Η «Μήδεια»
του Ευριπίδη
Της Ευαγγελίας Ράπτου - Στεργιούλα
Όλα
όσα πρέπει να γνωρίζουμε, για να απολαύσουμε τη «διδασκαλία» της μοναδικής σε
θέμα και πρωτότυπης σε σκηνοθεσία τραγωδίας.
Σύμφωνα με τους σπουδαίους μελετητές της Ελληνικής Αρχαιότητας, η Αττική
Τραγωδία είναι το υψηλότερο δημιούργημα του κλασικού πολιτισμού.
Πράγματι στο
πολύπλευρο τούτο δημιούργημα, όπως θα το δούμε και στην εν λόγω «διδασκαλία»
της Μήδειας του Ευριπίδη, λόγος, τραγούδι και χορός συμπλέκονται σε τέλειο
καλλιτεχνικό σύνολο και εκφράζουν τις υψηλότερες θρησκευτικές και φιλοσοφικές
έννοιες. Στις σκηνές αποκαλύπτονται με άψογο ήθος και έξοχο λυρισμό οι
σκοτεινότερες πτυχές της μοίρας του ανθρώπου, η έννοια της ζωής και του
θανάτου.
Η Μήδεια είναι, από τα σωζόμενα έργα της αρχαίας παραγωγής, το τέλειο και
ανεπανάληπτο ως προς το θέμα του. Ανάμεσα στις δεκαεννέα από τις 88 σωζόμενες
τραγωδίες του Ευριπίδη είναι απ’ τις πιο επιβλητικές, τις πιο εντυπωσιακές, από
τις πιο συζητήσιμες και σήμερα και πάντα.
Η Μήδεια δεν είναι Ελληνίδα, αλλά βάρβαρη. Έχει έρθει από τα βάθη της
μυστηριακής Ασίας, από την Κολχίδα (κοντά στη σημερινή Γεωργία) ακολουθώντας
τον Ιάσονα που τον αγάπησε παράφορα, ώστε να σφάξει για χάρη του τον αδερφό της
και πετούσε τα κομμάτια του στη θάλασσα, για να καθυστερήσει τον πατέρα της
Αιήτη, του οποίου το πλοίο σταματούσε κάθε τόσο για να τα μαζεύει. Τον βοήθησε
ακόμη, όταν γύριζαν στην πατρίδα του την Ιωλκό και έβαλε τις κόρες του Πελία,
του σφετεριστή του θρόνου και φονιά του πατέρα τού Ιάσονα, να σφάξουν τον
πατέρα τους (τις έπεισε πως αν έκοβαν το πατέρα τους κομμάτια και τα έβαζαν σ’
ένα πιθάρι, θα έβγαινε από κει ξανανιωμένος). Κι όταν στην πάλη για τον θρόνο
επικράτησε ο γιος του Πελία, ο Άκαστος, ακολούθησε τον Ιάσονα στην Κόρινθο,
στην εξορία, κοντά στην αυλή του Κρέοντα.
Πώς, λοιπόν, να μην αγανακτήσει και να μην μανιάσει όταν ο Ιάσονας
γυρεύοντας να αποκτήσει έναν άλλο θρόνο, αφού δεν μπόρεσε να ξαναπάρει πίσω
τον δικό του, αποφασίζει –κάνοντας κατάχρηση του ανδρικού προνομίου- να τη
διώξει και να παντρευτεί τη Γλαύκη, την κόρη του Κρέοντα. Δεν είναι μόνο ο
έρωτάς της που προδίδεται, οι θυσίες που πετιούνται αχάριστα στη λάσπη, αλλά
σαρώνεται και όλη η κοινωνική της υπόσταση. Γιατί –έτσι το θέλει το ανδρικό
δίκαιο- η γυναίκα υπάρχει μόνο διά μέσου του ανδρός της. Μόνο απ’ αυτόν έχει
τιμή, υπόληψη, κοινωνική βάση. Αλλά οι αντιδράσεις της Μήδειας είναι πιο
άγριες, παράφορες, καταχθόνιες απ’ ό,τι θα ήταν σε μια Ελληνίδα. Φύση βίαιη,
φλογερή που την τρικυμίζουν υποχθόνια τα πάθη, «σαν την ανταριασμένη θάλασσα»,
όπως τη χαρακτηρίζει ο ποιητής, αποφασίζει να χτυπήσει τον επίορκο σε ό,τι πιο
πολύ επιθυμεί και αγαπά, εξοντώνοντας τη μνηστή του, τον βασιλιά και ακόμα τα
ίδια τα παιδιά του, έστω και αν είναι και δικά της παιδιά και θα σπαράξει μ’
αυτά τα ίδια της τα σπλάχνα.
Η «Μήδεια» είναι από τις πιο σύνθετες τραγωδίες του Ευριπίδη. Συμβολίζει
την άθλια κοινωνική θέση της γυναίκας που επιπλέον εγκαταλείπεται για μεγάλα
χρονικά διαστήματα από τον άντρα της για τις διάφορες εκστρατείες, στις οποίες
σκοτώνονται τα παιδιά της. Στη βασική και μόνιμη αυτή πικρία προστίθεται η
ζήλεια και το μίσος της κατά του Ιάσονος –σύμβολο του πιο ασυνείδητου κυνηγού
του συμφέροντος- που την πρόδωσε για μια άλλη και τον οποίο σκέφτεται να
συντρίψει με κάθε μέσο ακόμα και σκοτώνοντας τα παιδιά τους. Η μητρική της
στοργή ύστερα από μια σκληρή εσωτερική πάλη θα ηττηθεί.
Η Μήδεια είναι μια κοινότατη εγκληματική φύση που κανείς δεν θα τη
συγχωρήσει. Ο άνθρωπος εμπρός στο θυμό του, στην απόγνωσή του μπορεί πολλά να
διαπράξει. Αλλά τα παιδιά του, το αίμα του, τον ίδιο του τον εαυτό πώς τολμά να
δολοφονήσει; Είναι, επομένως, αδικαιολόγητη η Μήδεια για τους δόλιους φόνους
που διέπραξε, αλλά περισσότερο κατακριτέα για τον αφανισμό των παιδιών της. Ως
πρόσωπο, γυναίκα η Μήδεια είναι μια δυναμική και αποφασιστική ύπαρξη, που
τίποτα δεν είναι ικανό να συγκρατήσει τις ορμές και τις αποφάσεις της. Είναι η
Μήδεια από την Κολχίδα με τα περίεργα και άγρια έθιμα. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο
Ευριπίδης παρουσιάζει τη γυναίκα που πληγώνεται η θηλυκή της αξιοπρέπεια.
Είναι η αιώνια γυναίκα που προδίδεται και αλαφιάζει, μεταβάλλεται σε ύαινα,
έτοιμη να κατασπαράξει τον προδότη και τη γυναίκα που της έκλεψε την αγάπη της.
Ο προδομένος έρωτας, ο διαλυμένος γάμος, ο χαμένος άνδρας δημιούργησε μια
ψυχονευρωτική θέση στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας του Ευριπίδη, που την
έφτασε ως το σημείο της τρέλλας. Μέσα σ’ αυτό το κύκλωμα της ψυχικής
αναταραχής, του τρομερού αυτού κλονισμού της, στάθηκε αδύνατο να αναμετρήσει το
βάθος και τις ευθύνες της εγκληματικής της ενέργειας. Θα ξαφνιαστεί ο χορός των
γυναικών της Κορίνθου για το ανοσιούργημα. Είναι έξω από τα ήθη της χώρας.
Ο Ευριπίδης δείχνει απλώς ποια είναι τα πράγματα. Τα «αμαρτήματα»
τιμωρούνται όχι πια από τη Θεία Δίκη αλλά από τα ίδια τα ανθρώπινα πάθη. Θέλει
να δείξει ότι η προδοσία του άνδρα μπορεί να οδηγήσει τη γυναίκα στη μανία.
Ωστόσο, δεν είναι ένα απλό κήρυγμα υπέρ των γυναικών. Τα επιχειρήματα της
Μήδειας στον μεγάλο μονόλογο όπου απαριθμεί τα δεινά των γυναικών για να
δικαιολογήσει στον Χορό το άδικο που έγινε, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το
βάρος των τρομερών πράξεων. Η πραγματική θέση που παίρνει ο Ευριπίδης
διαφαίνεται στο πρώτο στάσιμο, όταν ο Χορός οικτίρει την ανατροπή της φυσικής τάξης
των πραγμάτων, επειδή τώρα δεν είναι δόλιες οι γυναίκες, αλλά οι άνδρες.
Με τα σημερινά μέτρα δεν δικαιώνεται η Μήδεια ούτε και την εποχή του
Ευριπίδη. Γιατί γράφτηκε τότε;
Τα δύο πρόσωπα της Αργοναυτικής εκστρατείας (γύρω στα 1800 π.Χ.) τα
δανείζεται ο τραγικός ποιητής για να αντιπαραβάλει την προσπάθεια επιβολής της
λογικής πάνω στο ένστικτο και τις εκρήξεις του. Παίζεται το Μάρτιο του 431 π.Χ.
και συμπίπτει με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404), που θα
σημάνει και το αποκορύφωμα της ιμπεριαλιστικής προσπάθειας, στην οποία
παρασύρουν την αθηναϊκή πολιτεία οι αρχηγοί του Δήμου, με σκοπό την απόλυτη
οικονομική επικράτηση εντός του ελληνικού χώρου και έξω απ’ αυτόν, στην
Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο. Ήδη έως τότε –μετά τα Μηδικά- οι επιχειρήσεις
των Αθηναίων έχουν αποφέρει σ’ αυτούς πολλά κέρδη, αλλά και πολλές ανθρώπινες
απώλειες. Αναπτύσσονται οι χωρίς ηθικό φραγμό καιροσκόποι και γενικότερα τα
καταστρεπτικά μίση και οι εξοντωτικές αγριότητες μεταξύ των Ελλήνων. Αυτό είναι
το ιστορικό υπόβαθρο της «Μήδειας». Ελέχθη ορθότατα ότι η «Μήδεια» είναι μια
μεγάλη κιβωτός που μας διέσωσε το πλήρες φορτίο του ιστορικού πάθους εκείνων
των καιρών διαμέσου των αιώνων. Και ο τόπος του δράματος είναι ακριβώς η
αντίζηλος των Αθηνών εμπορική δύναμη, η Κόρινθος.
Η κοινωνία, λοιπόν, της Αθήνας το 420 π.Χ. έχει απομακρυνθεί από τις
παραδοσιακές αξίες. Ο ευδαιμονισμός, οι υλικές ικανοποιήσεις, τα οφέλη, η
τρυφηλότητα του βίου είναι εμφανή. Μέσα στα πλαίσια αυτά τα πάθη υποτάσσονται
στη σκοπιμότητα. Τα ιδανικά, οι ηρωισμοί, τα αισθήματα και τα πάθη έχουν
υποταχθεί στο πνεύμα του επωφελούς. Επιτρέπεται μόνο ό,τι διέπεται από τη
λογική του συμφέροντος. Η κύρια σύγκρουση και το προεξάρχον στοιχείο της
Μήδειας είναι η αντιπαράθεση των δυο νοοτροπιών που εκπροσωπούνται από τη
βάρβαρη ιέρεια της σκοτεινής θεότητας Εκάτης (μητέρας της Μήδειας) και από την
άλλη ενός ήρωα νέου τύπου που δεν έκανε ποτέ καμιά ηρωική πράξη, αλλά πάντα
διεκπεραίωνε άθλους και κατορθώματα μόνο με την ίντριγκα και τη μέθοδο του
εφικτού.
Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα πρόσωπα των μεγάλων μύθων ήταν γνωστά
στην αρχαιότητα. Έτσι και το βιογραφικό του Ιάσονα και της Μήδειας ήταν σε
όλους γνωστά.
Ποια είναι η πρόθεση του αρχαίου τραγικού; Να καταγγείλει την υπέρμετρη
επικράτηση της πρακτικής της σκοπιμότητας, το ωφελιμιστικό πνεύμα που κατέπνιξε
το συναίσθημα, το ένστικτο, το πάθος, την παρόρμηση. Να προειδοποιήσει πως οι
«βάρβαροι», δηλαδή οι ανεπίδεκτοι, οι ασυμβίβαστοι μπορεί να εκραγούν με
συνέπειες τρομακτικές, είτε άτομα είναι αυτά, είτε ομάδες μέσα στην Αθηναϊκή
κοινωνία είτε άλλες πόλεις είτε άλλα έθνη.
Με την αγριότητα των παθών, με τη βιαιότητα των ψυχικών συγκρούσεων και
με τη φρίκη των δρωμένων ο δραματουργός κρατά τον θεατή σε μια συνεχή
αναστάτωση και αγωνία, ώστε να διαλογίζεται έντονα και πυρετικά τα μηνύματά
του.
Η Μήδεια είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά πρόσωπα. Είναι ένας ρόλος
συντριπτικός για να ερμηνευτεί σκηνικά. Και τον ανέλαβε η Γιώργος Κιμούλης, ο
οποίος αναμετρήθηκε με έναν από τους πιο απαιτητικούς γυναικείους ρόλους του
παγκόσμιου ρεπερτορίου. Όλοι οι πρωταγωνιστές μεταμορφώνονται σε γυναίκες, όπως
στα αρχαίο θέατρο που και τους γυναικείους ρόλους τους υποδύονταν άνδρες, αλλά
τα προσωπεία κάνουν τον θεατή να «λησμονεί» πως είναι άνδρες.
Ας είμαστε όλοι εκεί το Σάββατο βράδυ 10 Αυγούστου να βιώσουμε την
τραγικότητα των ηρώων της τραγωδίας μέσα από το υποκριτικό τάλαντο των
πρωταγωνιστών, να συλλάβουμε τα μηνύματα του Ευριπίδη, να φιλοσοφήσουμε σε ένα
έργο πέρα για πέρα διαχρονικό.
● Επιμέλεια: Ευαγγελία Ράπτου-Στεργιούλα, Καθηγήτρια
Ελληνικής Φιλολογίας, Υπ. Διδάκτωρ Tμ. Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ., Τομέα Γλώσσας Θεάτρου και
Πολιτισμού Παν. Αιγαίου.
● Πηγές: Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου