Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

"ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ" Νίκου Αλεξ.Νικολόπουλου προδημοσίευση 2ου μέρους του βιβλίου.


Ο ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΟΥΣΑΚΗΣ (προλογίζει)

Προερχόμενος από μία μεσοαστική οικογένεια, είμαι ίσως ο τελευταίος άνθρωπος που δικαιούται να γράψει κάτι για αυτό το τόσο αξιόλογο ανά χείρας βιβλίο. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός γιατρός και ως εκ τούτου ο στρατός τον μετέθετε από πόλη σε πόλη...


... Αισθάνομαι πλέον κι εγώ την Καστανιά σαν το δικό μου χωριό, και ας μην μεγάλωσα εκεί. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι η ψυχή μου αγαλλιά, η καρδιά μου σκιρτά, το μυαλό μου ηρεμεί από το άγχος και την πίεση της ζωής στην μεγαλούπολη και όλο μου το είναι εντρυφεί και ρουφά ακόρεστα την ηρεμία, την γαλήνη και την ησυχία. Έχω την  πεποίθηση πως οι απανταχού της γης ξενιτεμένοι Καστανιώτες ζουν και αναπνέουν για την ημέρα που θα έρθουν στο χωριό τους, στον δικό τους τόπο, στο σπίτι τους, κοντά στους δικούς τους αγαπημένους ανθρώπους. Γιατί ο τόπος είναι οι άνθρωποι. Αυτό ακριβώς πραγματεύεται το ωραίο αυτό βιβλίο, την ιστορία, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα που έδωσαν χρώμα και ταυτότητα σε αυτό το μικρό χωριό. Πιστεύω ειλικρινά ότι αυτό το βιβλίο θα τύχει πολύ ευρύτερης αποδοχής πέρα από τον στενό κύκλο των γηγενών κατοίκων του χωριού. Είναι επιτακτική ανάγκη για όλους μας να έρθουμε σε επαφή με την ιστορία του τόπου μας, με τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του λαού μας. Λαός που αποκόπτεται από τις ρίζες του, δεν έχει ούτε μέλλον ούτε προοπτική, αλλά βαδίζει στην έρημο και στο σκοτάδι μίας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που θέλει δυστυχώς να επιβάλει η Νέα Τάξη πραγμάτων…

 

                                                            Κώστας  Πανουσάκης

 



ΚΑΣΤΑΝΙΑ ΠΙΕΡΙΑΣ (γράφει ο Χρήστος Δ. Πρασκίδης)

Η Καστανιά ήταν το αγαπημένο χωριό των παιδικών μου χρόνων. Τόπος καλοκαιρινών διακοπών, γιατί τότε συστηνόταν για λόγους υγείας οι διακοπές στο βουνό, κάτι που έγινε για μερικά χρόνια. Άλλωστε με τους Καστανιώτες οι γονείς μου είχαν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς από την εποχή του εμφυλίου που είχαν φιλοξενηθεί στο Αιγίνιο. Οι άνθρωποι του χωριού, που πάντα ήταν καλοσυνάτοι και φιλικοί, δημιουργούσαν ένα ευχάριστο περιβάλλον διαμονής. Τα χρόνια πέρασαν, οι επαφές σιγά σιγά σταμάτησαν, αλλά  η διάθεση και η αγάπη προς το χωριό και τους κατοίκους του έμεινε ζωντανή. Περνώντας και σήμερα αρκετά συχνά από την Καστανιά, κυρίως κατά τις ποδηλατικές δραστηριότητές μου, καμαρώνω το όμορφο χωριό και  απολαμβάνω την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά που το περιβάλει. Ιδιαίτερα τις ανοιξιάτικες ηλιόλουστες μέρες που ο ήλιος λούζει το χωριό και οι μυρωδιές της φύσης που ξαναγεννιέται  σε κυριεύουν, η Καστανιά φαντάζει ένας τόπος ιδανικός…  Αφορμή για να γραφούν αυτές οι γραμμές ήταν η γνωριμία με τον συγγραφέα του βιβλίου, τον Νίκο Νικολόπουλο. Ψάχνοντας ο Νίκος και βρίσκοντας οποιαδήποτε αναφορά έχει γίνει στην όμορφη γενέτειρά του, ανακάλυψε και ένα αφιέρωμα στην Καστανιά που είχα επιμεληθεί, όταν στη δεκαετία του ᾽90 με δυο φίλους εκδίδαμε τον Αιγινιώτικο τύπο, μια μηνιαία τοπική εφημερίδα. Μου έστειλε και κάποια αποσπάσματα του βιβλίου που ετοίμαζε, εκπλήσσοντάς με ευχάριστα για την προσπάθεια του. Τα χωριά μας και ιδιαίτερα τα μικρά ορεινά χωριά, τα τελευταία χρόνια φθίνουν. Οι νέοι φεύγουν και οι κάτοικοι, που στην πλειοψηφία τους είναι ήδη μεγάλης ηλικίας, «φεύγουν» κι αυτοί. Τόποι αγαπημένοι, πανέμορφα χωριά αδειάζουν συνεχώς και οι γειτονιές που έσφυζαν από ζωή κάποτε, είναι πλέον σιωπηλές και έρημες. Άνθρωποι της ηλικίας του Νίκου, που έζησαν από τα πρώτα χρόνια μετά τον εμφύλιο μέχρι και σήμερα αυτή την τεράστια αλλαγή που έχει συντελεστεί, ιδιαίτερα σε αυτούς τους μικρούς, όμορφους τόπους, δεν συμβιβάζονται εύκολα με τη σημερινή εικόνα. Τους πονάει που τα σημερινά παιδιά δεν γνωρίζουν τον πλούτο της ιστορίας που γραφόταν σε αυτό τον χώρο τα προηγούμενα χρόνια. Την κοινωνική οργάνωση, τον κόπο αλλά και τις δεξιότητες των αγροτών και των κτηνοτρόφων, που με πενιχρά μέσα και εργαλεία καλλιεργούσαν τα λιγοστά χωράφια τους, τον αγώνα για να επιβιώσει η οικογένεια. Αλλά και τον πολιτισμό, τις γιορτές, τα πανηγύρια, την αλληλεγγύη, τις μικρές και τις μεγάλες χαρές που ξεφύτρωναν στον πόνο και τον μόχθο της καθημερινότητας. Και είναι θεωρώ ευτυχής συγκυρία για την Καστανιά που ένα παιδί της είχε την ανησυχία αυτή, αλλά και τη διάθεση και τη δυνατότητα να καταπιαστεί με αυτό το εγχείρημα και να  έχουμε πλέον μια οργανωμένη προσπάθεια που έχει καταφέρει να συλλέξει ό,τι σχετικά στοιχεία υπάρχουν και μαζί με τα δικά του βιώματα να τα προσφέρει «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι». Για να γίνουν αθάνατες οι όμορφες εικόνες και  μνήμες και, ποιός ξέρει, να μπορέσουν ίσως κάποια στιγμή να ξανακαταλάβουν το χωριό.

(Αφιέρωμα στην Καστανιά Πιερίας που επιμελήθηκε ο Χρήστος Πρασκίδης στον Αιγινιώτικο τύπο τον Ιούλιο του 1995.
Την παρουσιάζω αυτούσια).

Η Καστανιά είναι ένα μικρό χωριό 4  χλμ. Νοτιοδυτικά του Κολινδρού. Είναι βέβαια ένα γνωστό στους Αιγινιώτες χωριό και οι Καστανιώτες γνωστοί και φίλοι όλοι των Αιγινιωτών, αφού για τρία χρόνια (1947 – 1950) φιλοξενήθηκαν στο Αιγίνιο μετά από την απόφαση της τότε κυβέρνησης να εκκενωθεί το χωριό.                                                                              Σήμερα είναι το ομορφότερο χωριό της Βόρειας Πιερίας, περιτριγυρισμένο από το δάσος και πνιγμένο στο πράσινο σε υψόμετρο 340 μέτρων στα Πιέρια.                                                                                                   Ο κάθε επισκέπτης μένει εντυπωσιασμένος από την πολύ καλή εικόνα του χωριού, που διατηρείται καθαρό και νοικοκυρεμένο με περιποιημένα σπίτια και αυλές, όταν μάλιστα γνωρίζει ότι οι κάτοικοί του συντηρούνται αποκλειστικά από τις ξερικές τους αγροτικές καλλιέργειες και λίγο από την κτηνοτροφία.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ…

 

Η ΚΑΣΤΑΝΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

   


  

 

Ο ως άνω χάρτης είναι χρονολογίας 1530 μ.Χ. και αναφέρεται στον Καζά (Νομό ή περιφέρεια) Βεροίας επί Τουρκοκρατίας με τα χωριά του, όπου ανήκε και η Καστανιά. Η μαύρη γραμμή αριστερά της Καστανιάς (Kastanya) και των Ρυακίων (Radani) είναι ο ποταμός Κρασοπούλης. Η Βέροια λεγόταν KARAVERYE, η Νάουσα δεν υπήρχε ακόμη. Υπήρχαν όμως τα γνωστά μας χωριά Isperlit (Σπουρλίτα και μετά Ελαφίνα), Bratiniste (Χαράδρα), Kokova (Πολυδένδρι), Vosova (Σφηκιά), Bostani (Ριζώματα), Drackova (Δάσκιο), Vitivyani (Πολύφυτο), Iskulari (Αγία Κυριακή). Κάτω από την Καστανιά υπήρχαν  ο Kolindir (Κολινδρός), το Libanovo (Αιγίνιο), ο Milova (Μεγάλη Γέφυρα), το Loncinos (Παλιάμπελα), το Nova - Kasri (Νιόκαστρο).



                                                                                                              Τα αποτελέσματα της απογραφής του 1530

Στην πρώτη στήλη το χωριό, δεύτερη & τρίτη μουσουλμανικά νοικοκυριά και άγαμοι,

τέταρτη - έκτη χριστιανικά νοικοκυριά, άγαμοι, χήρες. Τέλος ποσό φόρου σε άσπρα (νόμισμα). (Με βάση την απογραφή η Καστανιά είχε 75 νοικοκυριά, 21 άγαμους και 2 χήρες)                                                        

 

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Παρθένιος Βαρδάκας,                              Επίσκοπος Κίτρους από το 1904 έως το 1933, στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας η Καστανιά αριθμούσε τριάντα σπίτια μονώροφα ή διώροφα, στα οποία διέμεναν 130 κάτοικοι χριστιανοί, οι οποίοι ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Διακρίνονταν για την εργατικότητα και την ευσέβεια, διατηρούντες δύο ιερούς ναούς, τον ναό του Αγίου Νικολάου που ήταν μέσα στο χωριό (τον εντός του χωρίου επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου τιμώμενον) και προσφάτως είχαν  ανοικοδομήσει «οι φιλόθρησκοι και φιλόκαλοι Καστανιώται», όπως αναφέρει  ο Παρθένιος και το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, το οποίο ήταν και το νεκροταφείο του χωριού. Το χωριό φέρει το όνομα αυτό από τις πολλές καστανιές που είχε το πλούσιο δάσος γύρω από το  χωριό. Τα χωράφια ήταν κατάλληλα για καλλιέργεια σιταριού και άλλων δημητριακών. Διατηρούσε έναν ιερέα, τον Ιωάννη Μπαρμπέρη - όπως γνωρίζω ο Ιωάννης Μπαρμπέρης καταγόταν από τα Ριζώματα Ημαθίας και ήρθε στο χωριό  λίγο μετά το 1900. Απόκτησε πέντε αγόρια και δύο κορίτσια και το σπίτι του ήταν στην θέση που υπάρχει σήμερα το πάνω κονάκι το οποίο δεν υπήρχε τότε. Γύρω στο 1925 πήρε μετάθεση για την Νάουσα όπου και παρέμεινε μέχρι τέλος του βίου του. Έχει το χωριό μας, λέει ο Παρθένιος, πολύ καλό κλίμα και εξαίσια θέα «πανταχόθεν αναπεπταμένον προς τον Θερμαϊκόν, την Χαλκιδικήν, το Αιγαίον και τον Όλυμπον». Απέχει δε από την Κατερίνη γύρω στις πεντέμισυ ώρες «δια ζώου φορτηγού», δυόμισυ ώρες από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Λιμπάνοβου (Αιγινίου) και τρισήμισυ ώρες από τον κόλπο του Ελευθεροχωρίου στον οποίο κατεβάζουν τους ξυλάνθρακες από το δάσος με μουλάρια οι αγωγιάτες για να φορτωθούν στα εκεί σταθμευμένα ιστιοφόρα πλοία και να πωληθούν στην εγχώρια αγορά καθώς και στο εξωτερικό. Τον χειμώνα διαχειμάζουν στο χωριό Ελληνόβλαχοι  βοσκοί με τις οικογένειές τους, εκ των οποίων πολλοί δουλεύουν και στα ξυλοκάρβουνα. Οι εικόνες των ιερών ναών του χωριού χρονολογούνται από το 1771 και 1860. Τέλος μας λέει ότι «το χωρίον αριθμεί βίον άνω των εκατόν εβδομήντα ετών».

 

Οι κάτοικοι στα τσιφλίκια γενικότερα της περιοχής ήταν γιαριτζήδες χριστιανοί (γιαριτζής: εργάτης που λάβαινε το μισό της συγκομιδής από τα χωράφια των ιδιοκτητών). Οι γιαριτζήδες δεν είχαν δικά τους σπίτια ούτε χωράφια και από τα 100 κιλά σιτάρι που έβγαζαν από τα χωράφια που καλλιεργούσαν, έδιναν στον ιδιοκτήτη  10 - 12 κιλά για σπόρο, 10 - 12 κιλά για την δεκάτη (φόρος), 6 κιλά για ζημία από τον θερισμό και από τα υπόλοιπα τα μισά στον ιδιοκτήτη. Έτσι από τα 100 κιλά που έβγαζε ο γιαριτζής στο τέλος του έμεναν 25 - 30 κιλά για να βγάλει τη χρονιά. Τώρα αν συνυπολογίσουμε ότι για να καλλιεργήσει την γη έπρεπε να αγοράσει ένα ζευγάρι βόδια και λεφτά δανειζόταν από τον ιδιοκτήτη εξοφλώντας τα με τόκο, άστα να πάνε!!! Οι περισσότεροι γινόταν υπόδουλοι των ιδιοκτητών με τα χρέη που συνεχώς μεγάλωναν. Στην Πιερία η ομιλουμένη γλώσσα ήταν η ελληνική με μερικούς ιδιωματισμούς όμοιους με της Στερεάς Ελλάδας. Ο τοπικός άρχοντας με διοικητικές και αστυνομικές αρμοδιότητες ήταν ο Σούμπασης, επίτροπος του Αγά στο τσιφλίκι, Τουρκαλβανός συνήθως και πολύ πιο σκληρός από τον ίδιο το Αγά.  

 

Ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης στα απομνημονεύματά του μας αναφέρει:    «Στις 10 Οκτωβρίου του 1877 επιχείρησα περιοδεία στα χωριά της επισκοπής μου για να εισπράξω την αρχιερατική επιχορήγησή μου       (τον ετήσιο μισθό του δηλαδή) η οποία ήταν 30.000 γρόσια περίπου και αναλογούσαν κατά μέσο όρο 20 γρόσια ανά στεφάνι (ανά ανδρόγυνο) τα οποία εισέπραττα  και σε είδος, σιτάρι, καλαμπόκι κλπ. Αλλά έπρεπε συγχρόνως να κατηχήσω, να μυήσω κάποιους χριστιανούς για να είναι έτοιμοι για τον αγώνα, για την επανάσταση». -«Εν Καστανιά  μετά δακρύων ενθουσιασμού εμυήθη ο γέρων Θεοχάρης, όστις ήτο και ο εγκριτότερος», μας αναφέρει ο επίσκοπος.    -«Στην μονή της Παναγίας Μακρυρράχης με πολλές προφυλάξεις μίλησα με τον ηγούμενο Δαμασκηνό και τον διάκονο Θεοδόσιο χωρίς να τους μυήσω αλλά «ικανά εμπνεύσας αυτούς, οίτινες εδείχθησαν πρόθυμοι»... 

 

Ο Νικόλαος Ολύμπιος Διαμαντής μαζί με τον αδερφό του Κώστα  πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό της Νότιας Μακεδονίας και έλαβε μέρος στην φονικότατη μάχη με τους Τούρκους στην Καστανιά,  αναφέρεται σε άλλο μέρος του βιβλίου   (έγγραφα αγωνιστών Νικολάου Ολυμπίου - Σπανός)… 


Στο βιβλίο «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ 1821 – 1880» του Στέφανου Παπαδόπουλου διαβάζουμε: 

«Η Σιάτιστα, η Νάουσα και η Καστανιά των Πιερίων αποτέλεσαν τα κύρια στρατηγικά σημεία από τα οποία θα ξεκινούσε η επανάσταση στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Τον Μάρτιο του 1822 κατέφθασαν στη σκάλα Ελευθεροχωρίου Ψαριανά καράβια με πολεμοφόδια που είχε εξασφαλίσει στη Νότια Ελλάδα ο απεσταλμένος των Μακεδόνων Ν. Κοσομούλης»…..

 

 

«Ο Σάλλας, άσωτος αλλά γενναίος, θέλων να εμψυχώση τον φοβηθέντα λαόν επροχώρησε μετά την μάχην προς τα ενδότερα και εστρατοπέδευσεν εν Καστανιά πλησίον του Κολινδρού, ώστε τα δύο στρατόπεδα ήσαν απέναντι αλλήλων και συχνάκις ηκροβολίζοντο· επειδή δε φόβος ήτο μη επήρχοντο και άλλαι δυνάμεις από Θεσσαλονίκης, τινές των οπλαρχηγών Ολυμπίων διετάχθησαν να προκαταλάβωσι τας διόδους, αλλά δεν τας προκατέλαβαν, και χίλιοι σταλέντες παρά του Αβδουλαβούδη εις ενίσχυσιν του στρατοπέδου του Κολινδρού, ευρόντες αυτάς πάντη απροφυλάκτους, κατευωδώθησαν ατουφέκιστοι και την 29 μαρτίου έπεσαν όλοι επί τους εν Καστανιά Έλληνας, τους εκτύπησαν και τους ηνάγκασαν εγκαταλιπόντας το χωρίον τους μεν να μεταβώσιν εις Μηλιάν, τον  δε Διαμαντήν Νικολάου να καταβή εις Ελευθεροχώρι προς αντιπερισπασμόν· αλλά και ούτος, μη δυνάμενος να διατηρήση την θέσιν εκείνην, ανέβη μετ’ ολίγον εις Μηλιάν».

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ



Η γιαγιά Θύμιαινα

ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΜΟΥ (γράφει η Μαρία Μακρή)

Ταξιδεύοντας στα παιδικά μου χρόνια πολλά πράγματα είναι αυτά που έχουν σημαδέψει την μνήμη μου.  

Ξεκινώντας από την γιαγιά μου (μητέρα του πατέρα μου), θυμάμαι πως είχε πολλές ιστορίες απ’ τη ζωή της. Η γραφική εκείνη εικόνα της γιαγιάς μου Μαρίας ή Θύμιαινας (Θύμιος ήταν ο παππούς μου), με τα μακριά μαύρα φουστάνια τα φουντωτά, με την ποδιά πάντα εξάρτημα της ενδυμασίας της καθώς και το μαντήλι (φακιόλι) στο κεφάλι, από το οποίο έβγαιναν πίσω στην πλάτη της ριγμένες πάντα δύο πλεξούδες ασημένιες, με τις μαύρες επίσης κάλτσες και τα σκαρπίνια της, όλη της η εικόνα εκείνη λοιπόν, είχε να πει πολλά. Ευθυτενής και επιβλητική ως παρουσία, δυνατή καθώς ασκούσε μια μητριαρχική δύναμη στην οικογένεια. Θεωρώ πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο στην όλη της προσωπικότητα.                                                

Γεννημένη περίπου το 1890 στην Καστανιά, έζησε χίλιες μύριες καταστάσεις και γεγονότα που σημάδεψαν την ψυχή της και τον χαρακτήρα της. Τουρκοκρατία, πόλεμοι των επομένων χρόνων που έγιναν αιτία να χάσει δικούς της, κατοχή, εμφύλιος, φυλακίσεις αγαπημένων της προσώπων, εξορίες κ.λπ, όπως εξ άλλου αντίστοιχα έζησαν όλοι οι άνθρωποι των εποχών εκείνων. Όταν άρχιζε να λέει αναμνήσεις της λοιπόν η γιαγιά μου, το βλέμμα της ταξίδευε, ήταν κάπου καρφωμένο, έβλεπε εικόνες μπροστά της σε ό,τι διηγούνταν και άλλοτε ζωήρευε η φωνή της, άλλοτε δάκρυζαν τα μάτια της και άλλοτε θύμωνε. Ήταν πολύ ενοχλημένη όταν θυμόταν, εκεί κατά την νεανική της ηλικία, περίπου το 1910, την ύπαρξη της Τουρκοκρατίας ακόμα στον τόπο της. Χαρακτηριστικά αναφέρονταν σε τρεις «προσωπικότητες» Τούρκων που έκαναν των ανθρώπων τη ζωή δύσκολη, διότι τους έπαιρναν μεγάλο μέρος της σοδειάς τους. Ήταν ο Σούμπασης, ο Αγάς και ο Μπέης (κατά την έκφραση της γιαγιάς μου:     «η Σούμπασης, η Αγάς και η Μπέης». «Με τον τενεκέ», έλεγε, «μας έπαιρναν το στάρι, το καλαμπόκι και ό,τι άλλη σοδειά είχαμε. Μας άφηναν πολύ λίγα για να ζήσουμε οι ίδιοι». Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω περισσότερα γύρω από αυτό το θέμα, διότι ήμουνα πολύ μικρή και με κούραζε η ανάγκη της να εκφράζει πάντα τα ίδια όποτε της δινόταν ευκαιρία.

Αφορμής δοθείσης θα αναφερθώ σε μια εικόνα που χαράχτηκε στη μνήμη μου… Παιδί εγώ τότε στα τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Υπήρχε μια γενική αναστάτωση εκείνη τη μέρα στο σπίτι στα πλαίσια μιας προσμονής… Ήταν απόγευμα και από  την εξώπορτα της αυλής ένας νέος άνδρας γύρω στα τριάντα περίπου, όμορφος και γνώριμος από τις φωτογραφίες που μας έστελνε, ορμάει στο κατώφλι του σπιτιού φωνάζοντας: «Μάνααααα, Μάναααα!!!».                                                                                                      Η γιαγιά μου, που από ώρα περίμενε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού, πήρε την κατηφόρα της αυλής τρέχοντας και κινδυνεύοντας να τσακιστεί, με ανοιχτά τα χέρια και με το όνομά του στα χείλη της  «Βαγγέλη μ’, Βαγγέλη μ’!!!»… και  ξαφνικά οι δυο αγκαλιές έγιναν μια, υγρά τα μάτια, βουβό το κλάμα… και όλοι εμείς γύρω τους ακούνητοι, συγκινημένοι, ως και εγώ που ήμουνα μικρή ένοιωθα την ιερότητα της στιγμής, θαρρείς και δεν θέλαμε να χαλάσουμε αυτή την μυσταγωγία. Τι να πει κανείς! Σκληρές εικόνες, δύσκολες εποχές, χρόνια πέτρινα….

Η άλλη μου γιαγιά, Μαρία και εκείνη, η Καρανάτσαινα (από το επίθετο του παππού) έζησε και η ίδια πολλές καταστάσεις, απώλειες αγαπημένων της προσώπων, πείνα και ένα σωρό άλλα προβλήματα. Θυμάμαι, όπως μας περιέγραφε, ότι επί κατοχής είχαν τα «λάχανα» (αγριόχορτα) για καλό τους φαγητό. Ο μικρός της γιός, ο θείος μου Αποστόλης, ζητούσε το φαγάκι του με την φράση «το μελιάδι μ’ τα λάχανα», δηλαδή το μερίδιό του. Όταν μπορούσαν κάποτε να έχουν λίγα φασόλια για φαγητό, η χαρά τους ήταν τέτοια που χαρακτηριστικά τρέχοντας χαρούμενος στην μεγάλη του αδερφή Βασιλική, την μάνα μου, έλεγε: «Βασιλικάρι έχουμε και φασουλάρι!!!». Πολύ συγκινητικό όταν σκέφτεσαι αυτά τα σκηνικά από ένα μικρό παιδάκι των «σκληρών χρόνων».

Ο παππούς μου ήταν έμπορος (μπακάλης) σε εκείνα τα παλιά χρόνια όταν εγώ ήμουνα πολύ μικρή την δεκαετία του 1950- 1960. Για τους δύσκολους μεταπολεμικούς καιρούς θεωρώ ότι το πάλευε δυναμικά. Εγώ σαν παιδί θυμάμαι το μπακάλικό του που συγχρόνως ήταν και καφενείο με γραμμόφωνο, όπου πηγαίναν οι νέοι και νέες του χωριού και διασκέδαζαν. Εκεί γνωρίστηκαν η μητέρα μου με τον πατέρα μου. Το μαγαζί ήταν του Γιάννη Καρανάτσιου (παππούς μου) στον πάνω μαχαλά. Λέγεται δε ότι εκεί γινόταν και η «βόλτα».

 

Θα αναφερθώ στην συνέχεια σε πιο κοντινές σε μένα μνήμες και βιώματα.

 

Θυμάμαι τον Γανωτή που περνούσε από τα σπίτια και γάνωνε (γυάλιζε) τις μπακιρένιες κατσαρόλες, ταψιά, κουτάλια και μαχαιροπήρουνα. Χαρακτηριστικός τύπος με το κασελάκι του... 

                                                                                                                                                              

Κάθε πρωί περνούσε ο τσομπάνης από τα σπίτια και μάζευε τα ζώα, χαρακτηριστικά τις αγελάδες, να τα πάει για βοσκή όλη τη μέρα και το βράδυ με το σούρουπο τα ξανάφερνε στο χωριό όπου και πάλι το κάθε ζωντανό γνωρίζοντας την πόρτα του έμπαινε μόνο του μέσα στην αυλή…

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ







Ο Χρήστος Μπιάλας αποδήμησε εις Κύριον σε ηλικία  107 ετών.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 

Παραμονή Χριστουγέννων 1939.Το χιόνι έπεφτε πυκνό στο μικρό μας χωριουδάκι. Ο αέρας είχε «κόψει» από ώρα και το μόνο που άκουγες ήταν ο απαλός ήχος των νιφάδων του χιονιού που στροβιλίζονταν και έπεφταν στα σπίτια, στα δέντρα, στο έδαφος και στόλιζαν τα πάντα με τις καινούργιες κάτασπρες και πανέμορφες φορεσιές τους. Ούτε σκυλί δεν αλυχτούσε! Ξάφνου κατά τις δύο τη νύχτα ένας νεαρός ξεπρόβαλλε μες στο σκοτάδι και κατευθύνθηκε στο μεσοχώρι του χωριού. Το χιόνι ήταν ίσα με μισό μέτρο και όταν ο νεαρός έφθασε, έκανε με τα χέρια του «χωνί» φωνάζοντας με όλη τη δύναμή του:

«ΚΟΛΙΝΤΑ ΜΕΛΙΝΤΑ - ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ»!!!!!!!!

Το ίδιο επανέλαβε άλλες τρεις φορές προς όλα τα μέρη του ορίζοντα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν τα νεαρά αγόρια και κορίτσια του χωριού. Στην μια μεριά μαζευόταν τα αγόρια και στην άλλη τα κορίτσια και πηγαίναν στα σπίτια για να πούνε τα κάλαντα όλα τα αγόρια μαζί και όλα τα κορίτσια μαζί. Τα αγόρια είχαν ξεκινήσει πηγαίνοντας στο πρώτο σπίτι που ήταν του Κώστα Μακρή (στην κάτω άκρη του χωριού) και μετά στου Κωστόπουλου, στα Αθανασέϊκα και ανηφόριζαν…
Τα κορίτσια ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν.
Ποιές ήταν; H Ολυμπία  Χαρισοπούλου, η Ευρύκλεια Θεοχαροπούλου, η Αγγελική Νικολοπούλου, η Ρήνα Θεοχαροπούλου, η Κορνηλία Νικολοπούλου, η Φραξία Θεοχαροπούλου, η Λένια Θεοχαροπούλου, η Φρείδω Νικολοπούλου, η Ρήνα Νικολοπούλου, η Ξανθίππη Νικολοπούλου, η Αναστασία Λάμπρου, η Αναστασία Βεοπούλου, η Κούλα Παλιανιώτη, η Ελπινίκη Χαρισοπούλου, η Ευγενή Νικολοπούλου, η Σοφία Χειμώνα και η Μαρία Μακρή του Παναγιώτου.                                                                                                                             Φθάνοντας στο πρώτο σπίτι ξεκίνησαν να λένε τα κάλαντα:

΄΄ΚΟΛΙΝΤΑ ΜΕΛΙΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ       ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΖΕΤΑΙ   ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΠΑΕΙ    ΦΡΑΓΚΙΤΣΑ ΕΔΩ ΦΡΑΓΚΙΤΣΑ  ΕΚΕΙ     ΦΡΑΓΚΙΤΣΑ ΠΑΕΙ ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ
ΜΕ ΤΑ ΓΙΟΡΝΤΑΝΙΑ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ     ΜΕ ΤΑ ΦΛΟΥΡΙΑ ΣΤΗ ΜΕΣΗ
ΦΡΑΓΚΙΤΣΑ  ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΝΕΡΟ   ΝΑ ΠΙΟΥΝ ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ
 ΦΡΑΓΚΙΤΣΑ ΠΑΕΙ ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ  ΤΑ ΓΚΙΟΥΜΙΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΕΙ΄΄
                                                                                                                                        Αν στο σπίτι είχαν μοναχοπαίδι έλεγαν και το παρακάτω:
                                                                                                                                    ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΙΚΡΟ ΚΑΙ ΧΑΪΔΕΜΕΝΟ
ΤΟ ΕΛΟΥΖΕ ΤΟ ΧΤΕΝΙΖΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟ ΣΤΕΛΝΕΙ
ΚΙ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟ ΚΑΡΤΕΡΕΙ ΜΕ ΜΙΑ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΒΕΡΓΑ
ΚΑΙ Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΕ ΔΥΟ ΧΕΡΙΕΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ.

Μόλις τελείωναν τα κάλαντα, οι νοικοκυραίοι  άνοιγαν την πόρτα και έβαζαν στο σπίτι το πρώτο παιδί με το δεξί για να φέρει τύχη και με ένα ξύλο σουβλούσε και ανακάτευε τα κάρβουνα στο τζάκι λέγοντας ευχές. «Να ζήσετε, να ευτυχίσετε, νοικοκυραίοι μεγάλοι και πλούσιοι να γίνετε. Υγεία να έχετε!!! Ο Θεός να σας δίνει απ’ όλα τα καλούδια! Να έχετε πολλά αρνιά και πολλά κατσίκια»!!! Κατόπιν έβαζαν στο σακούλι κάθε παιδιού ξυλοκέρατα, συκομαΐδες, μήλα, πορτοκάλια, καρύδια, κουλούρια και ό,τι είχε ο καθένας. Τελευταίο σπίτι ήταν του Φώτη του Κατσιούλα. Για να πας σ’ αυτό το σπίτι, έπρεπε να περάσεις μπροστά από το νεκροταφείο του Αγίου Νικολάου και να περπατήσεις άλλα πεντακόσια μέτρα περίπου. Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς είχαν μαζί τους και μια σούβλα, στην οποία τους κρεμούσαν κομμάτια από κρέας.                                                                             Παρακάτω παραθέτω τα κάλαντα του Λαζάρου, που τα λέγαν μόνο οι κοπέλες:                                                                                                             

«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάϊα ήρθε η Κυριακή που τρών τα ψάρια πού ήσουν Λάζαρε πού ήσουν κρυμμένος   μες στην μαύρη χαντακωμένος δώς μου μια σταλιά νερό να πιώ ο καημένος   γράψι Θόδωρε γράψι Δημήτρη, γράψι Λημονιά και κυπαρίσσι  το τσαντάκι μας θέλει λεφτούτσκα, το καλαθάκι μας θέλει αυγουλούτσκα».                                                                                

Έλεγαν και το παρακάτω, όταν κάποιο παιδί έλειπε για καιρό από το χωριό:                                                                                                                               «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου...» 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ & ΑΛΛΑ




ΕΙΣΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ ΜΑΝΑ ΜΟΥ!                                        

(της Μαρίας Μακρή)

Στον αργαλειό σου είσαι να υφαίνεις

Εκεί γλυκιά και πολυαγαπημένη μου σε ξαναβλέπω

Δημιουργείς και είσαι ευτυχισμένη μ’ όλη την κούρασή σου

Το υφάδι που έκανες, η επιβράβευσή σου

Ικανοποίηση για σε η δημιουργία

Άλλη σου μια εικόνα φωτεινή!

Αυτή της αξιοσύνης, της υπομονής σου και της καρτερίας

Με κείνη πάντα τη διάθεσή σου να προσφέρεις

Και τώρα να! Σιμά μου εδώ

Το δημιούργημά σου καθώς βλέπω,

Θωρώ εσένα τότε, εκεί στον αργαλειό

Το χέρι το δικό σου ακουμπώ,

Το χέρι τ’ άξιο, το κουρασμένο

Σκληρό απ’ τη δουλειά, μα τρυφερό στο χάδι

Είσαι κοντά μου μάνα μου! Όλα το λένε!

Το λέει η αγάπη που μου έδωσες, ακόμα περισσεύει

Το λέει το κουράγιο σου, πούγινε και δικό μου

Το λέει η γλύκα της φωνής και του προσώπου σου

Καθώς τραγούδι έλεγες, μου το δωσες κι αυτό.

Πόσο στ’ αλήθεια σου χρωστώ γλυκιά μου

Μα τίποτα δεν πήρες, χάρισμά μου

Το λέει η τρυφερή σου οπτασία, η δυνατή τότε

Εκεί στον αργαλειό!!!


GARMISCH
PARTEN KIRCHEN

 

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ

Στη φωτογραφία διακρίνονται οι: Νίκος Μπιάλας, Στέργιος Καραμανώλας, Σάνα Μπιάλα, Παρασκευούλα Βρακοπούλου, Ρήνα Καραμανώλα.


«Όλα ξεκίνησαν όταν τρείς γυναίκες το 1961 βρέθηκαν για εργασία στο Γκάρμις Πάρτεν Κίρχεν. Ήταν η Σάνα Μπιάλα, η Παρασκευούλα Βρακοπούλου και η Ρήνα Καραμανώλα. Αυτές οι τρείς έκαναν την αρχή, αλλά ο σπόρος που φύτεψαν έμελλε να μεγαλώσει και να αποδώσει καρπούς.»

ΟΙ ΓΚΑΡΜΙΣΙΩΤΕΣ

Καλοκαίρι του 1972. Μόλις τελειώσανε τα μαθήματα στο Γυμνάσιο, πήρε το τρένο για την Γερμανία. Θα επισκεπτόταν  τους γονείς του και τα αδέλφια του, που ζούσαν και εργάζονταν στο GARMISCH PARTEN KIRCHEN στην τότε Δυτική Γερμανία.

Έφθασε στο Μόναχο και άλλαξε τρένο και κατά τις έντεκα το πρωί μπήκε στο ΓΚΑΡΜΙΣ, μια πόλη περιτριγυρισμένη με ψηλά βουνά, ένα πραγματικό στολίδι που δεν χόρταινες να το βλέπεις, με μονοκατοικίες των οποίων οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με θέματα της παράδοσης της περιοχής, με ζαρντινιέρες στα παράθυρά τους και με κήπους  γεμάτους πολύχρωμα λουλούδια, με λιμνούλες γύρω γύρω και ένα ποτάμι να διασχίζει την πόλη, όλη η ομορφιά του κόσμου στο μεγαλείο της. Ερχόταν κατ΄ ευθείαν από την Καστανιά στο Γκάρμις και σίγουρα έπαθε ένα πολιτισμικό σοκ. Αμέσως ερωτεύθηκε αυτή την πόλη..........

Σίγουρα αν υπάρχει ένας τόπος εκτός Ελλάδος που  η Καστανιά να έγραψε και να γράφει ιστορία, αν υπάρχει  ένα χωριό, μια πόλη που οι περισσότεροι Καστανιώτες θεωρούν δεύτερη πατρίδα τους, αυτή η πόλη είναι το GARMISCH PARTEN KIRCHEN. Τα περισσότερα αφεντικά, Αμερικανοί ή Γερμανοί καθώς και ξένοι φίλοι των Καστανιωτών, θεώρησαν υποχρέωσή τους να περάσουν έστω μια φορά από την Καστανιά. Μια πόλη καθαρά τουριστική με πολλά ξενοδοχεία πανέμορφα, με πάρα πολλές πίστες για σκί (είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ ίδρυσε το 1936 το Ολυμπιακό στάδιο της πόλης στο οποίο έγιναν για πρώτη φορά  οι παγκόσμιοι χειμερινοί αγώνες), με πολλές πανέμορφες λιμνούλες περιμετρικά της πόλης, με τον ποταμό Loisach (Λόιζαχ) να  την διασχίζει, με πολλά και καθαρά μονοπάτια για να κάνουν περιπάτους στα γύρω βουνά, με πολλά νυχτερινά μαγαζιά με ζωντανή μουσική. Υπήρχαν τόσοι πολλοί τρόποι να διασκεδάσεις που σε καμιά περίπτωση δεν θα έπληττες. Αλλά και σήμερα υπάρχουν πολλοί Καστανιώτες ακόμα στο Γκάρμις, οι οποίοι σίγουρα έχουν δεθεί με τον τόπο αυτό, έχουν τακτοποιήσει τα παιδιά τους εργασιακά και οικογενειακά, και αναμφίβολα για τους ανθρώπους αυτούς Καστανιά και Γκάρμις είναι δύο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες.

Ο Αριστείδης Κατσιούλας, ο χαμογελαστός και καλόκαρδος Τσίλης με τα γίδια του




Η ΛΥΚΑΙΝΑ

«Πού να με φάει γίδι εμένα ρε ο λύκος; Έχω τον Καψάλη και τον Καλέση και δεν ζυγώνει τίποτα στα γίδια μου», είπε ο Τασούλης στην παρέα των βοσκών που κάθονταν στο καφενείο και έπιναν το τσιπουράκι τους.                                                                                                                             «Ά ρε, σοβαρά μιλάς τώρα; Τα δικά σου τα σκυλιά είναι καλύτερα από τον δικό μου τον Μπαλιούκα και τον Μπέλιο; Με δύο λύκους πάλεψε ο Μπέλιος και όταν τον βρήκα γεμάτο αίματα, νόμιζα ότι τον έφαγαν, ξάφνου σηκώνεται όρθιος και τον βλέπω μια χαρά. Τα αίματα ήταν από τους λύκους που είχε ξεκάνει»!                                                                                                                                «Βρε Μητσολάκη, δεκαπέντε σκυλιά έχω και τα ταΐζω καλά και μέχρι σήμερα δεν με έχει κόψει το ζλάπι κανένα ζώο»!                                                                                                                       «Και εγώ δεκαπέντε σκυλιά έχω Τασούλη και τα ταΐζω κάθε μέρα ψωμί, και κάθε εβδομάδα ο κουμπάρος μου που έχει ταβέρνα, με τροφοδοτεί με ένα σωρό αποφάγια και έτσι τρώνε κρέας και κόκκαλα, αλλά πάλι προχθές μου έφαγε ένα βιτούλι η λύκαινα».
«Εμένα με τρώνε πρόβατα σχεδόν κάθε μέρα», λέει ο Γατσιούλας.                                                                                                       «Ε, καλά εσύ αντί για σκυλιά έχεις γατιά. Περιμένεις τα γατιά να κυνηγήσουν τους λύκους»; του είπε ο  Νικολής.  Έσκυψε το κεφάλι και δεν μίλησε ο Γατσιούλας.                                                                                  «Πάντως βρε παιδιά», λέει ο Γρηγόρης, «αυτή η λύκαινα είναι παμπόνηρη, δεν υπάρχει πιο έξυπνο ζώο από αυτήν, την ώρα που εκείνοι οι δυό μεγάλοι αρσενικοί λύκοι που είναι σαν γομάρια επιτίθενται στο κοπάδι, έρχεται από την αντίθετη μεριά η γεννημένη λύκαινα θαρρείς ότι αυτή στέλνει τους  δυο λύκους να απασχολήσουν τα σκυλιά και αρπάζει ένα ζώο ξαφνικά και εξαφανίζεται».     «Πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε την φωλιά της, να σκοτώσουμε τα λυκάκια και την ίδια άμεσα πριν μας κάνει μεγαλύτερη ζημιά», είπε ο Τσίλης...       

 

 

ΓΙΑΤΙ ΒΡΕ ΒΕΝΙΖΕΛΟ; ΓΙΑΤΙ;

Καθόμουν στο καφενεδάκι του χωριού όταν είδα τον παππού να έρχεται προς τα πάνω τρέχοντας, όχι δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος, απλά έτσι περπατούσε, πάντα σβέλτα. Ήθελα παρέα και έτσι σηκώθηκα από την καρέκλα μου, τον πλησίασα και του πρότεινα να τον κεράσω έναν καφέ ή ένα τσιπουράκι. Δέχθηκε μετά χαράς. Εντυπωσιασμένος από την σβελτάδα του σε αυτή την ηλικία, τον ρώτησα πότε γεννήθηκε. Εκεί κοντά στα 1900, μου είπε, τώρα λίγο πιο πίσω λίγο πιο μπροστά δεν θυμάμαι, πάντως στον πόλεμο της Μικράς Ασίας πολεμούσα.     – «Αλήθεια πολέμησες στη Μικρά Ασία»; τον ρώτησα με ενδιαφέρον   (γνώριζα βέβαια από άλλους συγχωριανούς ότι πολέμησε στην Μικρά Ασία και ότι τον τελευταίο καιρό μιλούσε συνεχώς για την Μικρασιατική καταστροφή, αλλά ήθελα και εγώ από τον ίδιο να ακούσω τις εμπειρίες και τα σχόλιά του).   – «Αν πολέμησα λέει»! 
Φώναξα τον καφετζή. – «Τι επιθυμείς  παππού;   «Τέτοια ώρα καφέ να μην πιούμε, είπε, άϊντε ας φέρει ένα τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο».   – «Κάνε τα δύο», είπα στον καφετζή.                                     – «Και πώς χάθηκε παππού αυτός ο πόλεμος; Γιατί μας εγκατέλειψαν οι σύμμαχοι; Κάναμε λάθη»;                                                       – «Πρώτα απ’ όλα παιδί μου, να το πω έτσι απλά, εσύ θα κοιτάξεις το  συμφέρον το δικό σου ή κάποιου φίλου σου»;      – «Μα φυσικά παππού το συμφέρον το δικό μου θα κοιτάξω πρώτα».  – «Τώρα αν λέω το συμφέρον το δικό σου και κάποιου φίλου σου συμπίπτουν, δεν θα τακιμιάσετε για να έχετε καλύτερο αποτέλεσμα»;  – «Βεβαίως παππούλη».                                                – «Έτσι είναι και ο πόλεμος μια διπλωματία. Εμείς στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ήμασταν με τους νικητές, είχαμε συμμάχους τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Ιταλούς κ.λπ. Οι Τούρκοι ήταν με τους χαμένους Γερμανούς, Αυστροούγγρους κ.λπ. Στο τέλος αυτού του πολέμου είχαμε τα πάντα με το μέρος μας, είχαμε κατ’ αρχάς έναν πρωθυπουργό ηγέτη, πολύ έξυπνο, διορατικό, άριστο σε θέματα διπλωματίας, έναν άνθρωπο τον οποίο εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι σημαντικοί σύμμαχοί μας οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και όχι μόνο σε επίπεδο αρχηγών, είχε την κοινή γνώμη των κατοίκων των χωρών αυτών με το μέρος του, τους έκανε κουμάντο, να σου το πω έτσι απλά. Άσε τους Ιταλούς που αν και σύμμαχοι δεν ήταν ποτέ φίλοι μας. Τελείωσε λοιπόν ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος και οι σύμμαχοι με βάση τα συμφέροντά τους, γιατί όπως είπα και προηγουμένως τα δικά τους συμφέροντα κοιτάζουν πρώτα, που απέβλεπαν και στα πετρέλαια καθώς και στον γενικότερο έλεγχο της Μέσης ανατολής, αποφάσισαν να διαμελίσουν την Τουρκία και να τοποθετήσουν εμάς τους συμμάχους τους να διαφυλάξουμε τα συμφέροντά τους με αρκετά και σημαντικά ανταλλάγματα όμως, όπως την παραχώρηση κυρίως της Σμύρνης και μιας περιοχής περίπου τριακοσίων χιλιομέτρων περιμετρικά αυτής, της Ανατολικής Θράκης μέσω της οποίας βγαίναμε στον Εύξεινο πόντο, της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ποντιακού κράτους που και αυτό ελληνικό θα ήταν και πάει λέγοντας, ίσως παίρναμε και την Κωνσταντινούπολη που ήταν ο διακαής μας πόθος και εγώ σου λέω θα την παίρναμε. Με αυτές τις παραχωρήσεις που έκαναν οι σύμμαχοι προς εμάς, αποδυνάμωναν σημαντικά  την  εχθρική και γερμανόφιλη Τουρκία και συγχρόνως ισχυροποιούσαν την σύμμαχό τους Ελλάδα. Αν διαβάσεις την συνθήκη των Σεβρών θα καταλάβεις τις σημαντικές παραχωρήσεις τους προς εμάς, οι οποίες επαναλαμβάνω έγιναν γιατί ο  ευφυέστατος Βενιζέλος είδε την ταύτιση συμφερόντων ανάμεσα στις συμμαχικές και ελληνικές επιδιώξεις στον Μικρασιατικό χώρο. Όλα πηγαίναν πρίμα για εμάς, αποβιβαστήκαμε στην Σμύρνη και την πήραμε και έχοντας πολύ άξιους αξιωματικούς και στρατιώτες που μασούσαν σίδερα, νικούσαμε απ’ όπου περνάγαμε μια ηττημένη στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και αποδυναμωμένη Τουρκία, η οποία ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει και τους Άγγλους τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Ο ίδιος ο Βενιζέλος από το Παρίσι και το Λονδίνο ήταν κοντά στους συμμάχους και έπαιρνε από αυτούς πολεμικό υλικό, οικονομική και στρατιωτική βοήθεια ό,τι ώρα ήθελε και μάλιστα απ’ ότι λέγαν ήταν τόσο καλός διπλωμάτης, που ενώ έπαιρνε από τους συμμάχους, φαινόταν ότι αυτός έδινε σ’ αυτούς. Και πάνω που χαμογέλασε ο κάθε πατριώτης που ζούσε και στέναζε χρόνια κάτω από τον κατακτητή, αποφάσισε δυστυχώς ο Βενιζέλος μόλις υπογράφτηκε η συνθήκη, ίσως και λίγο με την πίεση των συμμάχων, ίσως και γιατί το είχε υποσχεθεί στην αντιπολίτευση και ήθελε να είναι συνεπής, να κάνει εκλογές στη μέση του πολέμου με την πεποίθηση ότι ο λαός θα εκτιμήσει το τεράστιο έργο του της υπογραφής της συνθήκης και  θα του έδινε μεγάλη εκλογική νίκη. 
– «Αχ, αχ, γιατί βρε Βενιζέλο έκανες αυτό το λάθος; Γιατί»;     – «Τι είναι παππού, τι τρέχει; Δεν αισθάνεσαι καλά»;  – «Λίγο νεράκι παιδί μου, λίγο νεράκι δώσε μου να πιώ»!  – «Έλα πιες λίγο να συνέλθεις».
– «Παππού, αν δεν είσαι καλά να σταματήσουμε την συζήτηση, να σε πάω στο σπίτι»;  
– «Όχι παιδί μου, απλά πόνεσα τότε και πονάω συνέχεια για το ολέθριο λάθος του Βενιζέλου, ειδικά τώρα τελευταία το μυαλό μου είναι κολλημένο σε εκείνες τις μέρες. Είναι δυνατόν να έχεις ανοιχτό μέτωπο και να κάνεις εκλογές; Η μεγάλη του σιγουριά ότι μετά από τέτοιες επιτυχίες θα έκανε περίπατο στις εκλογές και θα εδραίωνε την παρουσία του στον πολιτικό θώκο της Ελλάδος για χρόνια, τον οδήγησε σε αυτή την απόφαση. Ήταν τόσο σίγουρος για μια θριαμβευτική νίκη, που πριν τις εκλογές βρέθηκε στην Σμύρνη, όπου ενημέρωσε το πλήθος για την λήξη του πολέμου και για τα επόμενα σχέδιά του σχετικά με  τις προσαρτώμενες περιοχές στην Ελλάδα όπως και η Σμύρνη. Δυστυχώς όμως, ενώ αυτός από το Παρίσι, στο οποίο ζούσε τα τελευταία χρόνια για να μπορεί άμεσα να επηρεάζει τους συμμάχους, ρουφούσε το νέκταρ των μεγάλων επιτυχιών σε όλα τα μέτωπα και ήδη ονειρευόταν ότι έφθασε επιτέλους η ώρα να σηκωθεί ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, έφθασε η ώρα να διώξουμε μια για πάντα τους Τούρκους καταπατητές των προγονικών εδαφών μας, έφθασε η ώρα να δώσουμε την δική μας απάντηση για τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και να μεγαλώσουμε την Ελλάδα μας η οποία θα γινόταν  στην περιοχή η πρώτη μεγάλη δύναμη και πίστευε ότι η νίκη του ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη, οι  πολιτικοί του αντίπαλοι δεν κάθισαν με σταυρωμένα τα χέρια και χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο κατάφεραν τελικά να κάνουν την ανατροπή και να 
κερδίσουν αυτοί τις εκλογές.

 – «Μα πως έχασε τις εκλογές τέτοιος μεγάλος ηγέτης παππού και νικώντας παντού»;  – «Να σου πω παιδάκι μου. Κατ’ αρχάς η μεγάλη του σιγουριά, ότι μετά από τέτοιες νίκες θα έκανε περίπατο, δεν τον βοήθησε για να οργανωθεί σωστά έναντι της αντίθετης βασιλικής παράταξης, η οποία κατέβηκε στον προεκλογικό αγώνα, άλλο λάθος του ήταν ότι έφερε όλους τους εκδιωχθέντες το 1909  πολιτικούς του αντιπάλους που ήταν βασιλικοί μέχρι το κόκκαλο και ουσιαστικά εδώ ζέστανε φίδια που τον πολέμησαν με λύσσα και τσίμπησαν στο τέλος τον ίδιο αλλά κυρίως την Ελλάδα μας. Όλοι οι αλλοεθνείς υπήκοοι, Βούλγαροι, Τούρκοι και Εβραίοι ακόμα, τον καταψήφισαν με σύσταση και του Κεμάλ, βάλε και το γεγονός ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι στην επαρχία κυρίως έβγαζαν καυτούς λόγους και διέδιδαν ότι θα σταματήσουν τον πόλεμο που δεν οδηγεί πουθενά κατά την άποψή τους και θα φέρουν πίσω τους φαντάρους που είχαν καιρό να τους δουν μανάδες, γυναίκες και παιδιά ακόμη, συν και τους φανατικούς βασιλικούς που ήθελαν πίσω τον βασιλιά. Να λοιπόν πώς χάθηκαν οι εκλογές, με μικρή διαφορά μεν, αλλά χάθηκαν. Και οι μεγάλοι ηγέτες κάνουν λάθη, αυτό λοιπόν ήταν το μεγαλύτερο λάθος του Βενιζέλου, που δυστυχώς άλλαξε την ιστορία. Μην ψάχνεις τίποτα άλλο , από την στιγμή που έφυγε ο Βενιζέλος και επέστρεψε ο φιλογερμανός βασιλιάς, η τύχη μας είχε κριθεί, οι σύμμαχοι μας έβαλαν στο ίδιο καζάνι με τους Τούρκους, και όχι μόνο αυτό, αλλά πήγαν με την πλευρά του Κεμάλ, γιατί πλέον τα συμφέροντά τους άλλαξαν στρατόπεδο. Όσο ήταν στην ηγεσία ο Βενιζέλος παιδί μου, η Ελλάδα νικούσε, και νικήθηκε με κυβερνήτες τα βασιλικά κόμματα με τον Γούναρη, τον Καλογερόπουλο, τον Χατζηανέστη και άλλους που την απομόνωσαν διπλωματικά.              – «Αχ και πάλι αχ! Γιατί; Γιατί βρε Βενιζέλο έκανες αυτό το λάθος;         Θεέ μου γιατί τον άφησες να κάνει εκλογές πριν την λήξη του πολέμου»;  «Τι έπαθες πάλι  παππού; Είσαι καλά»; 

– «Βγάλε σε παρακαλώ ένα φάρμακο της πίεσης που έχω στην τσέπη μου, δεν αισθάνομαι καλά, θα με φάει το μαράζι που χάσαμε μια τέτοια ευκαιρία που όμοιά της ΚΑΘΕ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ παρουσιάζεται. Δεν μπορώ να το χωνέψω! Είχαμε φάει το βόδι και είμασταν στην ουρά»!      – «Αν δεν είσαι καλά παππού να συνεχίσουμε  άλλη φορά  την συζήτηση»!     – «Όχι, όχι παιδί μου, άλλωστε δεν μου μένει πολύς καιρός ακόμα.
Ας τελείωνε την δουλειά του και μετά να έκανε οργανωμένες εκλογές, μετά το τέλος του πολέμου και ειρηνικά θα είχε όλο τον κόσμο με το μέρος του. Έτσι, ενώ οι βασιλικοί είχαν προεκλογικά δηλώσει ότι θα σταματούσαν τον πόλεμο για ψηφοθηρικούς σκοπούς βέβαια, τελικά τον συνέχισαν χωρίς κανέναν σύμμαχο και έχοντας μάλιστα τους πρώην συμμάχους μας απέναντι, και χωρίς κανένα σχέδιο περάσαμε τον Σαγγάριο και πήγαμε να καταλάβουμε την Άγκυρα και δυστυχώς χάθηκαν τζάμπα τόσα παιδιά μας, δυστυχώς χάθηκε η Σμύρνη και τελικά η διαφαινόμενη μεγάλη νίκη έγινε καταστροφή παιδί μου».     Άρχισε να κλαίει με λυγμούς  ο παππούς αφού με αγκάλιασε.                 – «Σε ένα κουτάκι εδώ στην τσέπη του σακακιού παιδί μου έχω τα φάρμακα για την καρδιά μου, δώσε μου ένα χαπάκι σε παρακαλώ».         – «Κάτσε παππού ηρέμησε, πιες λίγο νεράκι ακόμη και θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου».           – «Τελικά βλέποντας πόσο άσχημα αισθάνεσαι μετά από τόσα χρόνια,  να υποθέσω ότι είναι γιατί έχασες δικούς σου ανθρώπους και τους θυμήθηκες τώρα; Έχεις Μικρασιατικές ρίζες; Είσαι Πόντιος;    – «Όχι παιδί μου δεν έχω Μικρασιατικές ρίζες, εδώ στο χωριό γεννήθηκα, απλά είμαι Έλληνας, ΕΛΛΗΝΑΣ είμαι παιδί μου! Αχ γιατί βρε Βενιζέλο διέκοψες αυτό το πανέμορφο όνειρο και μας ξύπνησες στο καλύτερο μέρος λίγο πριν τελειώσει; Γιατί»;
Έφυγα για κάποιες δουλειές στην Αθήνα και όταν γύρισα μετά από λίγο καιρό, μου είπαν ότι ο παππούς είχε πεθάνει πριν μια εβδομάδα, την ώρα που εξιστορούσε σε μια Σμυρνιά που είχε μάθει για τις διηγήσεις του παππού και ήρθε να ακούσει από πρώτο χέρι, από τον άνθρωπο που περπάτησε στα  ιερά χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας της λίγο πριν παραδοθεί στις φλόγες και στο Τούρκικο μαχαίρι, τα γεγονότα και την καταστροφή της Σμύρνης. Την ώρα που δάκρυσαν τα μάτια της Σμυρνιάς και τον αγκάλιασε από συγκίνηση, δεν άντεξε άλλο η καρδιά του παππού και άφησε την τελευταία του πνοή στα χέρια της.  Πήγα στον τάφο του, άναψα ένα κερί και φεύγοντας αισθάνθηκα μια μεγάλη λύπη, ένα μεγάλο κενό που δυστυχώς σήμερα και ειδικά στην πολιτική ζωή του τόπου μας λείπουν ίσως τόσο μεγάλοι πατριώτες σαν τον παππού.
 – «Αχ! Αχ παππούλη! Πεθαίνουν πατριώτες σαν και σένα;  
Όχι δεν πεθαίνουν, ΖΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ»!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου