισσότερους από 39.000 πεζούς (21.000 φαλαγγίτες, 6.000 υπασπιστές, 12.000 ψιλούς). Ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος έφθασε στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο στις 7 Ιουνίου. Εκεί ήταν συγκεντρωμένες όλες οι δυνάμεις του, οι Ρωμαίοι και οι σύμμαχοί τους, συνολικά 4.200 ιππείς και 44.000 πεζοί (24.000 του βαρέος και 20.000 του ελαφρού πεζικού), σύμφωνα με την επικρατέστερη εκτίμηση.
Στις κοντινές ακτές είχε πλησιάσει ο στόλος (με Ρωμαϊκά και Περγαμηνά πλοία) υπό τον Γναίο Οκτάβιο. Ο Ρωμαίος ύπατος, διαπιστώνοντας την αδυναμία του να διασπάσει με κατά μέτωπο επιθέσεις τις αμυντικές θέσεις των Μακεδόνων στις απόκρημνες και οχυρωμένες όχθες του Ελπειού, οργάνωσε συντονισμένη επιχείρηση στρατού και στόλου για να παραπλανήσει τον αντίπαλό του και να μπορέσουν οι Ρωμαίοι να υπερφαλαγγίσουν την αμυντική γραμμή. Ενώ ο ίδιος ο Αιμίλιος, από τη νότια όχθη του ποταμού όπου ήταν στρατοπεδευμένος, απασχολούσε με συνεχείς επιθέσεις τις απέναντί του εχθρικές δυνάμεις.
Ένα σώμα 5.000 ανδρών επιβιβάστηκε στα πλοία του στόλου και κατευθύνθηκε προς τις ακτές της Πιερίας. Μια επίλεκτη δύναμη 8.500 ανδρών υπό τους Σκιπίωνα Νασικά και Φάβιο Μάξιμο Αιμιλιανό (γιο του υπάτου) κινήθηκε προς τα πίσω, δήθεν για να επιβιβαστεί και αυτή στα πλοία. Αντί αυτού στράφηκε δυτικά και ανέβηκε τα δύσβατα μονοπάτια της Καλλιπεύκης (από όπου είχε περάσει ο Μάρκος Φίλιππος το 169 π.Χ.). Βαδίζοντας επί τρεις ημέρες μόνο τη νύκτα οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να διασχίσουν τον Κάτω Όλυμπο, να στραφούν βόρεια και να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στην Ελληνική φρουρά της διάβασης του Πυθίου, την οποία και εξουδετέρωσαν.
Ακολούθως με τη βοήθεια Θεσσαλών οδηγών (και προδοτών) παρέκαμψαν το οχυρό της Πέτρας και κατέβηκαν στην πεδιάδα της Πιερίας πίσω από την Ελληνική αμυντική γραμμή του Ελπειού. Ο Περσέας, αντιμετωπίζοντας τη μετωπική επίθεση του Αιμιλίου, επίθεση στα νώτα του από τον Νασικά και κίνδυνο απόβασης (από τους 5.000 άνδρες που είχαν επιβιβαστεί στα πλοία του στόλου), διέταξε την εγκατάλειψη των θέσεων και τη γρήγορη υποχώρηση του στρατού του προς την οχυρή πόλη της Πύδνας. Στην πεδιάδα πίσω από τον ποταμό Λεύκο στρατοπέδευσε, αποφασισμένος να πολεμήσει εκεί και να μην επιτρέψει στον εχθρό την εισβολή στα πάτρια εδάφη.
Ο Αιμίλιος, μόλις αντιλήφθηκε την αποχώρηση των Ελλήνων, διέταξε προέλαση και αφού συνενώθηκε με τις δυνάμεις του Νασικά οδήγησε όλο το στράτευμά του απέναντι από τους αντιπάλους (μεσημέρι της 21ης Ιουνίου). Εκεί, υπό την κάλυψη προφυλακών μπροστά στο ποτάμι, στρατοπέδευσε λίγο πιο πίσω, στην πλαγιά του βουνού Ολόκρου. Τη νύκτα 21 / 22 Ιουνίου σημειώθηκε έκλειψη σελήνης, η οποία τρόμαξε και τα δύο στρατεύματα. Ο Αιμίλιος όμως, ο οποίος είχε και ιερατικό αξίωμα, πέτυχε να ερμηνεύσει θετικά για τον στρατό του το θαυμαστό φαινόμενο, αντίθετα από τους μάντεις των Μακεδόνων που είδαν σε αυτό άσχημες εξελίξεις και κατάλυση του βασιλείου.
ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Έτσι βρέθηκαν αντιμέτωποι το ζεστό εκείνο πρωινό του Ιουνίου στην όμορφη κοιλάδα της Μακεδονίας ανάμεσα από τα δύο ποτάμια τον Αίσωνα και τον Λεύκο, οι στρατοί των δύο Αυτοκρατοριών. Στην βόρεια όχθη του Λεύκου, ήταν ο Περσεύς με τον στρατό του. Στα δεξιά της παρατάξεως ήταν, όπως απαιτούσε η παράδοση, το βαρύ ιππικό και δίπλα του οι Οδρύσες σύμμαχοι ιππείς υπό τον βασιλιά τους Κότυ. Λίγο πιο αριστερά οι γραμμές του πεζικού, όπου υπήρχαν μαζί με τους Μακεδόνες υπασπιστές και τους άλλους Έλληνες συμμάχους του Περσέα, οι κατάξανθοι Γαλάτες μισθοφόροι.
Στην άλλη άκρη ήταν το Άγημα των Μακεδόνων και οι άγριοι Θράκες οπλισμένοι με την ρομφαία, ένα όπλο σαν πλατύ δρεπάνι που αν κάποιος το χειριζόταν με δύναμη και δεξιότητα, μπορούσε να αποκεφαλίσει με ένα κτύπημα τον αντίπαλο. Και στο κέντρο είχε ήδη λάβει θέσεις το άνθος του Μακεδονικού στρατού, οι πυκνές τάξεις των πεζεταίρων οπλισμένες με την εξάμετρη σάρισα, το ίδιο όπλο των προπάππων τους που πριν διακόσια τόσα χρόνια με αρχηγό τον Αλέξανδρο ξεκίνησαν την εκστρατεία για την κατάλυση του κολοσσιαίου κράτους των Αχαιμενιδών. Παραταγμένοι όπως και τότε σε βάθος δέκα έξι ζυγών σχημάτιζαν την φοβερή Μακεδονική Φάλαγγα.
Είκοσι μία χιλιάδες ήταν σύνολο οι σαρισοφόροι, δέκα χιλιάδες πεντακόσιοι Χαλκάσπιδες και άλλοι τόσοι οι επίλεκτοι Αργυράσπιδες. Επικεφαλής των Μακεδόνων ήταν ο βασιλιάς Περσεύς, που είχε αναλάβει προσωπικά την ηγεσία του ιππικού στην δεξιά πτέρυγα. Από την νότια όχθη φαινόντουσαν οι Ρωμαίοι να παίρνουν τις θέσεις τους στον στενό χώρο μεταξύ του Ολόκρου όρους και του ποταμού. Απέναντι στο εχθρικό ιππικό, στα αριστερά τους, τάχθηκε το δικό τους βαρύ Ρωμαϊκό και Ιταλικό ιππικό μαζί με τους Αφρικανούς συμμάχους, τους Νουμιδούς.
Πιο πίσω οι Έλληνες πελταστές με τις μακριές λόγχες, οι οπλίτες της Αχαϊκής συμπολιτείας που κατά την παλαιά Ελληνική συνήθεια που καταδίκαζαν όλοι αλλά και όλοι εφάρμοζαν, συμμάχησαν με τους αλλοεθνείς εναντίον των άλλων Ελλήνων. Στην δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι πολυάριθμοι Ιταλοί σύμμαχοι Λουκανοί, Βρούττιοι, Καμπανοί, Σάμνιοι και άλλοι, σε δύο ξεχωριστά σώματα, κάτι παραπάνω από δώδεκα χιλιάδες πολεμιστές. Στο ίδιο μέρος τοποθετήθηκαν και οι είκοσι δύο πολεμικοί ελέφαντες την χρησιμότητα των οποίων είχαν μάθει οι Ρωμαίοι με οδυνηρό τρόπο από τον Πύρρο.
Λίγο πιο πίσω σαν στήριγμα, είχαν μπει οι άλλοι Έλληνες, οι ελαφροί οπλίτες από την Πέργαμο που τόσο πολύτιμοι είχαν φανεί στους Ρωμαίους όταν κατήγαγαν την μεγάλη νίκη εναντίον του Σελευκίδη Αντιόχου του Γ' στην Μαγνησία το 191 π.Χ. Στο κέντρο της παρατάξεως είχε τοποθετηθεί το βαρύ πεζικό των Ρωμαίων, περισσότεροι από δέκα χιλιάδες πειθαρχημένοι και καλοεκπαιδευμένοι λεγεωνάριοι, σε δύο ξεχωριστές λεγεώνες. Από την θέση του Περσέα ξεχώριζαν οι κοόρτες με τις βαριές τετράγωνες ασπίδες (scutum), μπροστά οι πρίγκιπες (principes), μετά οι άστατοι (hastatii) και οι βετεράνοι τριάριοι (triarii).
Στο τέλος, να παίρνουν την χαρακτηριστική «πεσσοειδή διάταξη» ή «αβάκιον», ανάλογη δηλαδή με τον τρόπο που είναι τοποθετημένα τα τετράγωνα της σκακιέρας. Και σε μικρή απόσταση μπροστά από τους λεγεωνάριους άρχισαν ήδη να αναπτύσσονται σε αραιή διάταξη οι βελίτες, τα ελαφρά στοιχεία της Λεγεώνας που με βροχή ακοντίων μεριμνούσαν για την φθορά του εχθρού πριν αυτός έλθει σε επαφή με το κύριο σώμα. Αρχηγός των Ρωμαίων ήταν όπως είδαμε, ο ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έμπειρος στρατιωτικός, μορφωμένος και Ελληνομαθής άνδρας και θαυμαστής του Ελληνικού πνεύματος.
Ο ακριβής αριθμός των δυνάμεων που αντιπαρατάχθηκαν στην πεδιάδα της Πύδνας δεν είναι γνωστός και αποτελεί ένα σημείο διαφωνίας μεταξύ των μελετητών. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή (Αγγλόφωνων συγγραφέων) ο Ελληνικός στρατός παρέταξε 43.000 - 44.000 άνδρες, ενώ ο Ρωμαϊκός κάπως λιγότερους (38.000 - 43.000). Η διαφορά είναι αμελητέα. Οι αριθμοί αυτοί, αν εξεταστούν σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων δίδεται από τον Πλούταρχο, που είναι ο ένας από τους (μόλις) δύο συγγραφείς οι οποίοι έγραψαν σχετικά και διασώθηκαν τα κείμενά τους. Ατυχώς δεν έχει διασωθεί το βιβλίο του Πολύβιου, που ήταν σύγχρονος της μάχης και έγραψε γι' αυτήν.
Ο Πλούταρχος λοιπόν αναφέρει ότι κατά την έναρξη των επιχειρήσεων του 168 π.Χ., δηλαδή στα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου, ο Περσέας είχε στη διάθεσή του 4.000 ιππείς και κάτι λιγότερο «τετρακισμυρίων ου πολλοίς αποδέοντες» από 40.000 πεζούς (ας υποθέσουμε 39.600 - 39.800). Απαιτείται προσοχή διότι ο Πλούταρχος αφενός γράφει επί Ρωμαιοκρατίας και αφετέρου δεν φαίνεται να προσέχει ιδιαίτερα τέτοιες λεπτομέρειες: αναφέρει ότι οι 40.000 περίπου πεζοί του Περσέα ήταν «εις φάλαγγα», κάτι που δεν γίνεται από κανέναν δεκτό. Η φάλαγγα αποτελείτο από 21.000 μαχητές, αριθμό ήδη πολύ μεγάλο – κατά το παρελθόν δεν τον είχε φθάσει ποτέ.
Με αυτούς τους πολεμιστές ο Έλληνας ηγεμόνας αμύνθηκε στα στρατηγικά σημεία των συνόρων Θεσσαλίας - Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, ο ίδιος με τη βασική του δύναμη κρατούσε την κύρια δίοδο στον Ελπειό ποταμό, ενώ άλλοι διοικητές ανέλαβαν τη φύλαξη των ορεινών διαβάσεων του Ολύμπου. Η επίθεση των Ρωμαίων στη διάβαση του Πυθίου, η συμπλοκή που επακολούθησε, η ήττα των Ελλήνων της φρουράς (που δεν μπορεί να ήταν 10.000 μισθοφόροι, αφού δεν διέθετε τόσους το μακεδονικό στράτευμα - άλλη μια περίπτωση στην οποία ο Πλούταρχος δεν ακριβολογεί) και η αναδίπλωσή τους, καταδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών απωλειών, ώστε να δικαιολογείται η απομάκρυνση από την αποστολή τους.
Από τους 12.000 άνδρες της φρουράς οι 1.000 - 1.500 μπορούν να θεωρηθούν εκτός μάχης (νεκροί, βαριά τραυματίες, αιχμάλωτοι). Μερικές ελαφρές απώλειες θα είχε ο Περσέας και στις κατά μέτωπο επιθέσεις των Ρωμαίων στην οχυρωμένη γραμμή του Ελπειού. Το σύνολο των απωλειών κατά τους μήνες Μάιο - Ιούνιο μπορεί εύλογα να εκτιμηθεί σε 2.000 άνδρες, τους οποίους, με βάση τις ενδείξεις (εξάντληση των δυνατοτήτων επάνδρωσης από πλευράς Μακεδονίας, ανάγκη φρούρησης των παραλίων έναντι πιθανών αποβάσεων των Ρωμαίων), δεν μπορούσε να αναπληρώσει ο Μακεδόνας βασιλιάς.
Κατά συνέπεια οι Ελληνικές δυνάμεις που παρατάχθηκαν για μάχη δεν μπορεί να ήταν περισσότερες από 42.000 άνδρες. Το πιθανότερο είναι να ήταν κατά τι λιγότερες. Ο αριθμός των Ρωμαϊκών δυνάμεων δίδεται από τον Τίτο Λίβιο, ο οποίος συνέγραψε ιστορία κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες, εξύμνησε την πατρίδα του τη Ρώμη και τα επιτεύγματά της σε βαθμό υπερβολικό και γενικότερα έγραψε με τρόπο που δεν τον καθιστά ούτε αμερόληπτο ούτε πάντα αξιόπιστο. Με βάση αυτές τις παραδοχές πρέπει να εκτιμηθούν και οι υπολογισμοί του.
Είναι γνωστό από τους συγγραφείς, αφενός ότι το ρωμαϊκό κράτος είχε κινητοποιήσει κατά τις αρχές του τέταρτου χρόνου του πολέμου άνω των 100.000 πολεμιστών για τα δύο χερσαία μέτωπα και τον πόλεμο στη θάλασσα και αφετέρου ότι ο νέος ύπατος, ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έμπειρος και δυναμικός ηγέτης, απαίτησε και πέτυχε να ανέλθει πάλι η δύναμη του εκστρατευτικού σώματος στο μέτωπο της Θεσσαλίας στους 40.000 μαχητές. Δεν γνωρίζουμε όμως με ακρίβεια αν σε αυτούς υπολογίζονται μόνο τα Ρωμαϊκά - Ιταλικά στρατεύματα ή συνυπολογίζονται και οι σύμμαχοι που συνέπρατταν επί τόπου, δηλαδή άλλοι Έλληνες, Περγαμηνοί από τη Μικρά Ασία, Νουμιδοί από την Αφρική κλπ.
Ορθότερο φαίνεται το πρώτο, να εννοούνται δηλαδή μόνο οι Ρωμαίοι - Ιταλοί, οπότε οι άλλοι σύμμαχοι (περίπου 8.000 άνδρες) πρέπει να προστεθούν σε αυτόν τον αριθμό (των 40.000 Ρωμαίων), ανεβάζοντάς τον στους 48.000. Ο τελευταίος αριθμός φαίνεται να ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στις ανάγκες του κύριου μετώπου, όπου αντιμετωπιζόταν ο ισχυρότερος και πιο αξιόμαχος αντίπαλος (ο Μακεδονικός στρατός του Περσέα), τη διοίκηση εκεί είχε ο ύπατος και οι Ρωμαίοι ήταν επιτιθέμενοι εναντίον μιας οχυρωμένης τοποθεσίας.
Αντίθετα στο άλλο μέτωπο, εκείνο της Ιλλυρίας, ο αντίπαλος ήταν σχετικά ολιγάριθμος (ο Ιλλυρικός στρατός έφθανε το πολύ τους 16.000 μαχητές), όχι ιδιαίτερα επίφοβος, σε επιχειρήσεις με δευτερεύουσα σημασία και με τη διοίκηση εκεί να την έχει ένας στρατηγός (ο Λεύκιος Ανίκιος). Δεν φαίνεται λοιπόν ορθό για τους μεθοδικούς Ρωμαίους στο κύριο μέτωπο, εκεί όπου αντιμετώπιζαν 43.000 αντιπάλους και η σύγκρουση ήταν κρίσιμη, να διαθέτουν μόνο 40.000 άνδρες και στο δευτερεύον μέτωπο, όπου αντιμετώπιζαν 16.000 άνδρες, να απασχολούν 30.000.
Οι Ρωμαίοι ηγέτες τον χειμώνα του 169 - 168 π.Χ. μεθόδευσαν πολύ σοβαρά τις κινήσεις τους, επέλεξαν τους κατάλληλους διοικητές και τους διέθεσαν αντίστοιχες δυνάμεις και εξοπλισμό. Ενήργησαν δηλαδή ορθολογικά. Έτσι είναι λογικότερο να θεωρήσουμε ότι ενίσχυσαν ιδιαίτερα το βασικό τους μέτωπο εναντίον του βασικού τους αντιπάλου, φροντίζοντας η δύναμή τους να είναι ανώτερη από εκείνη των εχθρών τους οποίους ήθελαν να καταβάλουν. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο Αιμίλιος Παύλος, φθάνοντας στο μέτωπο, είχε στη διάθεσή του τουλάχιστον 48.000 πολεμιστές.
Μέχρι την τελική σύγκρουση στην πεδιάδα της Πιερίας ο Ρωμαϊκός στρατός είχε κάποιες απώλειες. Αυτές (το πιθανότερο μερικές εκατοντάδες) προήλθαν τόσο από τις μάταιες επιθέσεις του εναντίον των οχυρωμένων, πίσω από τη γραμμή του Ελπειού, Ελλήνων, όσο και κατά την επίθεσή τους εναντίον της διάβασης του Πυθίου, την οποία πέτυχαν και εκπόρθησαν αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους τους (το πιθανότερο με περιορισμένες απώλειες). Επιπλέον ο Αιμίλιος είχε επιβιβάσει 5.000 άνδρες του σε πολεμικά πλοία, τα οποία περιέπλεαν και απειλούσαν τις ακτές της Πιερίας, της Βοττιαίας (σημερινής Ημαθίας) και της Χαλκιδικής (του Θερμαϊκού κόλπου γενικότερα).
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η δύναμη επανενώθηκε με τις μονάδες που οδηγούσε ο Αιμίλιος, συνεπώς δεχόμαστε ότι δεν συνέπραξε στη μάχη. Με βάση τα παραπάνω φαίνεται πως στην πραγματικότητα αντιπαρατάχθηκαν 41.000 - 42.000 Έλληνες έναντι λίγο περισσότερων από 42.000 Ρωμαίων, σε μία από τις πιο μεγάλες και καθοριστικές μάχες του αρχαίου κόσμου που έγιναν επί Ελληνικού χώρου.
Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Στις 22 Ιουνίου οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν για την αποφασιστική αναμέτρηση. Το πρωί πέρασε χωρίς κανένας στρατός να ριψοκινδυνεύσει τη διάβαση του ποταμού και την επίθεση υπό τους δυσμενείς όρους που αυτή συνεπαγόταν. Το μεσημέρι όμως, από ένα τυχαίο γεγονός μεταξύ των προφυλακών, δόθηκε το έναυσμα της μάχης. Αρχικά συγκρούστηκαν, λόγω ενός διαφυγόντος αλόγου (το οποίο κατά τον Πλούταρχο άφησαν επίτηδες οι Ρωμαίοι για να προκαλέσουν την εχθρική επίθεση - κάτι που δεν επιβεβαιώνεται), 800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο με 3.000 πεζούς (5 κοόρτες) και 120 ιππείς Ιταλούς. Αμέσως άλλοι Θράκες έσπευσαν σε βοήθεια των δικών τους διαβαίνοντας το ποτάμι, ενώ ενισχύονταν και οι Ιταλοί.
Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων για τη συμπλοκή, που φαινόταν να εξελίσσεται υπέρ τους, οδήγησε τον Περσέα να διατάξει γενική επίθεση. Οι δυνάμεις του περνώντας τον Λεύκο ήταν παρατεταγμένες ως εξής: Το σύνολο του ιππικού δεξιά (4.000 καλά εκπαιδευμένοι και έμπειροι ιππείς), δίπλα τους οι συμμαχικές μονάδες ελαφρού πεζικού και το ένα σώμα των υπασπιστών από 3.000 άνδρες. Στο κέντρο υπήρχε η φάλαγγα σε δύο κέρατα, δεξιά οι αργυράσπιδες (10.500 πολεμιστές) και αριστερά οι χαλκάσπιδες (άλλοι 10.500). Στην αριστερή πλευρά βρισκόταν το άλλο σώμα των υπασπιστών, το «άγημα», από 3.000 άνδρες και σώματα Θρακών και Παιόνων ψιλών.
Η διάταξη μάχης του Ελληνικού στρατού φαίνεται κλασική: στο κέντρο η φάλαγγα, προστατευμένη στα ευαίσθητα πλευρά της από ψιλούς, και όλο το ιππικό δεξιά. Εκτός της αυτονόητης χρήσης της φάλαγγας για κεντρικό κτύπημα, γίνεται αντιληπτό, χωρίς να είναι σαφές, κάποιο συνολικότερο σχέδιο μάχης. Μάλλον ο Περσέας και οι στρατηγοί του απέβλεπαν στην απομόνωση του εχθρικού κέντρου και στη συντριβή του από τη φάλαγγα, ενώ το ιππικό πιθανώς θα ανελάμβανε την αντιμετώπιση του ισάριθμου σχεδόν εχθρικού. Οι Ρωμαϊκές δυνάμεις που παρατάχθηκαν στην άλλη όχθη του ποταμού Λεύκου, είχαν το ιππικό αριστερά και δίπλα του σώματα συμμάχων ψιλών (Έλληνες, Λίγυες και Νουμίδες).
Στο κέντρο βρίσκονταν, μπροστά οι γροσφομάχοι (ελαφρά οπλισμένοι) και πίσω τους οι λεγεωνάριοι σε τρεις σειρές (άστατοι, πρίγκιπες, τριάριοι). Οι μονάδες των Ιταλών συμμάχων (βαρύ πεζικό αντίστοιχο των λεγεωναρίων, που λάμβανε θέση εκατέρωθεν αυτών, γι' αυτό λεγόταν «πτέρυγα»), βρέθηκαν δεξιά τους. Πιο πέρα τάχθηκαν, λόγω της εξέλιξης της αρχικής σύγκρουσης, 120 ιππείς, 22 (κατ' άλλους 34) ελέφαντες και τα σώματα των συμμάχων ψιλών (Περγαμηνοί κ.ά.). Η διάταξη των Ρωμαίων δεν ταίριαζε με τη συνήθη, δηλαδή τις Ρωμαϊκές μονάδες στο κέντρο, τις Ιταλικές στις πτέρυγες εκατέρωθεν των Ρωμαϊκών και τις συμμαχικές ακόμα πιο πλευρικά.
Δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί αν αυτό ήταν αποτέλεσμα σχεδίου ή προέκυψε από τη βιαστική παράταξη για μάχη. Αν συνέβη το δεύτερο, δηλαδή η ταχεία σύνταξη προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Ελληνική έφοδος, κλονίζεται η αξιοπιστία του Πλούταρχου περί υποκίνησης της Ελληνικής επίθεσης (με το τέχνασμα του αλόγου) και οι Ρωμαίοι - Ιταλοί παρατάχθηκαν για μάχη χωρίς να ακολουθήσουν την τυπική τους διάταξη, κάτι αρκετά περίεργο. Το αίνιγμα γίνεται ακόμα πιο μυστηριώδες αν λάβουμε υπόψη την άλλη πληροφορία του Πλούταρχου περί κανονικής Ρωμαϊκής σύνταξης και διενέργειας επίθεσης ταυτόχρονα με την Ελληνική.
Γνώση εναντίον Δεισιδαιμονίας
Όταν ο Περσεύς αντιλήφθηκε ότι οι Ρωμαίοι πάνε να τον περικυκλώσουν αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Πύδνα, στα βόρεια της σημερινής Κατερίνης. Ο Ρωμαϊκός στρατός ακολούθησε τον Περσέα, ο οποίος είχε παρατάξει τον στρατό του στην πεδιάδα μπροστά από την πόλη της Πύδνας. Ο Περσεύς, μολονότι ήξερε ότι η τοποθεσία δεν ήταν ιδανική, αναγκάστηκε να ετοιμαστεί για τη μάχη. Τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουνίου του 168 π.Χ. έγινε έκλειψη σελήνης. Οι Μακεδόνες, βλέποντας ξαφνικά το φεγγάρι να χάνεται από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, πανικοβλήθηκαν μπροστά σ' αυτόν τον «κακό οιωνό».
Το ίδιο συνέβη και στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, μόνο που εκεί υπήρχε ο αστρονόμος Σουλπίκιος Γάλλος, ύπαρχος του Αιμιλίου Παύλου, ο οποίος εξήγησε στους στρατιώτες ότι δεν πρόκειται για οιωνό αλλά για φυσικό φαινόμενο. Έτσι οι Ρωμαίοι κοιμήθηκαν ήσυχοι ενώ οι Μακεδόνες παρακαλούσαν τους θεούς να μην τους καταστρέψουν.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η μάχη πήρε τ’ όνομα από τον Πλούταρχο, που έδωσε και την ώρα (περί δείλην - γύρω στο δειλινό) που χάθηκε η Μακεδονία και η Ελλάδα. Την ημερομηνία τη μάθαμε απ’ τους αστρονόμους, πάλι χάρη στον Πλούταρχο που ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια την έκλειψη σελήνης που έγινε την παραμονή της μάχης. Σύμφωνα με τα λόγια του, ο Ρωμαίος στρατηγός Lucius Aemilius Paullus Macedonicus (το τελευταίο επίθετο- cognomen του το έδωσε η σύγκλητος τιμητικά μετά το 168) κατεβαίνοντας με το 17χρονο γιο του Scipio Aemilianus Africanus από τις υπώρειες του Ολύμπου προς την ακτή, αντίκρισε την ''φάλαγγα συντεταγμένην ήδη και συνεστώσαν'' (ίσως διπλή) των Μακεδόνων, ''όμως πρό της Πύδνης υπομένοντα πειράσθαι μάχης αναγκαίον ήν''.
Έτσι, αντί να επιτεθεί ο Αιμίλιος, προτίμησε να σκάψει χάρακα (οχύρωμα) και να προσφέρει σπονδές και θυσίες στους θεούς του Ολύμπου με τα Λατινικά ονόματα, το βράδυ της 21ης Ιουνίου του 168 π.Χ. αλλά και το επόμενο πρωί. Ο Πλούταρχος συμπληρώνει ότι οι πρωινές θυσίες ήταν αφιερωμένες στον Ηρακλή, αλλά ο κακότυχος Ρωμαίος δεν πήρε κανένα ευνοϊκό χρησμό μέχρι το 21ο σφάγιο, οπότε οι μάντεις του συμφώνησαν πως θα νικούσε τον Περσέα μόνο αν δεν έσπευδε σε επίθεση, αλλά αντίθετα αν έκανε άμυνα (αμυνομένοις).
Ας πάμε πίσω στο χρόνο για να δούμε πώς ο πανούργος Αιμίλιος, μαζί με το στόλο και τον Σκιπίωνα που ακολουθούσε με 30 Νουβιανούς ελέφαντες, είχε ξεκινήσει από το Πύθιον, διέσχισε τη δίοδο της Πέτρας και έφτασε στην τελευταία πρωτεύουσα της Μακεδονίας για να υπογράψει το τραγικό τέλος της. Πόσες μέρες κράτησε η Ρωμαϊκή εκστρατεία; Πού και πώς έστησε το στρατό, το ιππικό, τους ελέφαντες και το στόλο του; Με πιο τρόπο νίκησε τη Μακεδονική φάλαγγα και τους ακατανίκητους πεζέταιρους και ασθέταιρους ιππείς του Περσέα; Τέλος, πώς ξεκίνησε και πώς χάθηκε εκείνη η δραματική μάχη ένα δειλινό, πριν 22 αιώνες, δίπλα στη Μεθώνη, όπως μας θυμίζει ο Στράβων με τη φράση:
''Εν μέν τώ πρό της Πύδνης πεδίω Ρωμαίοι εν δέ τω πρό τής Μεθώνης πεδίω γενέσθαι συνέβη Φιλίππω''.
Όπως μας λένε οι αρχαίες πηγές, ο Αιμίλιος καμάρωνε σε επινίκιο λόγο του στη Ρώμη πως δυο εβδομάδες από την ανάληψη των καθηκόντων του ως έπαρχος της Θεσσαλίας στο Πύθιον, κατανίκησε τον Περσέα. Για την ακρίβεια, από τις 7 ως τις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ. Χασομέρησε ''ημέρας μεν τινας'' στη Θεσσαλία (Πλούταρχος) για να οργανώσει στρατό και στόλο (ας πούμε ως τις 12 Ιουνίου), έστειλε τον Σκιπίωνα προς Πύθιο, κι ο ίδιος επιτέθηκε για δυο μέρες στη Μακεδονική φρουρά που φύλαγε τη δίοδο της Πέτρας. Την τρίτη μέρα έπεσαν και το Πύθιο και η Πέτρα σύμφωνα με τον Λίβιο.
Πώς όμως χάθηκαν τόσο εύκολα μέσα σε δυο μέρες τα Μακεδονικά φρούρια, ιδίως η δύσβατη Πέτρα, όπου είχε σκοντάψει ακόμα κι ο Ξέρξης κάπου ένα μήνα ψάχνοντας πέρασμα του Ολύμπου τέσσερις αιώνες πρωτύτερα; Οι πηγές διαφωνούν στο αν φυλάγονταν καλά η Πέτρα και από πόσους. Ο Ζωναράς υποστηρίζει ότι η Πέτρα είχε ''ελαχίστην φρουράν'', ενώ ο Πλούταρχος ότι η δίοδος ήταν αφύλαχτη, αλλά μόλις ο Περσέας έμαθε από ένα λιποτάκτη Κρητικό, τα της επίθεσης των Ρωμαίων, έστειλε 12.000 άνδρες στα υψίπεδα ''κατά τας υπερβολάς'' της Πέτρας, που πολέμησαν γενναία τους 8.320 άνδρες του Σκιπίωνα αλλά ατυχώς ηττήθηκαν.
Οι πιο μέτριοι ''πολεμικοί ανταποκριτές'' Σκιπίων και Πολύβιος έφτασαν στο σημείο να γράψουν πως οι Έλληνες φρουροί πιάστηκαν στον ύπνο, αλλά τους διόρθωσε ο Ζωναράς λέγοντας πως οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τα υψώματα και πέρασαν τη δίοδο επειδή ξέφυγαν της προσοχής των λίγων φρουρών της νύχτας αλλά και τη μεγάλη τους δύναμη και ταχύτητα ''καταληφθέντων των άκρων νυκτός προς τα όρη ώρμησε και πη μεν λαθών πη δε βιασάμενος υπερέβαλεν αυτά''. Αυτό που έχει σημασία είναι πως οι φρουρές στο Πύθιο -που φυλάγονταν από κάποιο Μίλωνα- και του Πυθίου, έπεσαν στις 14 Ιουνίου κι έτσι ο δρόμος προς την παραλιακή Πύδνα άνοιξε, όπως τουλάχιστο καμάρωνε ο Σκιπίων σε γράμμα που έστειλε στη Ρώμη.
Κατά το Διόδωρο η Πύδνα ήταν καλά οχυρωμένη πόλη - λιμένας, που χτίστηκε από τους κατοίκους της βόρειας Πιερίας. Ο Αρχέλαος, που μεταξύ άλλων κέρδισε κότινο στην Ολυμπία με νίκη στο τέθριππον το 408 π.Χ. αλλά και στους Δελφούς, είχε μεταφέρει την Πύδνα 4 χλμ μεσόγεια, όπως αναφέρθηκε. Γύρω στα 360 π.Χ. η πόλη έγινε πάλι ανεξάρτητη, ώσπου να την καταλάβει ο Φίλιππος το 356, χάνοντας το δεξί του μάτι στην πολιορκία της γειτονικής Μεθώνης. O Κάσσανδρος την οχύρωσε το 317 π.Χ.-316π.Χ., χτίζοντας μακρύ τείχος στις πλαγιές που χωρίζουν την ακτή και αυτή της εκβολής του ποταμού, που αργότερα ονομάστηκε Καραγάτς.
Περίπου εκεί πρέπει να έφτασε ο υπερεξηντάχρονος Αιμίλιος (229 π.Χ.) το πρωί της 15ης Ιουνίου και έστησε στρατόπεδο, λέει ο Λίβιος, ''ακριβώς στη θάλασσα'' (propius mare ad Pydnam). Όσο για τα μαντάτα της πτώσης της Πέτρας, έφτασαν στον Περσέα, που ανέμενε τον Αιμίλιο 5 Ρωμαϊκά μίλια ανατολικά του Δίου, όπου είχε άφθονο χόρτο και νερό για το ιππικό αλλά και ισχυρή οχύρωση της ιερής πόλης των Μακεδόνων. Φοβούμενος το Ρωμαϊκό στόλο που έπλεε προς Πύδνα και το Σκιπίωνα που έρχονταν από πίσω, λέει ο Πλούταρχος, ο Περσέας έκανε μάλλον κακή εκτίμηση, μεταφέροντας το στρατόπεδο του προς τα πίσω, στην παράλια Πύδνα ''καί τήν Πύδνα προκατάσχη, καί γάρ τό ναυτικόν άμα τών Ρωμαίων παρέπλεε ήγεν οπίσω''.
Η μεταφορά του στρατοπέδου πρέπει να έγινε βιαστικά τη νύχτα της 14ης Ιουνίου, αφού το ιππικό του Περσέα έπρεπε να καλύψει τα 30 χλμ. Δίου - Πύδνας και να το ξαναστήσει 2-3 χλμ. από τα τείχη της Πύδνας. Το επόμενο πρωί ενώθηκαν οι δυνάμεις των Σκιπίωνα - Αιμίλιου και βάδισαν ανατολικά, χωρίς να επιτεθούν στον Περσέα. Γιατί οι Ρωμαίοι δεν επιτέθηκαν αμέσως; Ο Λίβιος λέει, πως είχε υπερβολική ζέστη στο καταμεσήμερο, κι έτσι ο Αιμίλιος δεν ήθελε να ρίξει στη μάχη κουρασμένους λεγεωνάριους, ελέφαντες και άλογα ενάντια στην ξεκούραστη φάλαγγα του Περσέα.
Ο Πλούταρχος τον διαψεύδει με αληθοφανή στοιχεία, λέγοντας ότι ''πάγωσε'' κυριολεκτικά ο Αιμίλιος όταν είδε τη φάλαγγα ''συντεταγμένην και συνεστώσαν'' με ασπίδες και θώρακες να λάμπουν στον ήλιο και δη ''διπλή στη μέση'', συμπληρώνει ο Frontinus (phalangem duplicum). Τούτο σημαίνει πως οι 20.000 σαρισσοφόροι του Περσέα, συντεταγμένοι σε βάθος 32 αντί 16 ανδρών, έπιαναν κάπου 600 μέτρα, άρα έπιαναν τόπο και προκαλούσαν τρόμο. Ο Ζωναράς είναι ο πιο αντικειμενικός όλων και βάζει τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας πως κι ο ίδιος ο Αιμίλιος έφτασε μπροστά στην Πύδνα αλλά οι δυο αντίπαλοι δεν ξεκίνησαν αμέσως τη μάχη, αλλά ''διέτριψαν ουκ ολίγας ημέρας''.
Κατά τον έξοχο μελετητή της Μακεδονικής ιστορίας NGL Hammond η εξιστόρηση του Ζωναρά είναι η πιο αληθοφανής, αφού ο Αιμίλιος χρειάζονταν χρόνο για ανεφοδιασμό κι έστελνε στρατιώτες να βρούν ξύλα και σανό στα γειτονικά χωράφια, όπως γράφει ο Λίβιος. Άλλωστε κι ο Περσέας έπρεπε ν’ αλλάξει τακτική βλέποντας το ρωμαϊκό στρατό με τους ελέφαντες από πάνω του και το στόλο να περιπλέει στα νώτα του. Έτσι πιστεύεται ότι μεταξύ 16 και 21 Ιουνίου, ο μεν Αιμίλιος ανεφοδιάζονταν κι έσκαβε αμυντικό χάρακα, ο δε Περσέας παρέτασσε φάλαγγα και ιππικό μεταξύ Ρωμαίων και οχυρωμένης Πύδνας, εφοδιάζονταν απ’ αυτήν και περίμενε την επίθεση τους.
Εδώ βρίσκεται ίσως το λάθος του Περσέα: Πρώτον, έστησε το στρατό του στην πεδιάδα ''κάτω'' από τον Ρωμαϊκό κι επί πλέον με το στόλο πίσω του. Δεύτερον, φρόντισε με βιαστικά μέτρα να εκπαιδεύσει τ’ άλογα να μη φοβούνται τους ελέφαντες και μοίρασε αγκαθωτούς θώρακες στο πεζικό, όπως σημειώνει ο Ζωναράς, αλλά δεν εφάρμοσε το τέχνασμα του Αλέξανδρου, που έβαλε τους φαλαγγίτες να κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο χτυπώντας τις ασπίδες με τα δόρατα, με συνέπεια να πανικοβάλουν τις στρατιές ελεφάντων του Πώρου. Φαίνεται ο γενναίος Περσέας δεν διάβασε προσεχτικά τις πολεμικές τακτικές του μέγιστου στρατηγού όλων των εποχών.
Ο χάρτης της μάχης που πρότεινε ο Hammond το 1984 εικονίζει την τοποθεσία της μάχης και την παράταξη των δυο στρατών ως τη νύχτα της έκλειψης, την 21η Ιουνίου, 168 π.Χ. Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις σύγχρονων ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, που τοποθετούν τη μάχη νοτιώτερα, στην περιοχή βορείως του σημερινού Κορινού. Εκείνο που δεν δείχνει κανείς χάρτης είναι η αφορμή για το έναυσμα της, κι εδώ ακριβώς είναι το παράλογο της υπόθεσης. Οι Λίβιος και Ζωναράς το έριξαν στην τύχη (LXLIV.40.3: Neutron imperatorum volente Fortuna. 9.23: συμβάν τι κατά τύχην). Ο Πλούταρχος θέλει τον πανούργο Αιμίλιο να σκηνοθετεί κάποιο ''ατύχημα'' ίππου.
Περίμενε, λέει, μέχρι να πέσει ο ήλιος το δειλινό της 22ας Ιουνίου, για να μη τον έχει στα μάτια ο στρατός του, αφού δύει πίσω απ’ τα Πιέρια, κι έστειλε ένα αχαλίνωτο άλογο ανάμεσα στους δυο στρατούς, πράγμα που έκανε να ξεσπάσει η μάχη ''του Αιμιλίου τεχνάζοντος αχάλινον ίππον εξελάσαντος''. Ο Λίβιος συμφωνεί κάπως, όχι όμως στο είδος αλόγου, που το θέλει άλογο φόρτου, που ξέφυγε κατά λάθος την ώρα που του έκαναν ιπποκομία. Άλλοι ιστορικοί, με τους οποίους τείνω να συμφωνήσω, υποστηρίζουν πως η μάχη άναψε από κάτι Θράκες ιππείς του Περσέα, οι οποίοι επιτέθηκαν σε Ρωμαίους που έκοβαν χόρτα (ίσως για να ταΐσουν τ’ άλογα) και μάλιστα πως ο διοικητής των Θρακών λέγονταν Αλέξανδρος.
Πάντως άσχετα αν η αιτία έναρξης της μάχης ήταν ίππος φόρτου, πολεμικός, ημίονος φόρτου, ή οι ίδιοι οι Θράκες, είναι απίθανο να είχε σκηνοθετήσει το επεισόδιο ο ίδιος ο Αιμίλιος. Μάλλον οι συγκυρίες ήταν άτυχες για την ιστορία της Μακεδονίας - και της υπόλοιπης Ελλάδος. Όσο για το πού ξέφυγε το μοιραίο ζώο δεν το ξεκαθαρίζει ο Πλούταρχος αλλά ο Λίβιος και δη με λεπτομέρεια, δηλ. στο ''όχι τόσο μεγάλο'' ποτάμι, που ήταν πιο κοντά στο Μακεδονικό στρατό, απ’ όπου και οι δυο στρατοί έπαιρναν νερό προστατευόμενοι από φρουρές στην κάθε όχθη. Κι ενώ όλα ήταν ήσυχα, ένας Ρωμαικός ίππος ή ημίονος φόρτου ξέφυγε κατά τις 3 το απόγευμα και πέρασε στην αντίπερα όχθη.
Τρεις οπλίτες το κυνήγησαν στο νερό που έφτανε ως στα γόνατα, δυο δε Θράκες μισθοφόροι του Περσέα το τραβούσαν προς τη δική τους όχθη. Τους ακολούθησαν μερικοί Ρωμαίοι, που σκότωσαν τον ένα οπλίτη, συνέλαβαν το ζώο και το πήγαν στο δικό τους στρατόπεδο. Υπήρχαν, λέει ο Λίβιος, 800 Θράκες που φύλαγαν την όχθη, μερικοί δε εξαγριώθηκαν όταν είδαν τον πατριώτη τους να φονεύεται μπροστά στα μάτια τους. Έτσι πέρασαν το ποτάμι κυνηγώντας τους Ρωμαίους που τον σκότωσαν και σιγά-σιγά ενώθηκαν κι άλλοι οπλίτες Ρωμαίοι κι Έλληνες, με συνέπεια ν’ ανάψουν οι αψιμαχίες.
Το πιθανό ποτάμι δεν έχει νερό σήμερα κι είναι ίσως ο Αίσων που κράτησε το όνομα ως το 1927 αλλά μετονομάστηκε σε Μαυρονέρι απο μια ανόητη μεταγλώττιση του Σλαβικού όρου ''Τσέρνα Βόντα''. Άλλοι υποστηρίζουν πως το ποτάμι δεν ήταν ο Αίσων (βρίσκεται πολύ νότια) αλλά ο βορειότερος Άγ. Δημήτριος. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς και αυτό και ο αρχαίος Λεύκος (Άγ. Γεώργιος) βάφτηκαν κόκκινα με το αίμα των Μακεδόνων κατά τον Πλούταρχο. Σ’ αυτή την άλογη μάχη που άρχισε με μια συμπλοκή έσπευσαν πρώτοι οι 800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο εναντίον των 700 Λιγούριων.
Σταδιακά γενικεύτηκε η αψιμαχία ''σάλω καί κινήματι τών στρατοπέδων'', που αντιλήφθηκε πρώτος ο Αιμίλιος, ύστερα ο Σκιπίων ''εξιππασάμενος'' (αφιππεύσας), και τελικά Ρωμαίοι λεγεωνάριοι και Μακεδόνες φαλαγγίτες ''ήρθαν στα χέρια'' (πάντας όσον ούπω τους πολεμίους εν χερσίν όντας). Με ποια ακριβώς διάταξη πολέμησαν οι στρατοί του Περσέα και του Αιμίλιου στη σύρραξη είναι γνωστό. Ο Περσέας έστησε 4.000 Μακεδόνες κι Οδρύσιους ιππείς στο αριστερό και δεξιό κέρας και ο ίδιος τοποθετήθηκε στο δεξιό (βόρειο) κέρας προ της Πύδνας. Είχε ακόμα ένα άγημα 3.000 ανδρών, 40.000 οπλίτες και φάλαγγα 20.000 ανδρών στο μέσον της παράταξης.
Ο Αιμίλιος έβαλε τους ελέφαντες του Σκιπίωνα στο δεξιό κέρας, δυο λεγεώνες στο μέσο με συμμαχικό ιππικό κι ελαφρύ πεζικό, άγνωστο δε τι παρέταξε στο αριστερό κέρας απέναντι στον Περσέα. Αν όπως λέει ο Πλούταρχος ο στρατός του ήταν μικρότερος σε αριθμό ανδρών, τότε μάλλον διέθετε 40.000 καθώς και τους ελέφαντες. Ως συνήθως η Μακεδονική φάλαγγα επιτέθηκε πρώτη, και με τις 20.000 σάρισσες της διέλυσε το ελαφρύ πεζικό των Ρωμαίων που βρίσκονταν απέναντι, διαπερνώντας ασπίδες και κορμιά. Οι λοιποί υποχώρησαν κι ο Αιμίλιος πέρασε δυο λεγεώνες μπροστά, κλασσικό κόλπο για να προκαλέσει την προέλαση της φάλαγγας προς τους λόφους.
Σαν το κύμα που σκάει ανώμαλα στα βράχια, η φάλαγγα δεν κατάφερε να διατηρήσει τη συνοχή της κι έσπασε σε πολλά κομμάτια. Τότε επιτέθηκαν οι ελέφαντες στην κατηφόρα που βοηθούσε την ταχύτητα τους, μαζί και το Ρωμαϊκό ιππικό. Το Μακεδονικό ιππικό δεν κατάφερε φυσικά να τα βάλει με ελέφαντες και άλογα συγχρόνως κι έτσι υποχώρησε πίσω και δεξιά προς την Πύδνα, εκεί όπου βρίσκονταν ο βασιλιάς τους. Οι Ρωμαίοι ιππείς επιτέθηκαν και θέρισαν τη διαλυμένη φάλαγγα που έπεσε μέχρι ενός.
Όσο για τον Περσέα, όταν είδε τη φάλαγγα του να χάνεται ανάμεσα στο Ρωμαϊκό στρατό και στόλο (που βομβάρδιζε με καταπέλτες), κάλπασε προς τον Λεύκο μαζί με το Μακεδονικό ιππικό και τον βασιλιά Κότυ με τους Οδρύσιους ιππείς του και χάθηκε μέσα στα δάση της βόρειας Πιερίας από μια κρυφή στρατιωτική ατραπό με κατεύθυνση την Πέλλα, όπως περιγράφει ο Λίβιος. Η όλη υπόθεση δεν κράτησε πάνω από μια ώρα, λέει ο Πλούταρχος. Οι Ρωμαίοι, όσο έφεγγε η μέρα, κυνήγησαν τους Μακεδόνες για κάπου 120 στάδια (23 χιλιόμετρα), χωρίς όμως να καταφέρουν να εντοπίσουν τον Περσέα. Η Πύδνα έπεσε και οι λόφοι της βόρειας Πιερικής ακτής, μαζί κι η θάλασσα και τα ποτάμια της γέμισαν με νεκρά κορμιά παλικαριών.
Όσοι Μακεδόνες έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν θανατώνονταν από τους Ρωμαίους στα πλοιάρια του στόλου, όσοι δε κολυμπούσαν πίσω στην ακτή για να σωθούν, ποδοπατούνταν από τους ελέφαντες. Το πρωί της άλλης ημέρας, όταν οι Ρωμαίοι διέσχισαν το Λεύκο και λεηλάτησαν την Πύδνα με διαταγή του Αιμίλιου, τα νερά του ποταμού ήταν ανάκατα με αίμα κατά τον Πλούταρχο. Υπολογίζεται πως περίπου 20.000 Μακεδόνες έπεσαν στη μοιραία μάχη, 6.000 που κατέφυγαν στην πόλη της Πύδνας έπεσαν κι αυτοί στα αιμοσταγή χέρια των Ρωμαίων και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι για να πουληθούν σαν σκλάβοι. Οι Ρωμαίοι έχασαν μόνο 80 ως 100 άνδρες, σύμφωνα με μαρτυρίες των ιστορικών Posidonius και Scipius Nasica, που έφερε στο φως ο Nicolas Hammond.
Ο περίγελως του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας και η λεηλασία της Πύδνας δεν σταμάτησε στο άλογο φόρτου που είτε ξέφυγε, είτε στάθηκε η αιτία της μάχης, είτε αυτό με το οποίο ξέφυγε στα δάση της Πιερίας. Όταν ο Αιμίλιος επέστρεψε στη Ρώμη το 167 π.Χ., έκανε θρίαμβο που κράτησε τρείς μέρες. Την 1η μέρα, έφιππος με τις λεγεώνες του και τον Περσέα -που τελικά συνέλαβε στη Σαμοθράκη- αλυσσοδεμένο σαν σκλάβο, παρέλασαν μπροστά στο πανηγυρίζον Ρωμαϊκό κοινό.
Άμαξες κι άρματα με πολύτιμα Μακεδονικά όπλα, κράνη, θώρακες, θρακικά δόρατα και χρυσές φαρέτρες, ανακατεμένες με χαλινούς, σάρισσες, ξίφη και κοπίδες, παρέλασαν τη 2η μέρα, με ακολουθία πεζών, που κρατούσαν στα χέρια αμφορείς και κάθε λογής αγγεία με ασημένια νομίσματα, ως και κρατήρες και κύλικες κρασιού. Το χάραμα της 3ης μέρας παρέλασαν οι σαλπιγκτές και από πίσω τους 120 βόδια με χρυσωμένα κέρατα που ακολουθούσαν νεαροί κρατώντας 80 χρυσά αγγεία γεμάτα με τάλαντα. Έπονταν η πομπή της πολύτιμης φιάλης, που είχε κατασκευάσει ο Αιμίλιος με χρυσό δέκα ταλάντων και πολύτιμους λίθους, με όσους κρατούσαν τα χρυσά σκεύη δείπνου του βασιλιά Περσέα, τα όπλα και το διάδημα του.
Μόνο τα όπλα που εκτέθηκαν σε κοινή θέα κατά την πρώτη μέρα του θριάμβου ήταν κατά το Διόδωρο ''την μεν πρώτη ημέρα άμαξαι χίλιαι διακόσιαι προήλθον φέρουσαι λευκάς και τραχείας ασπίδας και άλλαι χίλιαι διακόσιαι άμαξαι ασπίδων χαλκών και έτεραι τριακόσιαι λόγχας και σαρίσας και τόξα και ακόντια γέμουσαι''. Και βέβαια, δεν έφταναν αυτά. Ο Αιμίλιος έστησε κι ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα του -ειρωνικά ή συμβολικά- πάνω σ’ άλογο για να τον θυμούνται πάντα οι συμπατριώτες του. Για να τιμήσει δε τη γερουσία και να τιμωρήσει κι άλλο τους συμμάχους του Περσέα, διέταξε να θανατωθούν 500 Μακεδόνες γνωστοί ''Αντι-Ρωμαίοι'', εξόρισε πάμπολλους στην Ιταλία και δήμευσε τις περιουσίες τους αλλά ''για την τσέπη του'', όπως λέει ο Πλούταρχος.
Αυτό δυσαρέστησε τους λεγεωνάριους του για τη μοιρασιά και για να τους βολέψει έκανε καθ’ οδόν για τη Ρώμη μια στάση στην ''Μακεδονόφιλη'' Ήπειρο, όπου ισοπέδωσε 70 πόλεις, σκλάβωσε 150.000 ανθρώπους και κατέστρεψε έτσι την οικονομία όλης της Βόρειας Ελλάδος. Όσο για τη σύζυγο του Περσέα Λαοδίκη του οίκου των Σελευκιδών δεν συνελήφθη ούτε πέθανε σε Ρωμαϊκή φυλακή όπως εκείνος, αλλά κατέφυγε στην αυλή του θείου της Αντίοχου Δ' Επιφανούς και του μισαδελφού της Αντίοχου Ε' Ευπάτορος από το 168 π.Χ. ως το 161 π.Χ. Τελικά η Λαοδίκη σκοτώθηκε με τον αδελφό της Δημήτριο Α' Σωτήρα σε μάχη κατά του Αλέξανδρου Βάλλα το 150 π.Χ.
Η τύχη των τριών παιδιών της Φίλιππου, Ανδρίσκου και μιας κόρης είναι άγνωστη, ενώ το τέταρτο, ο Αλέξανδρος έμεινε στη φυλακή Alba Fucens με τον πατέρα του, έγινε διάσημος τορευτής, έμαθε Λατινικά και εξελίχθηκε σε συμβολαιογράφο. Το πόσο τεράστιος ήταν ο πλούτος της Μακεδονίας, που χάθηκε για πάντα μαζί με τον βασιλιά της και τ’ άλογο του, όπως λέχθηκε επιγραμματικά από τον Διόδωρο, ανήκει στα παράλογα της μάχης της Πύδνας. Τόσο μεγάλο ήταν το χρηματικό ποσό που κατέθεσε στο δημόσιο ταμείο της Ρώμης ο Αιμίλιος Παύλος μετά την ήττα του Περσέα και τη λεηλασία της Πύδνας, ώστε δε χρειάστηκε να πληρώνουν φόρους οι Ρωμαίοι ως την εποχή των υπάτων Ιρτίου και Πάνσα, δηλαδή το 30 π.Χ., δηλαδή για κάπου ενάμισι αιώνα.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ξημερώνοντας η 22α Ιουνίου 168 π.Χ., οι προφυλακές και των δύο αντιπάλων συναντήθηκαν τυχαία εκεί όπου πότιζαν τα άλογα. Η σύγκρουση ήταν ξαφνική και ο μεν στρατός των Μακεδόνων ήταν έτοιμος να συνδράμει την εμπροσθοφυλακή του, οι Ρωμαίοι όμως ήταν εντελώς ανέτοιμοι. Αλλά ο στρατηγός τους, χωρίς ασπίδα και κράνος, έτρεχε από τη μια άκρη του στρατοπέδου του στην άλλη εμψυχώνοντας τους άνδρες του και διατάσσοντάς τους να ανασυνταχθούν και να παραταχθούν. Οι Μακεδόνες επιτέθηκαν με φοβερή ορμή. Η πεδιάδα άστραψε από τη λάμψη των όπλων τους φέρνοντας προς στιγμήν ταραχή ακόμη και τον πολύπειρο Αιμίλιο Παύλο.
Η εμπροσθοφυλακή αλλά και οι λεγεώνες των Ρωμαίων αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η Μακεδονική φάλαγγα, βλέποντας τους Ρωμαίους να υποχωρούν, άρχισε να τους καταδιώκει και παρασύρθηκε εκεί όπου είχε στήσει την παγίδα του ο Αιμίλιος Παύλος, δηλαδή στο ανώμαλο έδαφος. Η Μακεδονική φάλαγγα ήταν αποτελεσματική και αήττητη όσο μπορούσε να σχηματίζει με τις μεγάλες ασπίδες και τις περίφημες σάρισές της ένα απόρθητο τείχος. Σε ανώμαλο έδαφος, σε λόφους λόγου χάρη, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να παραμείνουν ο ένας δίπλα στον άλλον με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά.
Από τα κενά αυτά μπήκαν οι Ρωμαίοι και, περισσότερο ευκίνητοι χάρη στον ελαφρό οπλισμό τους, αποδεκάτισαν τους Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι δηλαδή εφάρμοσαν την ίδια τακτική όπως κατά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές. Ο Μακεδονικός στρατός έπαθε πανωλεθρία. Η μάχη έληξε μέσα σε μία μόνο ώρα. Η καταστροφή των Μακεδόνων ήταν ολοκληρωτική. Είκοσι χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης και άλλες 11.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ο Γ' Μακεδονικός Πόλεμος τελείωσε 15 μόλις ημέρες αφότου ο Αιμίλιος Παύλος είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα.
Βλέποντας ο Περσεύς την έκβαση της μάχης, κατόρθωσε να το σκάσει και να πάει να κρυφτεί στη Σαμοθράκη κουβαλώντας μαζί του και τον θησαυρό του, 6.000 τάλαντα. Δεν είχε όμως φίλους να τον προστατέψουν και τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί μαζί με την οικογένειά του στον Ρωμαίο στρατηγό. Η συμπεριφορά του όμως ήταν τόσο δουλική ώστε ο Αιμίλιος Παύλος, βλέποντάς τον τόσο ταπεινωμένο, του είπε:
«Γιατί λοιπόν υποβαθμίζεις τη νίκη μου και μειώνεις το κατόρθωμά μου παρουσιάζοντας τον εαυτό σου να μην είναι γενναίος ούτε άξιος αντίπαλος των Ρωμαίων; Η γενναιότητα αυτών που ατυχούν κερδίζει μεγάλο σεβασμό ακόμη και από τους εχθρούς τους, ενώ για τους Ρωμαίους η δειλία, ακόμη και στην καλοτυχία, είναι πέρα για πέρα ατιμωτική» (Πλούταρχος).
Α' ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σύμφωνα με τις περιγραφές των δύο ιστορικών, που προαναφέραμε, καθώς τα πρώτα σώματα του αριστερού κέρατος της Ελληνικής παράταξης, δηλαδή οι 6.000 ψιλοί Θράκες (που προκαλούσαν δέος με την όψη τους, καθώς ήταν άνδρες ψηλοί, είχαν λευκό και λαμπερό οπλισμό από ασπίδες και περικνημίδες, φορούσαν μαύρους χιτώνες και κρατούσαν όρθιες βαριές σιδερένιες ρομφαίες) και Παίονες, ακολουθούμενοι από 3.000 επίλεκτους Μακεδόνες του αγήματος (που αποτελούσαν το πιο καθαρό Μακεδονικό τάγμα και ως προς τη γενναιότητα και ως προς την ηλικία και άστραφταν με τα επίχρυσα όπλα τους και τις καινούργιες πορφυρές στολές τους), και οι χαλκάσπιδες φαλαγγίτες του κέντρου περνούσαν τον ποταμό.
Ο Αιμίλιος Παύλος, που παρακολουθούσε από τα υψώματα του Ολόκρου τις εξελίξεις, διέταξε και αυτός την επίθεση των δυνάμεών του, τις οποίες εμψύχωνε κυκλοφορώντας ανάμεσά τους έφιππος χωρίς κράνος και θώρακα. Ήδη τα πρώτα Ελληνικά τμήματα, εξερχόμενα από το ποτάμι, επιτίθεντο με αλαλαγμούς στους επερχόμενους Ρωμαίους. Οι πρώτες μονάδες των τελευταίων, που δέχθηκαν την ορμητικότατη έφοδο της φάλαγγας, απαρτίζονταν από Ιταλούς συμμάχους. Αυτοί πολέμησαν με αυτοθυσία, μερικά τμήματά τους δε έπεσαν μέχρις ενός, χωρίς τελικά να καταφέρουν να σταματήσουν την τρομερή Μακεδονική φάλαγγα η οποία σε τέτοια εδάφη ήταν ανυπέρβλητη. Ο Πλούταρχος γράφει χαρακτηριστικά:
«Οι Πελιγνοί (κάποιοι Ιταλοί υπήκοοι της Ρώμης) προσπαθούσαν να αποκρούσουν τις σάρισσες με τα ξίφη και να τις απωθήσουν με τις ασπίδες και κρατώντας τις με τα χέρια να τις πετάξουν μακριά. Οι Μακεδόνες πάλι κρατώντας γερά και με τα δύο χέρια τις σάρισσες, τις προέβαλλαν και τις έμπηγαν σε όσους έπεφταν πάνω τους, καθώς δεν άντεχε ούτε ασπίδα ούτε θώρακας στο κτύπημα της σάρισσας, και σκότωναν κτυπώντας στο κεφάλι τους Πελιγνούς και τους Μαρρουκίνους, που χωρίς να λογαριάζουν τίποτα αλλά με θηριώδη μανία ορμούσαν προς τα κτυπήματα των εχθρών και τον βέβαιο θάνατο».
Κατάφεραν ωστόσο να δώσουν τον απαιτούμενο χρόνο στον Αιμίλιο Παύλο να αναπτύξει όλες τις δυνάμεις του και να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατάσταση. Για να αντεπεξέλθει στην πίεση του Ελληνικού αριστερού κέρατος στο δικό του δεξιό ο Ρωμαίος αρχηγός απέστειλε εκεί τους 22 (ή 34) Νουμιδικούς ελέφαντες που διέθετε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του συμμαχικού του πεζικού (Ιταλούς βαριά και ελαφρά οπλισμένους και Περγαμηνούς ψιλούς υπό τους Άτταλο και Αθήναιο). Οι δυνάμεις αυτές μετά από σκληρό αγώνα πέτυχαν να σταματήσουν την Ελληνική προέλαση.
Οι ελέφαντες είχαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, διότι φαίνεται πως οι εκπαιδευμένοι στην αντιμετώπισή τους άνδρες του Περσέα δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν με αποτελεσματικότητα στην αποστολή τους και αυτό επέδρασε ιδιαίτερα στην έκβαση της αναμέτρησης. Ο Αιμίλιος έχοντας αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που διέτρεχε στο δεξιό του, ο οποίος απειλούσε άμεσα το στρατόπεδό του, στράφηκε εναντίον της κύριας δύναμης του Μακεδόνα βασιλιά, δηλαδή κατά του τμήματος της φάλαγγας που εφορμούσε στο κέντρο της παράταξης, όπου είχαν ταχθεί οι δύο αμιγώς Ρωμαϊκές λεγεώνες και οι υπόλοιποι Ιταλοί.
Η πρώτη προσπάθεια των λεγεωναρίων να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο την προελαύνουσα φάλαγγα απέτυχε, προφανώς έπειτα από σκληρότατη και αιματηρή σύγκρουση, επειδή οι σάρισσες έπλητταν κατευθείαν τα πρόσωπα των Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Αιμίλιος αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα τον κίνδυνο, αντίθετα με τον Περσέα ή τους στρατηγούς του, οι οποίοι δεν φαίνεται να παρακολουθούσαν από κοντά την πορεία της μάχης. Η διαπίστωση αυτή στοιχειοθετεί ένα από τα σκοτεινά σημεία της μάχης μέχρι σήμερα. Ο Ρωμαίος ύπατος, ο οποίος αργότερα παραδεχόταν πως δεν είχε αντικρίσει στη στρατιωτική του ζωή «πιο φοβερό θέαμα» από την έφοδο της Μακεδονικής φάλαγγας.
Διέταξε την αναδίπλωση των λεγεώνων, επιδιώκοντας την απαγκίστρωσή τους από το θανάσιμο σάρωμα της φάλαγγας και την προσέλκυση της τελευταίας στα δύσβατα και κεκλιμένα εδάφη στους πρόποδες του βουνού. Παρά τη μεγάλη ασάφεια των σχετικών πηγών φαίνεται πως ο Αιμίλιος, για να καθυστερήσει την επερχόμενη φάλαγγα και να διασώσει τις πιεζόμενες σπείρες του, χρησιμοποίησε το ιππικό του αριστερού του πλευρού (1.200 Ρωμαίοι, 880 Ιταλοί, 1.000 Νουμίδες αλλά και 1.000 Έλληνες σύμμαχοι των Ρωμαίων, συνολικά 4.080 ιππείς), το οποίο διέταξε και επέλασε ορμητικά εμπρός από την επερχόμενη φάλαγγα.
Η κίνηση αυτή, δηλαδή η επέλαση μπροστά από τις Ελληνικές σάρισσες, είναι πιθανό να εντυπωσίασε και ενδεχομένως να σταμάτησε προσωρινά την κίνηση της φάλαγγας (αμφίβολο και αυτό), σίγουρα όμως ήταν ολέθρια για πολλούς ιππείς. Συνεχίζοντας την προέλασή της πάντως η Ελληνική δύναμη εξακολουθούσε να πλήττει την αντίστοιχη Ρωμαϊκή, η οποία οπισθοχωρούσε με διαδοχικές εναλλαγές / αντικαταστάσεις των τριών γραμμών της. Όταν οι άστατοι πιέζονταν πολύ τους αντικαθιστούσαν οι πρίγκιπες και εκείνους οι τριάριοι, ενώ πίσω από αυτούς είχαν λάβει πάλι θέση οι άστατοι ανασυνταγμένοι κ.ο.κ.
Επειδή το έδαφος ήταν πλέον ανώμαλο και το μήκος του μετώπου μεγάλο η φάλαγγα, αναγκαστικά, όσο προχωρούσε διαχωριζόταν και τελικά παρουσίασε κενά μεταξύ των ανδρών της, που μείωσαν τη συνοχή και συνεπώς την ισχύ της. Αυτό το αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Αιμίλιος Παύλος (όχι όμως και ο Περσέας) και διέταξε τις μονάδες του, οι οποίες λειτουργούσαν και σε μικρότερους τακτικούς σχηματισμούς (τις σπείρες), να εισχωρούν στα κενά της φάλαγγας και να επιδιώκουν τις πολλές μεμονωμένες συμπλοκές.
Β' ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ - ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΒΑΣΗ
Ο Ρωμαίος ύπατος, αφού ανασύνταξε τις σειρές των κλονισμένων λεγεώνων σε ενιαία γραμμή μάχης, τις εξαπέλυσε κατά του Μακεδονικού κέντρου. Ο χιλίαρχος Λεύκιος Ποστούμιος Αλβίνος με τη ΙΙ Λεγεώνα επιτέθηκε εναντίον του δεξιού κέρατος της φάλαγγας, ενώ ο ίδιος ο ύπατος επικεφαλής της Ι Λεγεώνας επέπεσε κατά του κέντρου της, στο σημείο όπου το δεξιό κέρας της φάλαγγας (οι αργυράσπιδες) συνδεόταν με τους επίλεκτους του αγήματος.
Σ' αυτό το σημείο ιδιαίτερα είχε δημιουργηθεί, λόγω των εδαφικών εξάρσεων αλλά και του κακού συντονισμού (το γιατί συνέβη αυτό στους έμπειρους Μακεδόνες διοικητές, παραμένει άγνωστο), ένα κενό μεταξύ των διαφορετικών Ελληνικών τμημάτων (φαλαγγιτών και υπασπιστών). Ορμώντας εκεί οι Ρωμαίοι διέσπασαν τις Ελληνικές γραμμές. Η συνέχεια ήταν όμοια παντού. Οι ευέλικτες Ρωμαϊκές σπείρες εισχωρούσαν στα κενά της διασπασμένης φάλαγγας, μετατρέποντας έτσι τον αγώνα σε άπειρες μικροσυμπλοκές μεταξύ των πολεμιστών, στις οποίες οι Ρωμαίοι είχαν σαφές πλεονέκτημα λόγω του βαρύτερου οπλισμού και της καλύτερης ατομικής εκπαίδευσής τους. Ο Πλούταρχος σε αυτή τη φάση είναι χαρακτηριστικός:
«Μόλις διείσδυσαν και βρέθηκαν μέσα στη φάλαγγα, άλλους τους κτυπούσαν από τις πλευρές στα γυμνά μέρη του σώματος και άλλους τους περικύκλωναν. Έτσι η δύναμη και η κοινή προσπάθεια των Ρωμαίων αποδυνάμωσαν τη φάλαγγα, που διασπάστηκε, και στις μονομαχίες και στις συμπλοκές λίγων ανδρών εκ του συστάδην οι Μακεδόνες με τα μικρά μαχαίρια τους κτυπούσαν τις στερεές και ποδήρεις ασπίδες των Ρωμαίων και με τις ελαφριές ασπίδες τους προσπαθούσαν να αποκρούσουν τα κτυπήματα των σπαθιών που είχαν εκείνοι και που από το βάρος τους και από την ορμή των κτυπημάτων διαπερνούσαν κάθε όπλο και μπήγονταν στα σώματα των Μακεδόνων».
Υπό αυτές τις συνθήκες η μάχη έλαβε τελείως διαφορετική τροπή και γρήγορα μεταβλήθηκε σε ήττα των Μακεδόνων, οι οποίοι, αντί να υποχωρήσουν υπό την κάλυψη του ιππικού τους, έμειναν και πολέμησαν με μειονεκτικές γι' αυτούς συνθήκες, με αποτέλεσμα να συντριβούν. Η κατάρρευση άρχισε από το κέντρο, από τις διαλυμένες τάξεις των αργυράσπιδων (του δεξιού της φάλαγγας), εκεί όπου εφορμούσαν οι άνδρες της Ι Λεγεώνας με επικεφαλής τον ίδιο τον Αιμίλιο Παύλο, και επεκτάθηκε σε ολόκληρο το μέτωπο. Στο αριστερό πλευρό των Μακεδόνων κατά τη φάση της διάλυσης και της φυγής οι 3.000 επίλεκτοι έμειναν ως το τέλος και έπεσαν όλοι μαχόμενοι.
Όμως και από εκείνους που έφυγαν πολύ λίγοι διασώθηκαν στα τείχη της πόλης, αφενός διότι δεν τους κάλυψε το ιππικό και αφετέρου επειδή οι Ρωμαίοι προέβησαν σε άγρια καταδίωξή τους, όπως συνήθιζαν. Αλώβητες έμειναν μόνο οι δυνάμεις του δεξιού ελληνικού πλευρού, 8.000 - 9.000 πεζοί και όλο το ιππικό (4.000 άνδρες), που δεν έλαβαν καθόλου μέρος στη μάχη, δημιουργώντας πολλά ερωτηματικά.
Από το πλήθος των θησαυρών που μάζεψε ο Αιμίλιος Παύλος από την κατεστραμμένη Μακεδονία δεν κράτησε τίποτε απολύτως για τον εαυτό του, τα απέδωσε όλα στη Ρώμη. Ούτε άφησε τους στρατιώτες του να λαφυραγωγήσουν. Από την πλούσια βιβλιοθήκη των Μακεδόνων βασιλέων, την οποία μετέφερε ολόκληρη στη Ρώμη, επέτρεψε απλώς στους γιους του, οι οποίοι αγαπούσαν τα γράμματα, να διαλέξουν μερικά βιβλία. Προτού ο Αιμίλιος Παύλος φύγει από την Ελλάδα διοργάνωσε στην Αμφίπολη μεγάλη γιορτή στην οποία προσκάλεσε τους Έλληνες βασιλείς της Ασίας, τους αρχηγούς της Ελλάδας καθώς και όλους τους εξέχοντες πολίτες των Ελληνικών πόλεων.
Στους αθλητικούς αγώνες που διοργανώθηκαν έλαβαν μέρος οι διασημότεροι αθλητές από την Ανατολή και από τη Δύση. Οι καλεσμένοι είχαν επίσης την ευκαιρία να θαυμάσουν έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα που ανήκαν στους μακεδόνες βασιλείς. Στο τέλος της γιορτής όλα τα όπλα των Μακεδόνων μαζεύτηκαν σε έναν μεγάλο σωρό και ο ίδιος ο Αιμίλιος Παύλος ακούμπησε τον δαυλό και τα παρέδωσε στην πυρά. Έτσι τελείωσε η θαυμαστή ιστορία της Μακεδονίας παρασύροντας μαζί της και την υπόλοιπη Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα οι Ρωμαίοι θα πάψουν να παριστάνουν τους προστάτες των Ελληνικών πόλεων και θα γίνουν στυγνοί κατακτητές.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Οι Ελληνικές δυνάμεις που έλαβαν πράγματι μέρος στη συγκλονιστική σύγκρουση (συνολικά περί τις 30.000 - 31.000 άνδρες), υπέστησαν πολύ μεγάλες απώλειες. Οι νεκροί κατά τον Πλούταρχο, (ο οποίος όμως επικαλείται φήμες τις οποίες δεν φαίνεται να πιστεύει: «λέγονται γαρ υπέρ δισμυρίους πεντακισχιλίους αποθανείν») υπερέβησαν τους 25.000. Ο αριθμός φαίνεται υπερβολικός. Με βάση έναν πιο μετριοπαθή υπολογισμό οι νεκροί Έλληνες ήταν περίπου 20.000 και 5.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Άλλοι 6.000 περίπου, που είχαν καταφύγει στα τείχη της Πύδνας, παραδόθηκαν αργότερα, αυξάνοντας τον αριθμό των συλληφθέντων (και προοριζόμενων για τα σκλαβοπάζαρα) στους 11.000.
Οπωσδήποτε οι αριθμοί αυτοί είναι στρογγυλεμένοι και πιθανότατα διογκωμένοι. Οι Ελληνικές δυνάμεις, όπως υποστηρίξαμε νωρίτερα, δεν μπορεί να ήταν περισσότερες από 42.000 άνδρες. Αν οι 12.000 - 13.000 δεν συμμετείχαν στη σύγκρουση, πώς προκύπτουν άνω των 31.000 εκτός μάχης; Οπωσδήποτε, όποιοι και αν ήταν οι πραγματικοί αριθμοί, η καταστροφή ήταν μεγάλη. Ωστόσο δεν φαίνεται να ήταν ή να θεωρήθηκε τέτοιας έκτασης από τους συγχρόνους της (Έλληνες), ώστε να εντυπωσιάσει τον αρχαίο κόσμο.
Απόδειξη επ' αυτού, δηλαδή περί του μειωμένου εντυπωσιασμού, στοιχειοθετεί η εξέγερση των Μακεδόνων υπό έναν τυχοδιώκτη - σφετεριστή (τον Ανδρίσκο) 20 χρόνια μόλις μετά τη μάχη (148 π.Χ.) και, λίγο αργότερα, ο πόλεμος που αποφάσισε η Αχαϊκή Συμπολιτεία (147 π.Χ. - 146 π.Χ.), χωρίς να φοβηθεί τους «πανταχού νικήσαντας». Κατά την επανάσταση των Μακεδόνων το 148 π.Χ., βρέθηκαν εύκολα 30.000 - 40.000 άνδρες να στελεχώσουν τον στρατό, κάτι που μάλλον δεν δικαιολογείται δημογραφικά - οικονομικά αν στην Πύδνα είχαν χαθεί (νεκροί και αιχμάλωτοι) περισσότεροι από 30.000 μαχητές και κατά τα επόμενα χρόνια υπήρχε φτώχεια στο αποδυναμωμένο βασίλειο.
Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης σημειώνουμε ότι ο Φίλιππος Ε' είχε απώλειες 13.000 ανδρών (8.000 νεκρούς και 5.000 αιχμαλώτους) στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. και χρειάστηκαν 20 περίπου χρόνια για να μπορέσει το κράτος να ανακάμψει. Αντίθετα με τις Ελληνικές δυνάμεις, οι Ρωμαϊκές φαίνεται πως έχασαν λίγους σχετικά άνδρες, πάντως όχι μόνον αυτούς που ανέφεραν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι (Νασικάς) ή άλλοι ιστορικοί οι οποίοι έγραψαν επί Ρωμαιοκρατίας (ο Ποσειδώνιος και προπάντων ο Λίβιος).
Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των 80 νεκρών που αναφέρει ο Νασικάς είναι αστείος, ενώ οι 100 που δίνει ο Ποσειδώνιος (και οι δύο αποτελούν τις πηγές του Πλούταρχου, ο οποίος απλά τις αναφέρει, χωρίς περαιτέρω σχόλια) αποτελούν στρογγύλευση του πρώτου προς τα πάνω με ενδεχόμενο υπαινιγμό για το ότι οι νεκροί ήταν περισσότερο. Το τελευταίο φαίνεται πιθανότερο, αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεία. Καταρχάς, κατά τον ισχυρό κλονισμό που υπέστησαν οι Ρωμαίοι με την έναρξη της μάχης, με τη σαρωτική έφοδο της φάλαγγας, δεν μπορεί παρά να είχαν πολλούς νεκρούς για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν και ο έμπειρος αρχηγός τους να εντυπωσιαστεί τόσο πολύ.
Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για τη σημαντική αιμορραγία που υπέστησαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι ήταν αρχικά επιτιθέμενοι αλλά υπό τη συντριπτική πίεση των ελληνικών σαρισσών αναγκάστηκαν και οπισθοχώρησαν, προκειμένου να μη συντριβούν. Οι αλαζόνες εκείνη την εποχή Ρωμαίοι δεν άφηναν στον αντίπαλο την πρωτοβουλία, ούτε υποχωρούσαν εύκολα. Επιπλέον οι φαλαγγίτες κτυπούσαν ευθέως στο πρόσωπο, οπότε δεν έμεναν περιθώρια για απλούς τραυματισμούς. Στην ανάλογη μάχη των Κυνός Κεφαλών (197 π.Χ.), κατά την αντίστοιχη έφοδο της μακεδονικής φάλαγγας οι Ρωμαίοι είχαν 700 περίπου νεκρούς, αν και οι αριθμοί που αντιπαρατάχθηκαν έφθαναν σχεδόν το 1/3 εκείνων της Πύδνας.
Λογικά λοιπόν συμπεραίνεται ότι στην πολύ πιο άγρια και συνολική έφοδο της φάλαγγας στην Πύδνα αντιστοιχούσαν πολύ περισσότεροι Ρωμαίοι νεκροί, αφού εξαναγκάστηκαν σε συνεχή αναδίπλωση. Αν στις Κυνός Κεφαλές ήταν 700 οι Ρωμαίοι που έπεσαν από τα πλήγματα της φάλαγγας, με υπερδιπλάσιες δυνάμεις στην Πύδνα (20.000 - 21.000 περίπου φαλαγγίτες έναντι 24.000 - 26.000 Ρωμαίων), πρέπει να ήταν τουλάχιστον 1.400 - 1.500. Κάτι τέτοιο στηρίζεται και από μία αναφορά του Πλουτάρχου (που παράλληλα καταρρίπτει τους αριθμούς των Νασικά και Ποσειδώνιου), ο οποίος λέει πως «σκοτώθηκαν έτσι όσοι Πελιγνοί πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή» (μερικές εκατοντάδες άνδρες κατά την πιο μετριοπαθή εκτίμηση), που στάθηκαν και αντιμετώπισαν τη φάλαγγα.
Προφανώς δεν πρέπει να μιλάμε για μία μόνο γραμμή, δηλαδή έναν ζυγό, αλλά για τους τρεις πρώτους ζυγούς, δηλαδή για ολόκληρη την πρώτη σειρά της τριπλής Ρωμαϊκής διάταξης, αυτής των αστάτων (έτσι οι μερικές εκατοντάδες των νεκρών τριπλασιάζονται). Οι προτεταγμένες σάρισσες φέρονταν από τους πρώτους πέντε Μακεδονικούς ζυγούς, κάτι που σημαίνει ότι τα πλήγματα τα δέχονταν τουλάχιστον οι τρεις πρώτες αντίπαλες γραμμές. Από τη διασωθείσα περιγραφή της μάχης φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε άγρια και σε βάθος σύγκρουση και όχι μόνο αγώνας προφυλακών. Αυτό αποδεικνύεται και από την εξέταση της τοπογραφίας του πεδίου της μάχης.
Η διανυθείσα απόσταση, με τη φάλαγγα να κτυπά τις λεγεώνες μεταξύ του ποταμού Λεύκου (σημ. Μαυρονέρι) και των υψωμάτων, είναι σημαντική. Επιπλέον ο Πλούταρχος κατέγραψε μεν τους Πελιγνούς, για να εξάρει ενδεχομένως τη γενναιότητά τους, αυτό όμως δεν σημαίνει πως εκείνοι ήταν οι μόνοι νεκροί της Ρωμαϊκής παράταξης. Μάλλον πρέπει να συμπεράνουμε το αντίθετο, ότι οι γενναίοι Πελιγνοί, οι λιγότερο γενναίοι Λευκανοί, Ουόλσκοι, Σαμνίτες κ.ά. και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, όλοι ανεξαρτήτως υπέστησαν μεγάλες απώλειες κατά τη συντριπτική έφοδο της φάλαγγας.
Τα παραπάνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ των μεγάλων Ρωμαϊκών απωλειών, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της σύγκρουσης. Μόνον έτσι δικαιολογείται το ότι, αν και κράτησαν τη συνοχή τους και προσπάθησαν να αντεπεξέλθουν διενεργώντας αντεπιθέσεις (κάτι που επίσης αναφέρει ρητά ο Πλούταρχος), εξαναγκάστηκαν σε διαρκή σύμπτυξη. Η μάχη όμως δεν ήταν μόνο αυτές οι αρχικές συγκρούσεις. Έγιναν και άλλες άγριες συμπλοκές και όταν διασπάστηκε η φάλαγγα και στα άλλα μέρη του μετώπου, «Τότε (τη στιγμή της διάλυσης της φάλαγγας) έγινε μεγάλη μάχη, μετά από σκληρό αγώνα, στον οποίο σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί».
Η βιαιότητα της σύγκρουσης αποδεικνύεται ακόμη από το ότι οι επίλεκτοι άνδρες του αγήματος έπεσαν στο σύνολό τους, μάλλον σε αγώνα εκ του συστάδην παρά από τοξεύματα ή από βολές καταπελτών. Τέτοιες μηχανές δεν αναφέρονται καθόλου. Αν οι Έλληνες τοξεύονταν, πιθανώς δεν έμεναν επί του πεδίου αλλά επεδίωκαν να διαφύγουν. Ομοίως πρέπει να είχαν μεγάλες απώλειες και οι Ρωμαίοι ιππείς, οι οποίοι κάλπασαν μπροστά από την επερχόμενη φάλαγγα προκειμένου να διευκολύνουν την αναδίπλωση των σπειρών του πεζικού και να αποτρέψουν τη διάλυσή τους.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως οι απώλειες των Ρωμαϊκών δυνάμεων δεν μπορεί να ήταν λιγότερες από 2.000 νεκρούς, στοιχείο που όχι μόνο δεν μειώνει τη μεγάλη επιτυχία τους, αλλά, αντίθετα, την καθιστά πιο αληθινή. Πιθανότερη εκδοχή πάντως, με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία και υπολογισμούς, είναι να υπήρχαν πολύ σημαντικές ρωμαϊκές απώλειες, της τάξης των 4.000 - 5.000 νεκρών, τις οποίες επιμελώς έσπευσαν να αποκρύψουν οι νικητές για λόγους υστεροφημίας. Κάτι ανάλογο έπραξαν και οι ιστορικοί που έγραψαν σε περίοδο Ρωμαιοκρατίας.
http://greekworldhistory.blogspot.gr/
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Πύδνα, τελευταία πρωτεύουσα των Μακεδόνων του Περσέα, πλούσιο λιμάνι της Πιερίας στο βόρειο Αιγαίο, είχε τη μοίρα να ζήσει πολλές πολιορκίες, διεκδικήσεις και τραγικές στιγμές πριν πέσει στα χέρια των Ρωμαίων τον 2ο αιώνα π.Χ. Το 432 π.Χ. την πολιόρκησαν πρώτοι οι Αθηναίοι, αλλά επειδή χρειάζονταν όλο το στρατό για την πολιορκία της πιο σπουδαίας Ποτείδαιας, ήρθαν σε συμφωνία με τον Περδίκκα Β', γιο του Αλέξανδρου Α' Φιλέλληνα, κι έλυσαν την πολιορκία, γράφει ο Θουκιδίδης.
Φαίνεται πως οι ''Φιλο-Αθηναίοι'' κάτοικοι της είχαν ζητήσει την προστασία των Αθηναίων, ενώ οι ''Φιλο-Μακεδόνες'', που είχαν από παλιά αναγνωρίσει την κυριαρχία του Αλέξανδρου Α' κι εξασφάλισαν την ανεξαρτησία της πόλης, επιβλήθηκαν. Το 410 / 409 π.Χ. η Πύδνα επαναστάτησε κατά του Πιέριου βασιλιά Αρχέλαου, γιου του Περδίκκα, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων που τον είχαν κηρύξει πρόξενο και ευεργέτη της πόλης τους, επειδή δεν είχε ανεβάσει την τιμή της ξυλείας που τους προμήθευε από την περιοχή του Στρυμόνα.
Ο Αρχέλαος πολιόρκησε την Πύδνα βοηθούμενος απ’ τον Αθηναίο Θηραμένη, αλλά τελικά την κατέλαβε χωρίς Αθηναϊκή βοήθεια και, κατά το Διόδωρο, διέταξε τους κατοίκους της να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν μεσόγεια, κάπου 4 χλμ. Έτσι η πόλη και το λιμάνι της ήταν υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων μέχρι που καταλήφθηκαν πάλι από τον Αθηναίο στρατηγό Τιμόθεο στη διάρκεια της κρίσης διαδοχής που ξέσπασε στη Μακεδονική δυναστεία το 360 π.Χ. Τελικά, τρία χρόνια αργότερα, ο Φίλιππος Β' κατέλαβε την Πύδνα μετά από τη μακρόχρονη πολιορκία της Μεθώνης, στην οποία έχασε το δεξί του μάτι (βληθέντα τοξεύματι).
Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Γ το 323 π.Χ., η μητέρα του Ολυμπιάς κι η σύζυγος του Ρωξάνη με το νεαρό παιδί της Αλέξανδρο Δ' κατέφυγαν στην Πύδνα, όπου τις καταδίωξε ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. Όταν παραδόθηκαν στην πολιορκία του, η μεν Ολυμπιάς εκτελέστηκε αμέσως, η δε Ρωξάνη με το παιδάκι της θανατώθηκαν μυστικά, άγνωστο πού και πότε ακριβώς. Η τραγική Πύδνα έμελλε να συνεχίσει τη ζωή της για άλλο ενάμισυ αιώνα, γινόμενη τελικά η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μέχρι το 168 π.Χ., χρονιά του αφανισμού της από τους Ρωμαίους στην ομώνυμη μάχη. Το φθινόπωρο του 172 π.Χ. Ρωμαϊκά στρατεύματα πέρασαν από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Ο Περσεύς αντί να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον τους συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις για σύναψη μιας συνθήκης που του είχαν προτείνει οι Ρωμαίοι ρίχνοντάς του στάχτη στα μάτια. Στο μεταξύ οι Ρωμαϊκές λεγεώνες προχωρούσαν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα. Αλλά και όταν επιτέλους ο Περσεύς κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αντί να βαδίσει εναντίον των Ρωμαϊκών στρατευμάτων που αποβιβάζονταν στην Ιλλυρία και προχωρούσαν μέσα από τα δύσβατα στενά της ορεινής Ηπείρου, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στο Κίτιον, κοντά στην Πέλλα.
Έτσι τα Ρωμαϊκά στρατεύματα με αρχηγό τον ύπατο Πόπλιο Λικίνιο Κράσσο πέρασαν ανενόχλητα μέσα από την Ήπειρο και έφθασαν στη Θεσσαλία ως τη Λάρισα, όπου ενώθηκαν με τον στρατό που έστειλε για βοήθεια ο Ευμένης της Περγάμου. Η πρώτη σύγκρουση Ρωμαίων και Μακεδόνων έγινε στο Συκούριο και μολονότι ο Ρωμαϊκός στρατός ήταν αριθμητικά σχεδόν ίσος με τον στρατό του Περσέως, οι στρατηγικές ικανότητες του Κράσσου φαίνεται ότι ήταν ανύπαρκτες και οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν και μεγάλα τμήματα του στρατού τους διασκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους.
Ούτε αυτή την ευκαιρία μπόρεσε όμως να εκμεταλλευθεί ο Περσεύς. Ενώ λογικά θα έπρεπε να καταδιώξει και να συντρίψει τον Ρωμαϊκό στρατό και παράλληλα να εξεγείρει τις Ελληνικές πόλεις-κράτη στα νώτα των Ρωμαίων, δεν το έκανε. Δεν το έκανε διότι θα χρειαζόταν να ξοδέψει αρκετά χρήματα και ενώ ήταν πάμπλουτος ήταν επίσης και υπερβολικά φιλάργυρος. Τσιγκουνεύτηκε να πληρώσει και άλλους στρατιώτες.
Η διορατικότητά του ήταν τόσο ανύπαρκτη ώστε δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε την αγανάκτηση των Ελλήνων εναντίον των Ρωμαίων που προκάλεσαν οι αγριότητες του ναυάρχου Γάιου Λουκρητίου στη Θίσβη, στην Αλίαρτο και στην Κορώνεια και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων τους. Ωστόσο, παρά την κοντόφθαλμη πολιτική του, ο Περσεύς, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες αποτυχίες, στο πεδίο της μάχης ουσιαστικά παρέμενε αήττητος. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος μελετώντας την κατάσταση αντικατέστησε τον Λικίνιο Κράσσο με τον ύπατο Αύλο Οστίλιο Μαγκίνο και τον ναύαρχο Γάιο Λουκρήτιο με τον Λεύκιο Ορτήσιο.
Αλλά και αυτοί δεν φάνηκαν πολύ καλύτεροι των προηγουμένων. Έτσι ο Οστίλιος Μαγκίνος αντικαταστάθηκε, την άνοιξη του 169 π.Χ., από τον Κόιντο Μάρκιο Φίλιππο, ο οποίος κατόρθωσε μεν να εξαναγκάσει τους Μακεδόνες να εγκαταλείψουν τα στενά των Τεμπών αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο πέρα διότι συνάντησε σθεναρή αντίσταση στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, στα νότια του Δίου. Είχαν ήδη περάσει σχεδόν τρία χρόνια και η Μακεδονία αντιστεκόταν σθεναρά. Τότε η Σύγκλητος αποφάσισε να στείλει έναν από τους πιο άξιους στρατηγούς της Ρώμης, τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο οποίος ξεκίνησε για την Ελλάδα την άνοιξη του 168 π.Χ.
Ο Αιμίλιος Παύλος δεν ήταν πια νέος. Πλησίαζε τα 60 αλλά ήταν στρατηγός με μεγάλη πείρα. Ο στρατός που είχε στη διάθεσή του αριθμούσε 52.000 πεζούς και 4.500 ιππείς, ενώ ο Μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από περίπου 40.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Ο Αιμίλιος Παύλος βρήκε το Μακεδονικό στρατόπεδο εκεί όπου το είχε αφήσει ο προκάτοχός του, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου προς τη θάλασσα, πίσω από τον ποταμό Ενιπέα, και άρχισε αμέσως τις επιθέσεις εναντίον του.
Γρήγορα όμως ο Ρωμαίος στρατηγός κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον να περάσει με τον στρατό του το ποτάμι. Συγκρότησε λοιπόν ένα απόσπασμα 8.000 ανδρών το οποίο κατόρθωσε να διασχίσει το ποτάμι από κάποιο πέρασμα και να βρεθεί στα νώτα των Μακεδόνων. Στο μεταξύ, για να μην αντιληφθούν οι Μακεδόνες τον στρατηγικό του ελιγμό, ο Αιμίλιος Παύλος συνέχιζε τις κατά μέτωπον επιθέσεις του.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Μία από τις μεγαλύτερες μάχες που έγιναν επί Ελληνικού εδάφους ήταν αυτή της Πύδνας το 168 π.Χ., στην οποία κρίθηκε η Ελληνική ανεξαρτησία. Όσον αφορά την εξέλιξή της, υπάρχουν ακόμα σκοτεινά σημεία. Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι επρόκειτο για σημαντικότατη σύγκρουση μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών μερίδων του αρχαίου κόσμου, στην οποία η προδοσία φαίνεται πως διεδραμάτισε τον ρόλο της. Την άνοιξη του 168 π.Χ. βρισκόταν σε εξέλιξη ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ του ισχυρότατου Ρωμαϊκού κράτους και της σημαντικότερης δύναμης του Ελληνισμού, του Μακεδονικού Βασιλείου.
Κατά τα τρία χρόνια επιχειρήσεων που είχαν προηγηθεί (171 π.Χ. - 169 π.Χ.), οι Μακεδόνες υπό τον βασιλιά Περσέα, με περιορισμένη υποστήριξη άλλων Ελλήνων, είχαν καταφέρει να αποκρούουν με επιτυχία τις διαδοχικές Ρωμαϊκές εισβολές. Με την είσοδο, όμως, στον τέταρτο χρόνο του σκληρού πολέμου, είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται έντονα σημάδια κόπωσης. Ο Περσέας διέγνωσε την κατάσταση αυτή και επιζήτησε την ειρήνευση με διαμεσολαβήσεις (των Ροδίων και του ουδέτερου βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσσία Β'). Οι προσπάθειές του απέτυχαν διότι η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, η οποία διέθετε μεγάλες στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες, είχε αποφασίσει τον ολοκληρωτικό πόλεμο και την καταστροφή της Μακεδονίας.
Κλιμακώνοντας τον πόλεμο οι Ρωμαίοι επιστράτευσαν νέες δυνάμεις και ενίσχυσαν τα σώματά τους τόσο στη Θεσσαλία έναντι του Περσέα, όσο και στην Ιλλυρία έναντι του Γένθιου, ορίζοντας παράλληλα ως διοικητές τους καλύτερους και εμπειρότερους αξιωματικούς τους. Για να ηγηθεί στη νέα εκστρατεία εστάλη στη Μακεδονία ο νεοεκλεγείς ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, λόγω της αναμφισβήτητης στρατηγικής ικανότητας, της σύνεσης, της μεγάλης εμπειρίας και του σεβασμού που ενέπνεε. Ο Λεύκιος γνώριζε, όπως και ο προηγούμενος ύπατος (Μάρκος Φίλιππος), τη νοοτροπία και τα θέματα των Ελλήνων, επιπλέον δε είχε μεγάλη Ελληνική μόρφωση και μιλούσε Ελληνικά.
Το κύριο μέτωπο του πολέμου βρισκόταν στα σύνορα Θεσσαλίας - Μακεδονίας. Ο Περσέας είχε παρατάξει το σύνολο του στρατεύματός του σε μία γραμμή άμυνας κατά μήκος του Ελπειού ποταμού (Ενιπέα), του οποίου την όχθη είχε οχυρώσει κατάλληλα μέχρι τον Όλυμπο. Στις διαβάσεις του τελευταίου είχε εγκαταστήσει φρουρές. Διέθετε συνολικά 4.000 ιππείς και λίγο περισσότερους από 39.000 πεζούς (21.000 φαλαγγίτες, 6.000 υπασπιστές, 12.000 ψιλούς). Ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος έφθασε στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο στις 7 Ιουνίου. Εκεί ήταν συγκεντρωμένες όλες οι δυνάμεις του, οι Ρωμαίοι και οι σύμμαχοί τους, συνολικά 4.200 ιππείς και 44.000 πεζοί (24.000 του βαρέος και 20.000 του ελαφρού πεζικού), σύμφωνα με την επικρατέστερη εκτίμηση.
Στις κοντινές ακτές είχε πλησιάσει ο στόλος (με Ρωμαϊκά και Περγαμηνά πλοία) υπό τον Γναίο Οκτάβιο. Ο Ρωμαίος ύπατος, διαπιστώνοντας την αδυναμία του να διασπάσει με κατά μέτωπο επιθέσεις τις αμυντικές θέσεις των Μακεδόνων στις απόκρημνες και οχυρωμένες όχθες του Ελπειού, οργάνωσε συντονισμένη επιχείρηση στρατού και στόλου για να παραπλανήσει τον αντίπαλό του και να μπορέσουν οι Ρωμαίοι να υπερφαλαγγίσουν την αμυντική γραμμή. Ενώ ο ίδιος ο Αιμίλιος, από τη νότια όχθη του ποταμού όπου ήταν στρατοπεδευμένος, απασχολούσε με συνεχείς επιθέσεις τις απέναντί του εχθρικές δυνάμεις.
Ένα σώμα 5.000 ανδρών επιβιβάστηκε στα πλοία του στόλου και κατευθύνθηκε προς τις ακτές της Πιερίας. Μια επίλεκτη δύναμη 8.500 ανδρών υπό τους Σκιπίωνα Νασικά και Φάβιο Μάξιμο Αιμιλιανό (γιο του υπάτου) κινήθηκε προς τα πίσω, δήθεν για να επιβιβαστεί και αυτή στα πλοία. Αντί αυτού στράφηκε δυτικά και ανέβηκε τα δύσβατα μονοπάτια της Καλλιπεύκης (από όπου είχε περάσει ο Μάρκος Φίλιππος το 169 π.Χ.). Βαδίζοντας επί τρεις ημέρες μόνο τη νύκτα οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να διασχίσουν τον Κάτω Όλυμπο, να στραφούν βόρεια και να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στην Ελληνική φρουρά της διάβασης του Πυθίου, την οποία και εξουδετέρωσαν.
Ακολούθως με τη βοήθεια Θεσσαλών οδηγών (και προδοτών) παρέκαμψαν το οχυρό της Πέτρας και κατέβηκαν στην πεδιάδα της Πιερίας πίσω από την Ελληνική αμυντική γραμμή του Ελπειού. Ο Περσέας, αντιμετωπίζοντας τη μετωπική επίθεση του Αιμιλίου, επίθεση στα νώτα του από τον Νασικά και κίνδυνο απόβασης (από τους 5.000 άνδρες που είχαν επιβιβαστεί στα πλοία του στόλου), διέταξε την εγκατάλειψη των θέσεων και τη γρήγορη υποχώρηση του στρατού του προς την οχυρή πόλη της Πύδνας. Στην πεδιάδα πίσω από τον ποταμό Λεύκο στρατοπέδευσε, αποφασισμένος να πολεμήσει εκεί και να μην επιτρέψει στον εχθρό την εισβολή στα πάτρια εδάφη.
Ο Αιμίλιος, μόλις αντιλήφθηκε την αποχώρηση των Ελλήνων, διέταξε προέλαση και αφού συνενώθηκε με τις δυνάμεις του Νασικά οδήγησε όλο το στράτευμά του απέναντι από τους αντιπάλους (μεσημέρι της 21ης Ιουνίου). Εκεί, υπό την κάλυψη προφυλακών μπροστά στο ποτάμι, στρατοπέδευσε λίγο πιο πίσω, στην πλαγιά του βουνού Ολόκρου. Τη νύκτα 21 / 22 Ιουνίου σημειώθηκε έκλειψη σελήνης, η οποία τρόμαξε και τα δύο στρατεύματα. Ο Αιμίλιος όμως, ο οποίος είχε και ιερατικό αξίωμα, πέτυχε να ερμηνεύσει θετικά για τον στρατό του το θαυμαστό φαινόμενο, αντίθετα από τους μάντεις των Μακεδόνων που είδαν σε αυτό άσχημες εξελίξεις και κατάλυση του βασιλείου.
ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Έτσι βρέθηκαν αντιμέτωποι το ζεστό εκείνο πρωινό του Ιουνίου στην όμορφη κοιλάδα της Μακεδονίας ανάμεσα από τα δύο ποτάμια τον Αίσωνα και τον Λεύκο, οι στρατοί των δύο Αυτοκρατοριών. Στην βόρεια όχθη του Λεύκου, ήταν ο Περσεύς με τον στρατό του. Στα δεξιά της παρατάξεως ήταν, όπως απαιτούσε η παράδοση, το βαρύ ιππικό και δίπλα του οι Οδρύσες σύμμαχοι ιππείς υπό τον βασιλιά τους Κότυ. Λίγο πιο αριστερά οι γραμμές του πεζικού, όπου υπήρχαν μαζί με τους Μακεδόνες υπασπιστές και τους άλλους Έλληνες συμμάχους του Περσέα, οι κατάξανθοι Γαλάτες μισθοφόροι.
Στην άλλη άκρη ήταν το Άγημα των Μακεδόνων και οι άγριοι Θράκες οπλισμένοι με την ρομφαία, ένα όπλο σαν πλατύ δρεπάνι που αν κάποιος το χειριζόταν με δύναμη και δεξιότητα, μπορούσε να αποκεφαλίσει με ένα κτύπημα τον αντίπαλο. Και στο κέντρο είχε ήδη λάβει θέσεις το άνθος του Μακεδονικού στρατού, οι πυκνές τάξεις των πεζεταίρων οπλισμένες με την εξάμετρη σάρισα, το ίδιο όπλο των προπάππων τους που πριν διακόσια τόσα χρόνια με αρχηγό τον Αλέξανδρο ξεκίνησαν την εκστρατεία για την κατάλυση του κολοσσιαίου κράτους των Αχαιμενιδών. Παραταγμένοι όπως και τότε σε βάθος δέκα έξι ζυγών σχημάτιζαν την φοβερή Μακεδονική Φάλαγγα.
Είκοσι μία χιλιάδες ήταν σύνολο οι σαρισοφόροι, δέκα χιλιάδες πεντακόσιοι Χαλκάσπιδες και άλλοι τόσοι οι επίλεκτοι Αργυράσπιδες. Επικεφαλής των Μακεδόνων ήταν ο βασιλιάς Περσεύς, που είχε αναλάβει προσωπικά την ηγεσία του ιππικού στην δεξιά πτέρυγα. Από την νότια όχθη φαινόντουσαν οι Ρωμαίοι να παίρνουν τις θέσεις τους στον στενό χώρο μεταξύ του Ολόκρου όρους και του ποταμού. Απέναντι στο εχθρικό ιππικό, στα αριστερά τους, τάχθηκε το δικό τους βαρύ Ρωμαϊκό και Ιταλικό ιππικό μαζί με τους Αφρικανούς συμμάχους, τους Νουμιδούς.
Πιο πίσω οι Έλληνες πελταστές με τις μακριές λόγχες, οι οπλίτες της Αχαϊκής συμπολιτείας που κατά την παλαιά Ελληνική συνήθεια που καταδίκαζαν όλοι αλλά και όλοι εφάρμοζαν, συμμάχησαν με τους αλλοεθνείς εναντίον των άλλων Ελλήνων. Στην δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι πολυάριθμοι Ιταλοί σύμμαχοι Λουκανοί, Βρούττιοι, Καμπανοί, Σάμνιοι και άλλοι, σε δύο ξεχωριστά σώματα, κάτι παραπάνω από δώδεκα χιλιάδες πολεμιστές. Στο ίδιο μέρος τοποθετήθηκαν και οι είκοσι δύο πολεμικοί ελέφαντες την χρησιμότητα των οποίων είχαν μάθει οι Ρωμαίοι με οδυνηρό τρόπο από τον Πύρρο.
Λίγο πιο πίσω σαν στήριγμα, είχαν μπει οι άλλοι Έλληνες, οι ελαφροί οπλίτες από την Πέργαμο που τόσο πολύτιμοι είχαν φανεί στους Ρωμαίους όταν κατήγαγαν την μεγάλη νίκη εναντίον του Σελευκίδη Αντιόχου του Γ' στην Μαγνησία το 191 π.Χ. Στο κέντρο της παρατάξεως είχε τοποθετηθεί το βαρύ πεζικό των Ρωμαίων, περισσότεροι από δέκα χιλιάδες πειθαρχημένοι και καλοεκπαιδευμένοι λεγεωνάριοι, σε δύο ξεχωριστές λεγεώνες. Από την θέση του Περσέα ξεχώριζαν οι κοόρτες με τις βαριές τετράγωνες ασπίδες (scutum), μπροστά οι πρίγκιπες (principes), μετά οι άστατοι (hastatii) και οι βετεράνοι τριάριοι (triarii).
Στο τέλος, να παίρνουν την χαρακτηριστική «πεσσοειδή διάταξη» ή «αβάκιον», ανάλογη δηλαδή με τον τρόπο που είναι τοποθετημένα τα τετράγωνα της σκακιέρας. Και σε μικρή απόσταση μπροστά από τους λεγεωνάριους άρχισαν ήδη να αναπτύσσονται σε αραιή διάταξη οι βελίτες, τα ελαφρά στοιχεία της Λεγεώνας που με βροχή ακοντίων μεριμνούσαν για την φθορά του εχθρού πριν αυτός έλθει σε επαφή με το κύριο σώμα. Αρχηγός των Ρωμαίων ήταν όπως είδαμε, ο ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έμπειρος στρατιωτικός, μορφωμένος και Ελληνομαθής άνδρας και θαυμαστής του Ελληνικού πνεύματος.
Ο ακριβής αριθμός των δυνάμεων που αντιπαρατάχθηκαν στην πεδιάδα της Πύδνας δεν είναι γνωστός και αποτελεί ένα σημείο διαφωνίας μεταξύ των μελετητών. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή (Αγγλόφωνων συγγραφέων) ο Ελληνικός στρατός παρέταξε 43.000 - 44.000 άνδρες, ενώ ο Ρωμαϊκός κάπως λιγότερους (38.000 - 43.000). Η διαφορά είναι αμελητέα. Οι αριθμοί αυτοί, αν εξεταστούν σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων δίδεται από τον Πλούταρχο, που είναι ο ένας από τους (μόλις) δύο συγγραφείς οι οποίοι έγραψαν σχετικά και διασώθηκαν τα κείμενά τους. Ατυχώς δεν έχει διασωθεί το βιβλίο του Πολύβιου, που ήταν σύγχρονος της μάχης και έγραψε γι' αυτήν.
Ο Πλούταρχος λοιπόν αναφέρει ότι κατά την έναρξη των επιχειρήσεων του 168 π.Χ., δηλαδή στα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου, ο Περσέας είχε στη διάθεσή του 4.000 ιππείς και κάτι λιγότερο «τετρακισμυρίων ου πολλοίς αποδέοντες» από 40.000 πεζούς (ας υποθέσουμε 39.600 - 39.800). Απαιτείται προσοχή διότι ο Πλούταρχος αφενός γράφει επί Ρωμαιοκρατίας και αφετέρου δεν φαίνεται να προσέχει ιδιαίτερα τέτοιες λεπτομέρειες: αναφέρει ότι οι 40.000 περίπου πεζοί του Περσέα ήταν «εις φάλαγγα», κάτι που δεν γίνεται από κανέναν δεκτό. Η φάλαγγα αποτελείτο από 21.000 μαχητές, αριθμό ήδη πολύ μεγάλο – κατά το παρελθόν δεν τον είχε φθάσει ποτέ.
Με αυτούς τους πολεμιστές ο Έλληνας ηγεμόνας αμύνθηκε στα στρατηγικά σημεία των συνόρων Θεσσαλίας - Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, ο ίδιος με τη βασική του δύναμη κρατούσε την κύρια δίοδο στον Ελπειό ποταμό, ενώ άλλοι διοικητές ανέλαβαν τη φύλαξη των ορεινών διαβάσεων του Ολύμπου. Η επίθεση των Ρωμαίων στη διάβαση του Πυθίου, η συμπλοκή που επακολούθησε, η ήττα των Ελλήνων της φρουράς (που δεν μπορεί να ήταν 10.000 μισθοφόροι, αφού δεν διέθετε τόσους το μακεδονικό στράτευμα - άλλη μια περίπτωση στην οποία ο Πλούταρχος δεν ακριβολογεί) και η αναδίπλωσή τους, καταδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών απωλειών, ώστε να δικαιολογείται η απομάκρυνση από την αποστολή τους.
Από τους 12.000 άνδρες της φρουράς οι 1.000 - 1.500 μπορούν να θεωρηθούν εκτός μάχης (νεκροί, βαριά τραυματίες, αιχμάλωτοι). Μερικές ελαφρές απώλειες θα είχε ο Περσέας και στις κατά μέτωπο επιθέσεις των Ρωμαίων στην οχυρωμένη γραμμή του Ελπειού. Το σύνολο των απωλειών κατά τους μήνες Μάιο - Ιούνιο μπορεί εύλογα να εκτιμηθεί σε 2.000 άνδρες, τους οποίους, με βάση τις ενδείξεις (εξάντληση των δυνατοτήτων επάνδρωσης από πλευράς Μακεδονίας, ανάγκη φρούρησης των παραλίων έναντι πιθανών αποβάσεων των Ρωμαίων), δεν μπορούσε να αναπληρώσει ο Μακεδόνας βασιλιάς.
Κατά συνέπεια οι Ελληνικές δυνάμεις που παρατάχθηκαν για μάχη δεν μπορεί να ήταν περισσότερες από 42.000 άνδρες. Το πιθανότερο είναι να ήταν κατά τι λιγότερες. Ο αριθμός των Ρωμαϊκών δυνάμεων δίδεται από τον Τίτο Λίβιο, ο οποίος συνέγραψε ιστορία κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες, εξύμνησε την πατρίδα του τη Ρώμη και τα επιτεύγματά της σε βαθμό υπερβολικό και γενικότερα έγραψε με τρόπο που δεν τον καθιστά ούτε αμερόληπτο ούτε πάντα αξιόπιστο. Με βάση αυτές τις παραδοχές πρέπει να εκτιμηθούν και οι υπολογισμοί του.
Είναι γνωστό από τους συγγραφείς, αφενός ότι το ρωμαϊκό κράτος είχε κινητοποιήσει κατά τις αρχές του τέταρτου χρόνου του πολέμου άνω των 100.000 πολεμιστών για τα δύο χερσαία μέτωπα και τον πόλεμο στη θάλασσα και αφετέρου ότι ο νέος ύπατος, ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έμπειρος και δυναμικός ηγέτης, απαίτησε και πέτυχε να ανέλθει πάλι η δύναμη του εκστρατευτικού σώματος στο μέτωπο της Θεσσαλίας στους 40.000 μαχητές. Δεν γνωρίζουμε όμως με ακρίβεια αν σε αυτούς υπολογίζονται μόνο τα Ρωμαϊκά - Ιταλικά στρατεύματα ή συνυπολογίζονται και οι σύμμαχοι που συνέπρατταν επί τόπου, δηλαδή άλλοι Έλληνες, Περγαμηνοί από τη Μικρά Ασία, Νουμιδοί από την Αφρική κλπ.
Ορθότερο φαίνεται το πρώτο, να εννοούνται δηλαδή μόνο οι Ρωμαίοι - Ιταλοί, οπότε οι άλλοι σύμμαχοι (περίπου 8.000 άνδρες) πρέπει να προστεθούν σε αυτόν τον αριθμό (των 40.000 Ρωμαίων), ανεβάζοντάς τον στους 48.000. Ο τελευταίος αριθμός φαίνεται να ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στις ανάγκες του κύριου μετώπου, όπου αντιμετωπιζόταν ο ισχυρότερος και πιο αξιόμαχος αντίπαλος (ο Μακεδονικός στρατός του Περσέα), τη διοίκηση εκεί είχε ο ύπατος και οι Ρωμαίοι ήταν επιτιθέμενοι εναντίον μιας οχυρωμένης τοποθεσίας.
Αντίθετα στο άλλο μέτωπο, εκείνο της Ιλλυρίας, ο αντίπαλος ήταν σχετικά ολιγάριθμος (ο Ιλλυρικός στρατός έφθανε το πολύ τους 16.000 μαχητές), όχι ιδιαίτερα επίφοβος, σε επιχειρήσεις με δευτερεύουσα σημασία και με τη διοίκηση εκεί να την έχει ένας στρατηγός (ο Λεύκιος Ανίκιος). Δεν φαίνεται λοιπόν ορθό για τους μεθοδικούς Ρωμαίους στο κύριο μέτωπο, εκεί όπου αντιμετώπιζαν 43.000 αντιπάλους και η σύγκρουση ήταν κρίσιμη, να διαθέτουν μόνο 40.000 άνδρες και στο δευτερεύον μέτωπο, όπου αντιμετώπιζαν 16.000 άνδρες, να απασχολούν 30.000.
Οι Ρωμαίοι ηγέτες τον χειμώνα του 169 - 168 π.Χ. μεθόδευσαν πολύ σοβαρά τις κινήσεις τους, επέλεξαν τους κατάλληλους διοικητές και τους διέθεσαν αντίστοιχες δυνάμεις και εξοπλισμό. Ενήργησαν δηλαδή ορθολογικά. Έτσι είναι λογικότερο να θεωρήσουμε ότι ενίσχυσαν ιδιαίτερα το βασικό τους μέτωπο εναντίον του βασικού τους αντιπάλου, φροντίζοντας η δύναμή τους να είναι ανώτερη από εκείνη των εχθρών τους οποίους ήθελαν να καταβάλουν. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο Αιμίλιος Παύλος, φθάνοντας στο μέτωπο, είχε στη διάθεσή του τουλάχιστον 48.000 πολεμιστές.
Μέχρι την τελική σύγκρουση στην πεδιάδα της Πιερίας ο Ρωμαϊκός στρατός είχε κάποιες απώλειες. Αυτές (το πιθανότερο μερικές εκατοντάδες) προήλθαν τόσο από τις μάταιες επιθέσεις του εναντίον των οχυρωμένων, πίσω από τη γραμμή του Ελπειού, Ελλήνων, όσο και κατά την επίθεσή τους εναντίον της διάβασης του Πυθίου, την οποία πέτυχαν και εκπόρθησαν αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους τους (το πιθανότερο με περιορισμένες απώλειες). Επιπλέον ο Αιμίλιος είχε επιβιβάσει 5.000 άνδρες του σε πολεμικά πλοία, τα οποία περιέπλεαν και απειλούσαν τις ακτές της Πιερίας, της Βοττιαίας (σημερινής Ημαθίας) και της Χαλκιδικής (του Θερμαϊκού κόλπου γενικότερα).
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η δύναμη επανενώθηκε με τις μονάδες που οδηγούσε ο Αιμίλιος, συνεπώς δεχόμαστε ότι δεν συνέπραξε στη μάχη. Με βάση τα παραπάνω φαίνεται πως στην πραγματικότητα αντιπαρατάχθηκαν 41.000 - 42.000 Έλληνες έναντι λίγο περισσότερων από 42.000 Ρωμαίων, σε μία από τις πιο μεγάλες και καθοριστικές μάχες του αρχαίου κόσμου που έγιναν επί Ελληνικού χώρου.
Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Στις 22 Ιουνίου οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν για την αποφασιστική αναμέτρηση. Το πρωί πέρασε χωρίς κανένας στρατός να ριψοκινδυνεύσει τη διάβαση του ποταμού και την επίθεση υπό τους δυσμενείς όρους που αυτή συνεπαγόταν. Το μεσημέρι όμως, από ένα τυχαίο γεγονός μεταξύ των προφυλακών, δόθηκε το έναυσμα της μάχης. Αρχικά συγκρούστηκαν, λόγω ενός διαφυγόντος αλόγου (το οποίο κατά τον Πλούταρχο άφησαν επίτηδες οι Ρωμαίοι για να προκαλέσουν την εχθρική επίθεση - κάτι που δεν επιβεβαιώνεται), 800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο με 3.000 πεζούς (5 κοόρτες) και 120 ιππείς Ιταλούς. Αμέσως άλλοι Θράκες έσπευσαν σε βοήθεια των δικών τους διαβαίνοντας το ποτάμι, ενώ ενισχύονταν και οι Ιταλοί.
Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων για τη συμπλοκή, που φαινόταν να εξελίσσεται υπέρ τους, οδήγησε τον Περσέα να διατάξει γενική επίθεση. Οι δυνάμεις του περνώντας τον Λεύκο ήταν παρατεταγμένες ως εξής: Το σύνολο του ιππικού δεξιά (4.000 καλά εκπαιδευμένοι και έμπειροι ιππείς), δίπλα τους οι συμμαχικές μονάδες ελαφρού πεζικού και το ένα σώμα των υπασπιστών από 3.000 άνδρες. Στο κέντρο υπήρχε η φάλαγγα σε δύο κέρατα, δεξιά οι αργυράσπιδες (10.500 πολεμιστές) και αριστερά οι χαλκάσπιδες (άλλοι 10.500). Στην αριστερή πλευρά βρισκόταν το άλλο σώμα των υπασπιστών, το «άγημα», από 3.000 άνδρες και σώματα Θρακών και Παιόνων ψιλών.
Η διάταξη μάχης του Ελληνικού στρατού φαίνεται κλασική: στο κέντρο η φάλαγγα, προστατευμένη στα ευαίσθητα πλευρά της από ψιλούς, και όλο το ιππικό δεξιά. Εκτός της αυτονόητης χρήσης της φάλαγγας για κεντρικό κτύπημα, γίνεται αντιληπτό, χωρίς να είναι σαφές, κάποιο συνολικότερο σχέδιο μάχης. Μάλλον ο Περσέας και οι στρατηγοί του απέβλεπαν στην απομόνωση του εχθρικού κέντρου και στη συντριβή του από τη φάλαγγα, ενώ το ιππικό πιθανώς θα ανελάμβανε την αντιμετώπιση του ισάριθμου σχεδόν εχθρικού. Οι Ρωμαϊκές δυνάμεις που παρατάχθηκαν στην άλλη όχθη του ποταμού Λεύκου, είχαν το ιππικό αριστερά και δίπλα του σώματα συμμάχων ψιλών (Έλληνες, Λίγυες και Νουμίδες).
Στο κέντρο βρίσκονταν, μπροστά οι γροσφομάχοι (ελαφρά οπλισμένοι) και πίσω τους οι λεγεωνάριοι σε τρεις σειρές (άστατοι, πρίγκιπες, τριάριοι). Οι μονάδες των Ιταλών συμμάχων (βαρύ πεζικό αντίστοιχο των λεγεωναρίων, που λάμβανε θέση εκατέρωθεν αυτών, γι' αυτό λεγόταν «πτέρυγα»), βρέθηκαν δεξιά τους. Πιο πέρα τάχθηκαν, λόγω της εξέλιξης της αρχικής σύγκρουσης, 120 ιππείς, 22 (κατ' άλλους 34) ελέφαντες και τα σώματα των συμμάχων ψιλών (Περγαμηνοί κ.ά.). Η διάταξη των Ρωμαίων δεν ταίριαζε με τη συνήθη, δηλαδή τις Ρωμαϊκές μονάδες στο κέντρο, τις Ιταλικές στις πτέρυγες εκατέρωθεν των Ρωμαϊκών και τις συμμαχικές ακόμα πιο πλευρικά.
Δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί αν αυτό ήταν αποτέλεσμα σχεδίου ή προέκυψε από τη βιαστική παράταξη για μάχη. Αν συνέβη το δεύτερο, δηλαδή η ταχεία σύνταξη προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Ελληνική έφοδος, κλονίζεται η αξιοπιστία του Πλούταρχου περί υποκίνησης της Ελληνικής επίθεσης (με το τέχνασμα του αλόγου) και οι Ρωμαίοι - Ιταλοί παρατάχθηκαν για μάχη χωρίς να ακολουθήσουν την τυπική τους διάταξη, κάτι αρκετά περίεργο. Το αίνιγμα γίνεται ακόμα πιο μυστηριώδες αν λάβουμε υπόψη την άλλη πληροφορία του Πλούταρχου περί κανονικής Ρωμαϊκής σύνταξης και διενέργειας επίθεσης ταυτόχρονα με την Ελληνική.
Γνώση εναντίον Δεισιδαιμονίας
Όταν ο Περσεύς αντιλήφθηκε ότι οι Ρωμαίοι πάνε να τον περικυκλώσουν αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Πύδνα, στα βόρεια της σημερινής Κατερίνης. Ο Ρωμαϊκός στρατός ακολούθησε τον Περσέα, ο οποίος είχε παρατάξει τον στρατό του στην πεδιάδα μπροστά από την πόλη της Πύδνας. Ο Περσεύς, μολονότι ήξερε ότι η τοποθεσία δεν ήταν ιδανική, αναγκάστηκε να ετοιμαστεί για τη μάχη. Τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουνίου του 168 π.Χ. έγινε έκλειψη σελήνης. Οι Μακεδόνες, βλέποντας ξαφνικά το φεγγάρι να χάνεται από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, πανικοβλήθηκαν μπροστά σ' αυτόν τον «κακό οιωνό».
Το ίδιο συνέβη και στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, μόνο που εκεί υπήρχε ο αστρονόμος Σουλπίκιος Γάλλος, ύπαρχος του Αιμιλίου Παύλου, ο οποίος εξήγησε στους στρατιώτες ότι δεν πρόκειται για οιωνό αλλά για φυσικό φαινόμενο. Έτσι οι Ρωμαίοι κοιμήθηκαν ήσυχοι ενώ οι Μακεδόνες παρακαλούσαν τους θεούς να μην τους καταστρέψουν.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η μάχη πήρε τ’ όνομα από τον Πλούταρχο, που έδωσε και την ώρα (περί δείλην - γύρω στο δειλινό) που χάθηκε η Μακεδονία και η Ελλάδα. Την ημερομηνία τη μάθαμε απ’ τους αστρονόμους, πάλι χάρη στον Πλούταρχο που ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια την έκλειψη σελήνης που έγινε την παραμονή της μάχης. Σύμφωνα με τα λόγια του, ο Ρωμαίος στρατηγός Lucius Aemilius Paullus Macedonicus (το τελευταίο επίθετο- cognomen του το έδωσε η σύγκλητος τιμητικά μετά το 168) κατεβαίνοντας με το 17χρονο γιο του Scipio Aemilianus Africanus από τις υπώρειες του Ολύμπου προς την ακτή, αντίκρισε την ''φάλαγγα συντεταγμένην ήδη και συνεστώσαν'' (ίσως διπλή) των Μακεδόνων, ''όμως πρό της Πύδνης υπομένοντα πειράσθαι μάχης αναγκαίον ήν''.
Έτσι, αντί να επιτεθεί ο Αιμίλιος, προτίμησε να σκάψει χάρακα (οχύρωμα) και να προσφέρει σπονδές και θυσίες στους θεούς του Ολύμπου με τα Λατινικά ονόματα, το βράδυ της 21ης Ιουνίου του 168 π.Χ. αλλά και το επόμενο πρωί. Ο Πλούταρχος συμπληρώνει ότι οι πρωινές θυσίες ήταν αφιερωμένες στον Ηρακλή, αλλά ο κακότυχος Ρωμαίος δεν πήρε κανένα ευνοϊκό χρησμό μέχρι το 21ο σφάγιο, οπότε οι μάντεις του συμφώνησαν πως θα νικούσε τον Περσέα μόνο αν δεν έσπευδε σε επίθεση, αλλά αντίθετα αν έκανε άμυνα (αμυνομένοις).
Ας πάμε πίσω στο χρόνο για να δούμε πώς ο πανούργος Αιμίλιος, μαζί με το στόλο και τον Σκιπίωνα που ακολουθούσε με 30 Νουβιανούς ελέφαντες, είχε ξεκινήσει από το Πύθιον, διέσχισε τη δίοδο της Πέτρας και έφτασε στην τελευταία πρωτεύουσα της Μακεδονίας για να υπογράψει το τραγικό τέλος της. Πόσες μέρες κράτησε η Ρωμαϊκή εκστρατεία; Πού και πώς έστησε το στρατό, το ιππικό, τους ελέφαντες και το στόλο του; Με πιο τρόπο νίκησε τη Μακεδονική φάλαγγα και τους ακατανίκητους πεζέταιρους και ασθέταιρους ιππείς του Περσέα; Τέλος, πώς ξεκίνησε και πώς χάθηκε εκείνη η δραματική μάχη ένα δειλινό, πριν 22 αιώνες, δίπλα στη Μεθώνη, όπως μας θυμίζει ο Στράβων με τη φράση:
''Εν μέν τώ πρό της Πύδνης πεδίω Ρωμαίοι εν δέ τω πρό τής Μεθώνης πεδίω γενέσθαι συνέβη Φιλίππω''.
Όπως μας λένε οι αρχαίες πηγές, ο Αιμίλιος καμάρωνε σε επινίκιο λόγο του στη Ρώμη πως δυο εβδομάδες από την ανάληψη των καθηκόντων του ως έπαρχος της Θεσσαλίας στο Πύθιον, κατανίκησε τον Περσέα. Για την ακρίβεια, από τις 7 ως τις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ. Χασομέρησε ''ημέρας μεν τινας'' στη Θεσσαλία (Πλούταρχος) για να οργανώσει στρατό και στόλο (ας πούμε ως τις 12 Ιουνίου), έστειλε τον Σκιπίωνα προς Πύθιο, κι ο ίδιος επιτέθηκε για δυο μέρες στη Μακεδονική φρουρά που φύλαγε τη δίοδο της Πέτρας. Την τρίτη μέρα έπεσαν και το Πύθιο και η Πέτρα σύμφωνα με τον Λίβιο.
Πώς όμως χάθηκαν τόσο εύκολα μέσα σε δυο μέρες τα Μακεδονικά φρούρια, ιδίως η δύσβατη Πέτρα, όπου είχε σκοντάψει ακόμα κι ο Ξέρξης κάπου ένα μήνα ψάχνοντας πέρασμα του Ολύμπου τέσσερις αιώνες πρωτύτερα; Οι πηγές διαφωνούν στο αν φυλάγονταν καλά η Πέτρα και από πόσους. Ο Ζωναράς υποστηρίζει ότι η Πέτρα είχε ''ελαχίστην φρουράν'', ενώ ο Πλούταρχος ότι η δίοδος ήταν αφύλαχτη, αλλά μόλις ο Περσέας έμαθε από ένα λιποτάκτη Κρητικό, τα της επίθεσης των Ρωμαίων, έστειλε 12.000 άνδρες στα υψίπεδα ''κατά τας υπερβολάς'' της Πέτρας, που πολέμησαν γενναία τους 8.320 άνδρες του Σκιπίωνα αλλά ατυχώς ηττήθηκαν.
Οι πιο μέτριοι ''πολεμικοί ανταποκριτές'' Σκιπίων και Πολύβιος έφτασαν στο σημείο να γράψουν πως οι Έλληνες φρουροί πιάστηκαν στον ύπνο, αλλά τους διόρθωσε ο Ζωναράς λέγοντας πως οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τα υψώματα και πέρασαν τη δίοδο επειδή ξέφυγαν της προσοχής των λίγων φρουρών της νύχτας αλλά και τη μεγάλη τους δύναμη και ταχύτητα ''καταληφθέντων των άκρων νυκτός προς τα όρη ώρμησε και πη μεν λαθών πη δε βιασάμενος υπερέβαλεν αυτά''. Αυτό που έχει σημασία είναι πως οι φρουρές στο Πύθιο -που φυλάγονταν από κάποιο Μίλωνα- και του Πυθίου, έπεσαν στις 14 Ιουνίου κι έτσι ο δρόμος προς την παραλιακή Πύδνα άνοιξε, όπως τουλάχιστο καμάρωνε ο Σκιπίων σε γράμμα που έστειλε στη Ρώμη.
Κατά το Διόδωρο η Πύδνα ήταν καλά οχυρωμένη πόλη - λιμένας, που χτίστηκε από τους κατοίκους της βόρειας Πιερίας. Ο Αρχέλαος, που μεταξύ άλλων κέρδισε κότινο στην Ολυμπία με νίκη στο τέθριππον το 408 π.Χ. αλλά και στους Δελφούς, είχε μεταφέρει την Πύδνα 4 χλμ μεσόγεια, όπως αναφέρθηκε. Γύρω στα 360 π.Χ. η πόλη έγινε πάλι ανεξάρτητη, ώσπου να την καταλάβει ο Φίλιππος το 356, χάνοντας το δεξί του μάτι στην πολιορκία της γειτονικής Μεθώνης. O Κάσσανδρος την οχύρωσε το 317 π.Χ.-316π.Χ., χτίζοντας μακρύ τείχος στις πλαγιές που χωρίζουν την ακτή και αυτή της εκβολής του ποταμού, που αργότερα ονομάστηκε Καραγάτς.
Περίπου εκεί πρέπει να έφτασε ο υπερεξηντάχρονος Αιμίλιος (229 π.Χ.) το πρωί της 15ης Ιουνίου και έστησε στρατόπεδο, λέει ο Λίβιος, ''ακριβώς στη θάλασσα'' (propius mare ad Pydnam). Όσο για τα μαντάτα της πτώσης της Πέτρας, έφτασαν στον Περσέα, που ανέμενε τον Αιμίλιο 5 Ρωμαϊκά μίλια ανατολικά του Δίου, όπου είχε άφθονο χόρτο και νερό για το ιππικό αλλά και ισχυρή οχύρωση της ιερής πόλης των Μακεδόνων. Φοβούμενος το Ρωμαϊκό στόλο που έπλεε προς Πύδνα και το Σκιπίωνα που έρχονταν από πίσω, λέει ο Πλούταρχος, ο Περσέας έκανε μάλλον κακή εκτίμηση, μεταφέροντας το στρατόπεδο του προς τα πίσω, στην παράλια Πύδνα ''καί τήν Πύδνα προκατάσχη, καί γάρ τό ναυτικόν άμα τών Ρωμαίων παρέπλεε ήγεν οπίσω''.
Η μεταφορά του στρατοπέδου πρέπει να έγινε βιαστικά τη νύχτα της 14ης Ιουνίου, αφού το ιππικό του Περσέα έπρεπε να καλύψει τα 30 χλμ. Δίου - Πύδνας και να το ξαναστήσει 2-3 χλμ. από τα τείχη της Πύδνας. Το επόμενο πρωί ενώθηκαν οι δυνάμεις των Σκιπίωνα - Αιμίλιου και βάδισαν ανατολικά, χωρίς να επιτεθούν στον Περσέα. Γιατί οι Ρωμαίοι δεν επιτέθηκαν αμέσως; Ο Λίβιος λέει, πως είχε υπερβολική ζέστη στο καταμεσήμερο, κι έτσι ο Αιμίλιος δεν ήθελε να ρίξει στη μάχη κουρασμένους λεγεωνάριους, ελέφαντες και άλογα ενάντια στην ξεκούραστη φάλαγγα του Περσέα.
Ο Πλούταρχος τον διαψεύδει με αληθοφανή στοιχεία, λέγοντας ότι ''πάγωσε'' κυριολεκτικά ο Αιμίλιος όταν είδε τη φάλαγγα ''συντεταγμένην και συνεστώσαν'' με ασπίδες και θώρακες να λάμπουν στον ήλιο και δη ''διπλή στη μέση'', συμπληρώνει ο Frontinus (phalangem duplicum). Τούτο σημαίνει πως οι 20.000 σαρισσοφόροι του Περσέα, συντεταγμένοι σε βάθος 32 αντί 16 ανδρών, έπιαναν κάπου 600 μέτρα, άρα έπιαναν τόπο και προκαλούσαν τρόμο. Ο Ζωναράς είναι ο πιο αντικειμενικός όλων και βάζει τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας πως κι ο ίδιος ο Αιμίλιος έφτασε μπροστά στην Πύδνα αλλά οι δυο αντίπαλοι δεν ξεκίνησαν αμέσως τη μάχη, αλλά ''διέτριψαν ουκ ολίγας ημέρας''.
Κατά τον έξοχο μελετητή της Μακεδονικής ιστορίας NGL Hammond η εξιστόρηση του Ζωναρά είναι η πιο αληθοφανής, αφού ο Αιμίλιος χρειάζονταν χρόνο για ανεφοδιασμό κι έστελνε στρατιώτες να βρούν ξύλα και σανό στα γειτονικά χωράφια, όπως γράφει ο Λίβιος. Άλλωστε κι ο Περσέας έπρεπε ν’ αλλάξει τακτική βλέποντας το ρωμαϊκό στρατό με τους ελέφαντες από πάνω του και το στόλο να περιπλέει στα νώτα του. Έτσι πιστεύεται ότι μεταξύ 16 και 21 Ιουνίου, ο μεν Αιμίλιος ανεφοδιάζονταν κι έσκαβε αμυντικό χάρακα, ο δε Περσέας παρέτασσε φάλαγγα και ιππικό μεταξύ Ρωμαίων και οχυρωμένης Πύδνας, εφοδιάζονταν απ’ αυτήν και περίμενε την επίθεση τους.
Εδώ βρίσκεται ίσως το λάθος του Περσέα: Πρώτον, έστησε το στρατό του στην πεδιάδα ''κάτω'' από τον Ρωμαϊκό κι επί πλέον με το στόλο πίσω του. Δεύτερον, φρόντισε με βιαστικά μέτρα να εκπαιδεύσει τ’ άλογα να μη φοβούνται τους ελέφαντες και μοίρασε αγκαθωτούς θώρακες στο πεζικό, όπως σημειώνει ο Ζωναράς, αλλά δεν εφάρμοσε το τέχνασμα του Αλέξανδρου, που έβαλε τους φαλαγγίτες να κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο χτυπώντας τις ασπίδες με τα δόρατα, με συνέπεια να πανικοβάλουν τις στρατιές ελεφάντων του Πώρου. Φαίνεται ο γενναίος Περσέας δεν διάβασε προσεχτικά τις πολεμικές τακτικές του μέγιστου στρατηγού όλων των εποχών.
Ο χάρτης της μάχης που πρότεινε ο Hammond το 1984 εικονίζει την τοποθεσία της μάχης και την παράταξη των δυο στρατών ως τη νύχτα της έκλειψης, την 21η Ιουνίου, 168 π.Χ. Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις σύγχρονων ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, που τοποθετούν τη μάχη νοτιώτερα, στην περιοχή βορείως του σημερινού Κορινού. Εκείνο που δεν δείχνει κανείς χάρτης είναι η αφορμή για το έναυσμα της, κι εδώ ακριβώς είναι το παράλογο της υπόθεσης. Οι Λίβιος και Ζωναράς το έριξαν στην τύχη (LXLIV.40.3: Neutron imperatorum volente Fortuna. 9.23: συμβάν τι κατά τύχην). Ο Πλούταρχος θέλει τον πανούργο Αιμίλιο να σκηνοθετεί κάποιο ''ατύχημα'' ίππου.
Περίμενε, λέει, μέχρι να πέσει ο ήλιος το δειλινό της 22ας Ιουνίου, για να μη τον έχει στα μάτια ο στρατός του, αφού δύει πίσω απ’ τα Πιέρια, κι έστειλε ένα αχαλίνωτο άλογο ανάμεσα στους δυο στρατούς, πράγμα που έκανε να ξεσπάσει η μάχη ''του Αιμιλίου τεχνάζοντος αχάλινον ίππον εξελάσαντος''. Ο Λίβιος συμφωνεί κάπως, όχι όμως στο είδος αλόγου, που το θέλει άλογο φόρτου, που ξέφυγε κατά λάθος την ώρα που του έκαναν ιπποκομία. Άλλοι ιστορικοί, με τους οποίους τείνω να συμφωνήσω, υποστηρίζουν πως η μάχη άναψε από κάτι Θράκες ιππείς του Περσέα, οι οποίοι επιτέθηκαν σε Ρωμαίους που έκοβαν χόρτα (ίσως για να ταΐσουν τ’ άλογα) και μάλιστα πως ο διοικητής των Θρακών λέγονταν Αλέξανδρος.
Πάντως άσχετα αν η αιτία έναρξης της μάχης ήταν ίππος φόρτου, πολεμικός, ημίονος φόρτου, ή οι ίδιοι οι Θράκες, είναι απίθανο να είχε σκηνοθετήσει το επεισόδιο ο ίδιος ο Αιμίλιος. Μάλλον οι συγκυρίες ήταν άτυχες για την ιστορία της Μακεδονίας - και της υπόλοιπης Ελλάδος. Όσο για το πού ξέφυγε το μοιραίο ζώο δεν το ξεκαθαρίζει ο Πλούταρχος αλλά ο Λίβιος και δη με λεπτομέρεια, δηλ. στο ''όχι τόσο μεγάλο'' ποτάμι, που ήταν πιο κοντά στο Μακεδονικό στρατό, απ’ όπου και οι δυο στρατοί έπαιρναν νερό προστατευόμενοι από φρουρές στην κάθε όχθη. Κι ενώ όλα ήταν ήσυχα, ένας Ρωμαικός ίππος ή ημίονος φόρτου ξέφυγε κατά τις 3 το απόγευμα και πέρασε στην αντίπερα όχθη.
Τρεις οπλίτες το κυνήγησαν στο νερό που έφτανε ως στα γόνατα, δυο δε Θράκες μισθοφόροι του Περσέα το τραβούσαν προς τη δική τους όχθη. Τους ακολούθησαν μερικοί Ρωμαίοι, που σκότωσαν τον ένα οπλίτη, συνέλαβαν το ζώο και το πήγαν στο δικό τους στρατόπεδο. Υπήρχαν, λέει ο Λίβιος, 800 Θράκες που φύλαγαν την όχθη, μερικοί δε εξαγριώθηκαν όταν είδαν τον πατριώτη τους να φονεύεται μπροστά στα μάτια τους. Έτσι πέρασαν το ποτάμι κυνηγώντας τους Ρωμαίους που τον σκότωσαν και σιγά-σιγά ενώθηκαν κι άλλοι οπλίτες Ρωμαίοι κι Έλληνες, με συνέπεια ν’ ανάψουν οι αψιμαχίες.
Το πιθανό ποτάμι δεν έχει νερό σήμερα κι είναι ίσως ο Αίσων που κράτησε το όνομα ως το 1927 αλλά μετονομάστηκε σε Μαυρονέρι απο μια ανόητη μεταγλώττιση του Σλαβικού όρου ''Τσέρνα Βόντα''. Άλλοι υποστηρίζουν πως το ποτάμι δεν ήταν ο Αίσων (βρίσκεται πολύ νότια) αλλά ο βορειότερος Άγ. Δημήτριος. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς και αυτό και ο αρχαίος Λεύκος (Άγ. Γεώργιος) βάφτηκαν κόκκινα με το αίμα των Μακεδόνων κατά τον Πλούταρχο. Σ’ αυτή την άλογη μάχη που άρχισε με μια συμπλοκή έσπευσαν πρώτοι οι 800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο εναντίον των 700 Λιγούριων.
Σταδιακά γενικεύτηκε η αψιμαχία ''σάλω καί κινήματι τών στρατοπέδων'', που αντιλήφθηκε πρώτος ο Αιμίλιος, ύστερα ο Σκιπίων ''εξιππασάμενος'' (αφιππεύσας), και τελικά Ρωμαίοι λεγεωνάριοι και Μακεδόνες φαλαγγίτες ''ήρθαν στα χέρια'' (πάντας όσον ούπω τους πολεμίους εν χερσίν όντας). Με ποια ακριβώς διάταξη πολέμησαν οι στρατοί του Περσέα και του Αιμίλιου στη σύρραξη είναι γνωστό. Ο Περσέας έστησε 4.000 Μακεδόνες κι Οδρύσιους ιππείς στο αριστερό και δεξιό κέρας και ο ίδιος τοποθετήθηκε στο δεξιό (βόρειο) κέρας προ της Πύδνας. Είχε ακόμα ένα άγημα 3.000 ανδρών, 40.000 οπλίτες και φάλαγγα 20.000 ανδρών στο μέσον της παράταξης.
Ο Αιμίλιος έβαλε τους ελέφαντες του Σκιπίωνα στο δεξιό κέρας, δυο λεγεώνες στο μέσο με συμμαχικό ιππικό κι ελαφρύ πεζικό, άγνωστο δε τι παρέταξε στο αριστερό κέρας απέναντι στον Περσέα. Αν όπως λέει ο Πλούταρχος ο στρατός του ήταν μικρότερος σε αριθμό ανδρών, τότε μάλλον διέθετε 40.000 καθώς και τους ελέφαντες. Ως συνήθως η Μακεδονική φάλαγγα επιτέθηκε πρώτη, και με τις 20.000 σάρισσες της διέλυσε το ελαφρύ πεζικό των Ρωμαίων που βρίσκονταν απέναντι, διαπερνώντας ασπίδες και κορμιά. Οι λοιποί υποχώρησαν κι ο Αιμίλιος πέρασε δυο λεγεώνες μπροστά, κλασσικό κόλπο για να προκαλέσει την προέλαση της φάλαγγας προς τους λόφους.
Σαν το κύμα που σκάει ανώμαλα στα βράχια, η φάλαγγα δεν κατάφερε να διατηρήσει τη συνοχή της κι έσπασε σε πολλά κομμάτια. Τότε επιτέθηκαν οι ελέφαντες στην κατηφόρα που βοηθούσε την ταχύτητα τους, μαζί και το Ρωμαϊκό ιππικό. Το Μακεδονικό ιππικό δεν κατάφερε φυσικά να τα βάλει με ελέφαντες και άλογα συγχρόνως κι έτσι υποχώρησε πίσω και δεξιά προς την Πύδνα, εκεί όπου βρίσκονταν ο βασιλιάς τους. Οι Ρωμαίοι ιππείς επιτέθηκαν και θέρισαν τη διαλυμένη φάλαγγα που έπεσε μέχρι ενός.
Όσο για τον Περσέα, όταν είδε τη φάλαγγα του να χάνεται ανάμεσα στο Ρωμαϊκό στρατό και στόλο (που βομβάρδιζε με καταπέλτες), κάλπασε προς τον Λεύκο μαζί με το Μακεδονικό ιππικό και τον βασιλιά Κότυ με τους Οδρύσιους ιππείς του και χάθηκε μέσα στα δάση της βόρειας Πιερίας από μια κρυφή στρατιωτική ατραπό με κατεύθυνση την Πέλλα, όπως περιγράφει ο Λίβιος. Η όλη υπόθεση δεν κράτησε πάνω από μια ώρα, λέει ο Πλούταρχος. Οι Ρωμαίοι, όσο έφεγγε η μέρα, κυνήγησαν τους Μακεδόνες για κάπου 120 στάδια (23 χιλιόμετρα), χωρίς όμως να καταφέρουν να εντοπίσουν τον Περσέα. Η Πύδνα έπεσε και οι λόφοι της βόρειας Πιερικής ακτής, μαζί κι η θάλασσα και τα ποτάμια της γέμισαν με νεκρά κορμιά παλικαριών.
Όσοι Μακεδόνες έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν θανατώνονταν από τους Ρωμαίους στα πλοιάρια του στόλου, όσοι δε κολυμπούσαν πίσω στην ακτή για να σωθούν, ποδοπατούνταν από τους ελέφαντες. Το πρωί της άλλης ημέρας, όταν οι Ρωμαίοι διέσχισαν το Λεύκο και λεηλάτησαν την Πύδνα με διαταγή του Αιμίλιου, τα νερά του ποταμού ήταν ανάκατα με αίμα κατά τον Πλούταρχο. Υπολογίζεται πως περίπου 20.000 Μακεδόνες έπεσαν στη μοιραία μάχη, 6.000 που κατέφυγαν στην πόλη της Πύδνας έπεσαν κι αυτοί στα αιμοσταγή χέρια των Ρωμαίων και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι για να πουληθούν σαν σκλάβοι. Οι Ρωμαίοι έχασαν μόνο 80 ως 100 άνδρες, σύμφωνα με μαρτυρίες των ιστορικών Posidonius και Scipius Nasica, που έφερε στο φως ο Nicolas Hammond.
Ο περίγελως του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας και η λεηλασία της Πύδνας δεν σταμάτησε στο άλογο φόρτου που είτε ξέφυγε, είτε στάθηκε η αιτία της μάχης, είτε αυτό με το οποίο ξέφυγε στα δάση της Πιερίας. Όταν ο Αιμίλιος επέστρεψε στη Ρώμη το 167 π.Χ., έκανε θρίαμβο που κράτησε τρείς μέρες. Την 1η μέρα, έφιππος με τις λεγεώνες του και τον Περσέα -που τελικά συνέλαβε στη Σαμοθράκη- αλυσσοδεμένο σαν σκλάβο, παρέλασαν μπροστά στο πανηγυρίζον Ρωμαϊκό κοινό.
Άμαξες κι άρματα με πολύτιμα Μακεδονικά όπλα, κράνη, θώρακες, θρακικά δόρατα και χρυσές φαρέτρες, ανακατεμένες με χαλινούς, σάρισσες, ξίφη και κοπίδες, παρέλασαν τη 2η μέρα, με ακολουθία πεζών, που κρατούσαν στα χέρια αμφορείς και κάθε λογής αγγεία με ασημένια νομίσματα, ως και κρατήρες και κύλικες κρασιού. Το χάραμα της 3ης μέρας παρέλασαν οι σαλπιγκτές και από πίσω τους 120 βόδια με χρυσωμένα κέρατα που ακολουθούσαν νεαροί κρατώντας 80 χρυσά αγγεία γεμάτα με τάλαντα. Έπονταν η πομπή της πολύτιμης φιάλης, που είχε κατασκευάσει ο Αιμίλιος με χρυσό δέκα ταλάντων και πολύτιμους λίθους, με όσους κρατούσαν τα χρυσά σκεύη δείπνου του βασιλιά Περσέα, τα όπλα και το διάδημα του.
Μόνο τα όπλα που εκτέθηκαν σε κοινή θέα κατά την πρώτη μέρα του θριάμβου ήταν κατά το Διόδωρο ''την μεν πρώτη ημέρα άμαξαι χίλιαι διακόσιαι προήλθον φέρουσαι λευκάς και τραχείας ασπίδας και άλλαι χίλιαι διακόσιαι άμαξαι ασπίδων χαλκών και έτεραι τριακόσιαι λόγχας και σαρίσας και τόξα και ακόντια γέμουσαι''. Και βέβαια, δεν έφταναν αυτά. Ο Αιμίλιος έστησε κι ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα του -ειρωνικά ή συμβολικά- πάνω σ’ άλογο για να τον θυμούνται πάντα οι συμπατριώτες του. Για να τιμήσει δε τη γερουσία και να τιμωρήσει κι άλλο τους συμμάχους του Περσέα, διέταξε να θανατωθούν 500 Μακεδόνες γνωστοί ''Αντι-Ρωμαίοι'', εξόρισε πάμπολλους στην Ιταλία και δήμευσε τις περιουσίες τους αλλά ''για την τσέπη του'', όπως λέει ο Πλούταρχος.
Αυτό δυσαρέστησε τους λεγεωνάριους του για τη μοιρασιά και για να τους βολέψει έκανε καθ’ οδόν για τη Ρώμη μια στάση στην ''Μακεδονόφιλη'' Ήπειρο, όπου ισοπέδωσε 70 πόλεις, σκλάβωσε 150.000 ανθρώπους και κατέστρεψε έτσι την οικονομία όλης της Βόρειας Ελλάδος. Όσο για τη σύζυγο του Περσέα Λαοδίκη του οίκου των Σελευκιδών δεν συνελήφθη ούτε πέθανε σε Ρωμαϊκή φυλακή όπως εκείνος, αλλά κατέφυγε στην αυλή του θείου της Αντίοχου Δ' Επιφανούς και του μισαδελφού της Αντίοχου Ε' Ευπάτορος από το 168 π.Χ. ως το 161 π.Χ. Τελικά η Λαοδίκη σκοτώθηκε με τον αδελφό της Δημήτριο Α' Σωτήρα σε μάχη κατά του Αλέξανδρου Βάλλα το 150 π.Χ.
Η τύχη των τριών παιδιών της Φίλιππου, Ανδρίσκου και μιας κόρης είναι άγνωστη, ενώ το τέταρτο, ο Αλέξανδρος έμεινε στη φυλακή Alba Fucens με τον πατέρα του, έγινε διάσημος τορευτής, έμαθε Λατινικά και εξελίχθηκε σε συμβολαιογράφο. Το πόσο τεράστιος ήταν ο πλούτος της Μακεδονίας, που χάθηκε για πάντα μαζί με τον βασιλιά της και τ’ άλογο του, όπως λέχθηκε επιγραμματικά από τον Διόδωρο, ανήκει στα παράλογα της μάχης της Πύδνας. Τόσο μεγάλο ήταν το χρηματικό ποσό που κατέθεσε στο δημόσιο ταμείο της Ρώμης ο Αιμίλιος Παύλος μετά την ήττα του Περσέα και τη λεηλασία της Πύδνας, ώστε δε χρειάστηκε να πληρώνουν φόρους οι Ρωμαίοι ως την εποχή των υπάτων Ιρτίου και Πάνσα, δηλαδή το 30 π.Χ., δηλαδή για κάπου ενάμισι αιώνα.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ξημερώνοντας η 22α Ιουνίου 168 π.Χ., οι προφυλακές και των δύο αντιπάλων συναντήθηκαν τυχαία εκεί όπου πότιζαν τα άλογα. Η σύγκρουση ήταν ξαφνική και ο μεν στρατός των Μακεδόνων ήταν έτοιμος να συνδράμει την εμπροσθοφυλακή του, οι Ρωμαίοι όμως ήταν εντελώς ανέτοιμοι. Αλλά ο στρατηγός τους, χωρίς ασπίδα και κράνος, έτρεχε από τη μια άκρη του στρατοπέδου του στην άλλη εμψυχώνοντας τους άνδρες του και διατάσσοντάς τους να ανασυνταχθούν και να παραταχθούν. Οι Μακεδόνες επιτέθηκαν με φοβερή ορμή. Η πεδιάδα άστραψε από τη λάμψη των όπλων τους φέρνοντας προς στιγμήν ταραχή ακόμη και τον πολύπειρο Αιμίλιο Παύλο.
Η εμπροσθοφυλακή αλλά και οι λεγεώνες των Ρωμαίων αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η Μακεδονική φάλαγγα, βλέποντας τους Ρωμαίους να υποχωρούν, άρχισε να τους καταδιώκει και παρασύρθηκε εκεί όπου είχε στήσει την παγίδα του ο Αιμίλιος Παύλος, δηλαδή στο ανώμαλο έδαφος. Η Μακεδονική φάλαγγα ήταν αποτελεσματική και αήττητη όσο μπορούσε να σχηματίζει με τις μεγάλες ασπίδες και τις περίφημες σάρισές της ένα απόρθητο τείχος. Σε ανώμαλο έδαφος, σε λόφους λόγου χάρη, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να παραμείνουν ο ένας δίπλα στον άλλον με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά.
Από τα κενά αυτά μπήκαν οι Ρωμαίοι και, περισσότερο ευκίνητοι χάρη στον ελαφρό οπλισμό τους, αποδεκάτισαν τους Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι δηλαδή εφάρμοσαν την ίδια τακτική όπως κατά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές. Ο Μακεδονικός στρατός έπαθε πανωλεθρία. Η μάχη έληξε μέσα σε μία μόνο ώρα. Η καταστροφή των Μακεδόνων ήταν ολοκληρωτική. Είκοσι χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης και άλλες 11.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ο Γ' Μακεδονικός Πόλεμος τελείωσε 15 μόλις ημέρες αφότου ο Αιμίλιος Παύλος είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα.
Βλέποντας ο Περσεύς την έκβαση της μάχης, κατόρθωσε να το σκάσει και να πάει να κρυφτεί στη Σαμοθράκη κουβαλώντας μαζί του και τον θησαυρό του, 6.000 τάλαντα. Δεν είχε όμως φίλους να τον προστατέψουν και τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί μαζί με την οικογένειά του στον Ρωμαίο στρατηγό. Η συμπεριφορά του όμως ήταν τόσο δουλική ώστε ο Αιμίλιος Παύλος, βλέποντάς τον τόσο ταπεινωμένο, του είπε:
«Γιατί λοιπόν υποβαθμίζεις τη νίκη μου και μειώνεις το κατόρθωμά μου παρουσιάζοντας τον εαυτό σου να μην είναι γενναίος ούτε άξιος αντίπαλος των Ρωμαίων; Η γενναιότητα αυτών που ατυχούν κερδίζει μεγάλο σεβασμό ακόμη και από τους εχθρούς τους, ενώ για τους Ρωμαίους η δειλία, ακόμη και στην καλοτυχία, είναι πέρα για πέρα ατιμωτική» (Πλούταρχος).
Α' ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σύμφωνα με τις περιγραφές των δύο ιστορικών, που προαναφέραμε, καθώς τα πρώτα σώματα του αριστερού κέρατος της Ελληνικής παράταξης, δηλαδή οι 6.000 ψιλοί Θράκες (που προκαλούσαν δέος με την όψη τους, καθώς ήταν άνδρες ψηλοί, είχαν λευκό και λαμπερό οπλισμό από ασπίδες και περικνημίδες, φορούσαν μαύρους χιτώνες και κρατούσαν όρθιες βαριές σιδερένιες ρομφαίες) και Παίονες, ακολουθούμενοι από 3.000 επίλεκτους Μακεδόνες του αγήματος (που αποτελούσαν το πιο καθαρό Μακεδονικό τάγμα και ως προς τη γενναιότητα και ως προς την ηλικία και άστραφταν με τα επίχρυσα όπλα τους και τις καινούργιες πορφυρές στολές τους), και οι χαλκάσπιδες φαλαγγίτες του κέντρου περνούσαν τον ποταμό.
Ο Αιμίλιος Παύλος, που παρακολουθούσε από τα υψώματα του Ολόκρου τις εξελίξεις, διέταξε και αυτός την επίθεση των δυνάμεών του, τις οποίες εμψύχωνε κυκλοφορώντας ανάμεσά τους έφιππος χωρίς κράνος και θώρακα. Ήδη τα πρώτα Ελληνικά τμήματα, εξερχόμενα από το ποτάμι, επιτίθεντο με αλαλαγμούς στους επερχόμενους Ρωμαίους. Οι πρώτες μονάδες των τελευταίων, που δέχθηκαν την ορμητικότατη έφοδο της φάλαγγας, απαρτίζονταν από Ιταλούς συμμάχους. Αυτοί πολέμησαν με αυτοθυσία, μερικά τμήματά τους δε έπεσαν μέχρις ενός, χωρίς τελικά να καταφέρουν να σταματήσουν την τρομερή Μακεδονική φάλαγγα η οποία σε τέτοια εδάφη ήταν ανυπέρβλητη. Ο Πλούταρχος γράφει χαρακτηριστικά:
«Οι Πελιγνοί (κάποιοι Ιταλοί υπήκοοι της Ρώμης) προσπαθούσαν να αποκρούσουν τις σάρισσες με τα ξίφη και να τις απωθήσουν με τις ασπίδες και κρατώντας τις με τα χέρια να τις πετάξουν μακριά. Οι Μακεδόνες πάλι κρατώντας γερά και με τα δύο χέρια τις σάρισσες, τις προέβαλλαν και τις έμπηγαν σε όσους έπεφταν πάνω τους, καθώς δεν άντεχε ούτε ασπίδα ούτε θώρακας στο κτύπημα της σάρισσας, και σκότωναν κτυπώντας στο κεφάλι τους Πελιγνούς και τους Μαρρουκίνους, που χωρίς να λογαριάζουν τίποτα αλλά με θηριώδη μανία ορμούσαν προς τα κτυπήματα των εχθρών και τον βέβαιο θάνατο».
Κατάφεραν ωστόσο να δώσουν τον απαιτούμενο χρόνο στον Αιμίλιο Παύλο να αναπτύξει όλες τις δυνάμεις του και να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατάσταση. Για να αντεπεξέλθει στην πίεση του Ελληνικού αριστερού κέρατος στο δικό του δεξιό ο Ρωμαίος αρχηγός απέστειλε εκεί τους 22 (ή 34) Νουμιδικούς ελέφαντες που διέθετε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του συμμαχικού του πεζικού (Ιταλούς βαριά και ελαφρά οπλισμένους και Περγαμηνούς ψιλούς υπό τους Άτταλο και Αθήναιο). Οι δυνάμεις αυτές μετά από σκληρό αγώνα πέτυχαν να σταματήσουν την Ελληνική προέλαση.
Οι ελέφαντες είχαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, διότι φαίνεται πως οι εκπαιδευμένοι στην αντιμετώπισή τους άνδρες του Περσέα δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν με αποτελεσματικότητα στην αποστολή τους και αυτό επέδρασε ιδιαίτερα στην έκβαση της αναμέτρησης. Ο Αιμίλιος έχοντας αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που διέτρεχε στο δεξιό του, ο οποίος απειλούσε άμεσα το στρατόπεδό του, στράφηκε εναντίον της κύριας δύναμης του Μακεδόνα βασιλιά, δηλαδή κατά του τμήματος της φάλαγγας που εφορμούσε στο κέντρο της παράταξης, όπου είχαν ταχθεί οι δύο αμιγώς Ρωμαϊκές λεγεώνες και οι υπόλοιποι Ιταλοί.
Η πρώτη προσπάθεια των λεγεωναρίων να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο την προελαύνουσα φάλαγγα απέτυχε, προφανώς έπειτα από σκληρότατη και αιματηρή σύγκρουση, επειδή οι σάρισσες έπλητταν κατευθείαν τα πρόσωπα των Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Αιμίλιος αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα τον κίνδυνο, αντίθετα με τον Περσέα ή τους στρατηγούς του, οι οποίοι δεν φαίνεται να παρακολουθούσαν από κοντά την πορεία της μάχης. Η διαπίστωση αυτή στοιχειοθετεί ένα από τα σκοτεινά σημεία της μάχης μέχρι σήμερα. Ο Ρωμαίος ύπατος, ο οποίος αργότερα παραδεχόταν πως δεν είχε αντικρίσει στη στρατιωτική του ζωή «πιο φοβερό θέαμα» από την έφοδο της Μακεδονικής φάλαγγας.
Διέταξε την αναδίπλωση των λεγεώνων, επιδιώκοντας την απαγκίστρωσή τους από το θανάσιμο σάρωμα της φάλαγγας και την προσέλκυση της τελευταίας στα δύσβατα και κεκλιμένα εδάφη στους πρόποδες του βουνού. Παρά τη μεγάλη ασάφεια των σχετικών πηγών φαίνεται πως ο Αιμίλιος, για να καθυστερήσει την επερχόμενη φάλαγγα και να διασώσει τις πιεζόμενες σπείρες του, χρησιμοποίησε το ιππικό του αριστερού του πλευρού (1.200 Ρωμαίοι, 880 Ιταλοί, 1.000 Νουμίδες αλλά και 1.000 Έλληνες σύμμαχοι των Ρωμαίων, συνολικά 4.080 ιππείς), το οποίο διέταξε και επέλασε ορμητικά εμπρός από την επερχόμενη φάλαγγα.
Η κίνηση αυτή, δηλαδή η επέλαση μπροστά από τις Ελληνικές σάρισσες, είναι πιθανό να εντυπωσίασε και ενδεχομένως να σταμάτησε προσωρινά την κίνηση της φάλαγγας (αμφίβολο και αυτό), σίγουρα όμως ήταν ολέθρια για πολλούς ιππείς. Συνεχίζοντας την προέλασή της πάντως η Ελληνική δύναμη εξακολουθούσε να πλήττει την αντίστοιχη Ρωμαϊκή, η οποία οπισθοχωρούσε με διαδοχικές εναλλαγές / αντικαταστάσεις των τριών γραμμών της. Όταν οι άστατοι πιέζονταν πολύ τους αντικαθιστούσαν οι πρίγκιπες και εκείνους οι τριάριοι, ενώ πίσω από αυτούς είχαν λάβει πάλι θέση οι άστατοι ανασυνταγμένοι κ.ο.κ.
Επειδή το έδαφος ήταν πλέον ανώμαλο και το μήκος του μετώπου μεγάλο η φάλαγγα, αναγκαστικά, όσο προχωρούσε διαχωριζόταν και τελικά παρουσίασε κενά μεταξύ των ανδρών της, που μείωσαν τη συνοχή και συνεπώς την ισχύ της. Αυτό το αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Αιμίλιος Παύλος (όχι όμως και ο Περσέας) και διέταξε τις μονάδες του, οι οποίες λειτουργούσαν και σε μικρότερους τακτικούς σχηματισμούς (τις σπείρες), να εισχωρούν στα κενά της φάλαγγας και να επιδιώκουν τις πολλές μεμονωμένες συμπλοκές.
Β' ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ - ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΒΑΣΗ
Ο Ρωμαίος ύπατος, αφού ανασύνταξε τις σειρές των κλονισμένων λεγεώνων σε ενιαία γραμμή μάχης, τις εξαπέλυσε κατά του Μακεδονικού κέντρου. Ο χιλίαρχος Λεύκιος Ποστούμιος Αλβίνος με τη ΙΙ Λεγεώνα επιτέθηκε εναντίον του δεξιού κέρατος της φάλαγγας, ενώ ο ίδιος ο ύπατος επικεφαλής της Ι Λεγεώνας επέπεσε κατά του κέντρου της, στο σημείο όπου το δεξιό κέρας της φάλαγγας (οι αργυράσπιδες) συνδεόταν με τους επίλεκτους του αγήματος.
Σ' αυτό το σημείο ιδιαίτερα είχε δημιουργηθεί, λόγω των εδαφικών εξάρσεων αλλά και του κακού συντονισμού (το γιατί συνέβη αυτό στους έμπειρους Μακεδόνες διοικητές, παραμένει άγνωστο), ένα κενό μεταξύ των διαφορετικών Ελληνικών τμημάτων (φαλαγγιτών και υπασπιστών). Ορμώντας εκεί οι Ρωμαίοι διέσπασαν τις Ελληνικές γραμμές. Η συνέχεια ήταν όμοια παντού. Οι ευέλικτες Ρωμαϊκές σπείρες εισχωρούσαν στα κενά της διασπασμένης φάλαγγας, μετατρέποντας έτσι τον αγώνα σε άπειρες μικροσυμπλοκές μεταξύ των πολεμιστών, στις οποίες οι Ρωμαίοι είχαν σαφές πλεονέκτημα λόγω του βαρύτερου οπλισμού και της καλύτερης ατομικής εκπαίδευσής τους. Ο Πλούταρχος σε αυτή τη φάση είναι χαρακτηριστικός:
«Μόλις διείσδυσαν και βρέθηκαν μέσα στη φάλαγγα, άλλους τους κτυπούσαν από τις πλευρές στα γυμνά μέρη του σώματος και άλλους τους περικύκλωναν. Έτσι η δύναμη και η κοινή προσπάθεια των Ρωμαίων αποδυνάμωσαν τη φάλαγγα, που διασπάστηκε, και στις μονομαχίες και στις συμπλοκές λίγων ανδρών εκ του συστάδην οι Μακεδόνες με τα μικρά μαχαίρια τους κτυπούσαν τις στερεές και ποδήρεις ασπίδες των Ρωμαίων και με τις ελαφριές ασπίδες τους προσπαθούσαν να αποκρούσουν τα κτυπήματα των σπαθιών που είχαν εκείνοι και που από το βάρος τους και από την ορμή των κτυπημάτων διαπερνούσαν κάθε όπλο και μπήγονταν στα σώματα των Μακεδόνων».
Υπό αυτές τις συνθήκες η μάχη έλαβε τελείως διαφορετική τροπή και γρήγορα μεταβλήθηκε σε ήττα των Μακεδόνων, οι οποίοι, αντί να υποχωρήσουν υπό την κάλυψη του ιππικού τους, έμειναν και πολέμησαν με μειονεκτικές γι' αυτούς συνθήκες, με αποτέλεσμα να συντριβούν. Η κατάρρευση άρχισε από το κέντρο, από τις διαλυμένες τάξεις των αργυράσπιδων (του δεξιού της φάλαγγας), εκεί όπου εφορμούσαν οι άνδρες της Ι Λεγεώνας με επικεφαλής τον ίδιο τον Αιμίλιο Παύλο, και επεκτάθηκε σε ολόκληρο το μέτωπο. Στο αριστερό πλευρό των Μακεδόνων κατά τη φάση της διάλυσης και της φυγής οι 3.000 επίλεκτοι έμειναν ως το τέλος και έπεσαν όλοι μαχόμενοι.
Όμως και από εκείνους που έφυγαν πολύ λίγοι διασώθηκαν στα τείχη της πόλης, αφενός διότι δεν τους κάλυψε το ιππικό και αφετέρου επειδή οι Ρωμαίοι προέβησαν σε άγρια καταδίωξή τους, όπως συνήθιζαν. Αλώβητες έμειναν μόνο οι δυνάμεις του δεξιού ελληνικού πλευρού, 8.000 - 9.000 πεζοί και όλο το ιππικό (4.000 άνδρες), που δεν έλαβαν καθόλου μέρος στη μάχη, δημιουργώντας πολλά ερωτηματικά.
Από το πλήθος των θησαυρών που μάζεψε ο Αιμίλιος Παύλος από την κατεστραμμένη Μακεδονία δεν κράτησε τίποτε απολύτως για τον εαυτό του, τα απέδωσε όλα στη Ρώμη. Ούτε άφησε τους στρατιώτες του να λαφυραγωγήσουν. Από την πλούσια βιβλιοθήκη των Μακεδόνων βασιλέων, την οποία μετέφερε ολόκληρη στη Ρώμη, επέτρεψε απλώς στους γιους του, οι οποίοι αγαπούσαν τα γράμματα, να διαλέξουν μερικά βιβλία. Προτού ο Αιμίλιος Παύλος φύγει από την Ελλάδα διοργάνωσε στην Αμφίπολη μεγάλη γιορτή στην οποία προσκάλεσε τους Έλληνες βασιλείς της Ασίας, τους αρχηγούς της Ελλάδας καθώς και όλους τους εξέχοντες πολίτες των Ελληνικών πόλεων.
Στους αθλητικούς αγώνες που διοργανώθηκαν έλαβαν μέρος οι διασημότεροι αθλητές από την Ανατολή και από τη Δύση. Οι καλεσμένοι είχαν επίσης την ευκαιρία να θαυμάσουν έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα που ανήκαν στους μακεδόνες βασιλείς. Στο τέλος της γιορτής όλα τα όπλα των Μακεδόνων μαζεύτηκαν σε έναν μεγάλο σωρό και ο ίδιος ο Αιμίλιος Παύλος ακούμπησε τον δαυλό και τα παρέδωσε στην πυρά. Έτσι τελείωσε η θαυμαστή ιστορία της Μακεδονίας παρασύροντας μαζί της και την υπόλοιπη Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα οι Ρωμαίοι θα πάψουν να παριστάνουν τους προστάτες των Ελληνικών πόλεων και θα γίνουν στυγνοί κατακτητές.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Οι Ελληνικές δυνάμεις που έλαβαν πράγματι μέρος στη συγκλονιστική σύγκρουση (συνολικά περί τις 30.000 - 31.000 άνδρες), υπέστησαν πολύ μεγάλες απώλειες. Οι νεκροί κατά τον Πλούταρχο, (ο οποίος όμως επικαλείται φήμες τις οποίες δεν φαίνεται να πιστεύει: «λέγονται γαρ υπέρ δισμυρίους πεντακισχιλίους αποθανείν») υπερέβησαν τους 25.000. Ο αριθμός φαίνεται υπερβολικός. Με βάση έναν πιο μετριοπαθή υπολογισμό οι νεκροί Έλληνες ήταν περίπου 20.000 και 5.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Άλλοι 6.000 περίπου, που είχαν καταφύγει στα τείχη της Πύδνας, παραδόθηκαν αργότερα, αυξάνοντας τον αριθμό των συλληφθέντων (και προοριζόμενων για τα σκλαβοπάζαρα) στους 11.000.
Οπωσδήποτε οι αριθμοί αυτοί είναι στρογγυλεμένοι και πιθανότατα διογκωμένοι. Οι Ελληνικές δυνάμεις, όπως υποστηρίξαμε νωρίτερα, δεν μπορεί να ήταν περισσότερες από 42.000 άνδρες. Αν οι 12.000 - 13.000 δεν συμμετείχαν στη σύγκρουση, πώς προκύπτουν άνω των 31.000 εκτός μάχης; Οπωσδήποτε, όποιοι και αν ήταν οι πραγματικοί αριθμοί, η καταστροφή ήταν μεγάλη. Ωστόσο δεν φαίνεται να ήταν ή να θεωρήθηκε τέτοιας έκτασης από τους συγχρόνους της (Έλληνες), ώστε να εντυπωσιάσει τον αρχαίο κόσμο.
Απόδειξη επ' αυτού, δηλαδή περί του μειωμένου εντυπωσιασμού, στοιχειοθετεί η εξέγερση των Μακεδόνων υπό έναν τυχοδιώκτη - σφετεριστή (τον Ανδρίσκο) 20 χρόνια μόλις μετά τη μάχη (148 π.Χ.) και, λίγο αργότερα, ο πόλεμος που αποφάσισε η Αχαϊκή Συμπολιτεία (147 π.Χ. - 146 π.Χ.), χωρίς να φοβηθεί τους «πανταχού νικήσαντας». Κατά την επανάσταση των Μακεδόνων το 148 π.Χ., βρέθηκαν εύκολα 30.000 - 40.000 άνδρες να στελεχώσουν τον στρατό, κάτι που μάλλον δεν δικαιολογείται δημογραφικά - οικονομικά αν στην Πύδνα είχαν χαθεί (νεκροί και αιχμάλωτοι) περισσότεροι από 30.000 μαχητές και κατά τα επόμενα χρόνια υπήρχε φτώχεια στο αποδυναμωμένο βασίλειο.
Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης σημειώνουμε ότι ο Φίλιππος Ε' είχε απώλειες 13.000 ανδρών (8.000 νεκρούς και 5.000 αιχμαλώτους) στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. και χρειάστηκαν 20 περίπου χρόνια για να μπορέσει το κράτος να ανακάμψει. Αντίθετα με τις Ελληνικές δυνάμεις, οι Ρωμαϊκές φαίνεται πως έχασαν λίγους σχετικά άνδρες, πάντως όχι μόνον αυτούς που ανέφεραν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι (Νασικάς) ή άλλοι ιστορικοί οι οποίοι έγραψαν επί Ρωμαιοκρατίας (ο Ποσειδώνιος και προπάντων ο Λίβιος).
Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των 80 νεκρών που αναφέρει ο Νασικάς είναι αστείος, ενώ οι 100 που δίνει ο Ποσειδώνιος (και οι δύο αποτελούν τις πηγές του Πλούταρχου, ο οποίος απλά τις αναφέρει, χωρίς περαιτέρω σχόλια) αποτελούν στρογγύλευση του πρώτου προς τα πάνω με ενδεχόμενο υπαινιγμό για το ότι οι νεκροί ήταν περισσότερο. Το τελευταίο φαίνεται πιθανότερο, αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεία. Καταρχάς, κατά τον ισχυρό κλονισμό που υπέστησαν οι Ρωμαίοι με την έναρξη της μάχης, με τη σαρωτική έφοδο της φάλαγγας, δεν μπορεί παρά να είχαν πολλούς νεκρούς για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν και ο έμπειρος αρχηγός τους να εντυπωσιαστεί τόσο πολύ.
Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για τη σημαντική αιμορραγία που υπέστησαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι ήταν αρχικά επιτιθέμενοι αλλά υπό τη συντριπτική πίεση των ελληνικών σαρισσών αναγκάστηκαν και οπισθοχώρησαν, προκειμένου να μη συντριβούν. Οι αλαζόνες εκείνη την εποχή Ρωμαίοι δεν άφηναν στον αντίπαλο την πρωτοβουλία, ούτε υποχωρούσαν εύκολα. Επιπλέον οι φαλαγγίτες κτυπούσαν ευθέως στο πρόσωπο, οπότε δεν έμεναν περιθώρια για απλούς τραυματισμούς. Στην ανάλογη μάχη των Κυνός Κεφαλών (197 π.Χ.), κατά την αντίστοιχη έφοδο της μακεδονικής φάλαγγας οι Ρωμαίοι είχαν 700 περίπου νεκρούς, αν και οι αριθμοί που αντιπαρατάχθηκαν έφθαναν σχεδόν το 1/3 εκείνων της Πύδνας.
Λογικά λοιπόν συμπεραίνεται ότι στην πολύ πιο άγρια και συνολική έφοδο της φάλαγγας στην Πύδνα αντιστοιχούσαν πολύ περισσότεροι Ρωμαίοι νεκροί, αφού εξαναγκάστηκαν σε συνεχή αναδίπλωση. Αν στις Κυνός Κεφαλές ήταν 700 οι Ρωμαίοι που έπεσαν από τα πλήγματα της φάλαγγας, με υπερδιπλάσιες δυνάμεις στην Πύδνα (20.000 - 21.000 περίπου φαλαγγίτες έναντι 24.000 - 26.000 Ρωμαίων), πρέπει να ήταν τουλάχιστον 1.400 - 1.500. Κάτι τέτοιο στηρίζεται και από μία αναφορά του Πλουτάρχου (που παράλληλα καταρρίπτει τους αριθμούς των Νασικά και Ποσειδώνιου), ο οποίος λέει πως «σκοτώθηκαν έτσι όσοι Πελιγνοί πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή» (μερικές εκατοντάδες άνδρες κατά την πιο μετριοπαθή εκτίμηση), που στάθηκαν και αντιμετώπισαν τη φάλαγγα.
Προφανώς δεν πρέπει να μιλάμε για μία μόνο γραμμή, δηλαδή έναν ζυγό, αλλά για τους τρεις πρώτους ζυγούς, δηλαδή για ολόκληρη την πρώτη σειρά της τριπλής Ρωμαϊκής διάταξης, αυτής των αστάτων (έτσι οι μερικές εκατοντάδες των νεκρών τριπλασιάζονται). Οι προτεταγμένες σάρισσες φέρονταν από τους πρώτους πέντε Μακεδονικούς ζυγούς, κάτι που σημαίνει ότι τα πλήγματα τα δέχονταν τουλάχιστον οι τρεις πρώτες αντίπαλες γραμμές. Από τη διασωθείσα περιγραφή της μάχης φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε άγρια και σε βάθος σύγκρουση και όχι μόνο αγώνας προφυλακών. Αυτό αποδεικνύεται και από την εξέταση της τοπογραφίας του πεδίου της μάχης.
Η διανυθείσα απόσταση, με τη φάλαγγα να κτυπά τις λεγεώνες μεταξύ του ποταμού Λεύκου (σημ. Μαυρονέρι) και των υψωμάτων, είναι σημαντική. Επιπλέον ο Πλούταρχος κατέγραψε μεν τους Πελιγνούς, για να εξάρει ενδεχομένως τη γενναιότητά τους, αυτό όμως δεν σημαίνει πως εκείνοι ήταν οι μόνοι νεκροί της Ρωμαϊκής παράταξης. Μάλλον πρέπει να συμπεράνουμε το αντίθετο, ότι οι γενναίοι Πελιγνοί, οι λιγότερο γενναίοι Λευκανοί, Ουόλσκοι, Σαμνίτες κ.ά. και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, όλοι ανεξαρτήτως υπέστησαν μεγάλες απώλειες κατά τη συντριπτική έφοδο της φάλαγγας.
Τα παραπάνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ των μεγάλων Ρωμαϊκών απωλειών, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της σύγκρουσης. Μόνον έτσι δικαιολογείται το ότι, αν και κράτησαν τη συνοχή τους και προσπάθησαν να αντεπεξέλθουν διενεργώντας αντεπιθέσεις (κάτι που επίσης αναφέρει ρητά ο Πλούταρχος), εξαναγκάστηκαν σε διαρκή σύμπτυξη. Η μάχη όμως δεν ήταν μόνο αυτές οι αρχικές συγκρούσεις. Έγιναν και άλλες άγριες συμπλοκές και όταν διασπάστηκε η φάλαγγα και στα άλλα μέρη του μετώπου, «Τότε (τη στιγμή της διάλυσης της φάλαγγας) έγινε μεγάλη μάχη, μετά από σκληρό αγώνα, στον οποίο σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί».
Η βιαιότητα της σύγκρουσης αποδεικνύεται ακόμη από το ότι οι επίλεκτοι άνδρες του αγήματος έπεσαν στο σύνολό τους, μάλλον σε αγώνα εκ του συστάδην παρά από τοξεύματα ή από βολές καταπελτών. Τέτοιες μηχανές δεν αναφέρονται καθόλου. Αν οι Έλληνες τοξεύονταν, πιθανώς δεν έμεναν επί του πεδίου αλλά επεδίωκαν να διαφύγουν. Ομοίως πρέπει να είχαν μεγάλες απώλειες και οι Ρωμαίοι ιππείς, οι οποίοι κάλπασαν μπροστά από την επερχόμενη φάλαγγα προκειμένου να διευκολύνουν την αναδίπλωση των σπειρών του πεζικού και να αποτρέψουν τη διάλυσή τους.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως οι απώλειες των Ρωμαϊκών δυνάμεων δεν μπορεί να ήταν λιγότερες από 2.000 νεκρούς, στοιχείο που όχι μόνο δεν μειώνει τη μεγάλη επιτυχία τους, αλλά, αντίθετα, την καθιστά πιο αληθινή. Πιθανότερη εκδοχή πάντως, με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία και υπολογισμούς, είναι να υπήρχαν πολύ σημαντικές ρωμαϊκές απώλειες, της τάξης των 4.000 - 5.000 νεκρών, τις οποίες επιμελώς έσπευσαν να αποκρύψουν οι νικητές για λόγους υστεροφημίας. Κάτι ανάλογο έπραξαν και οι ιστορικοί που έγραψαν σε περίοδο Ρωμαιοκρατίας.
http://greekworldhistory.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου