Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Οι Βλάχοι της Κατερίνης

Κατερίνη
ΠρολογικάΗ ιστορία των Βλάχων χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πρόθεση του συγγραφέα αυτών των γραμμών δεν είναι να μελετήσει την ιστορική διαδρομή τους στο απώτατο παρελθόν, αλλά: 
-Να εντοπίσει τις Βλάχικες ομάδες της Κατερίνης 
-Να καταγράψει την πορεία τους από τις βλάχικες μητροπόλεις προς την Κατερίνη κατά του τελευταίους αιώνες.
-Να εντοπίσει τους ιδιαίτερους λόγους, για τους οποίους οι Βλάχοι αυτοί επέλεξαν για μόνιμη εγκατάσταση την πόλη μας 
-Και γενικά, να διερευνήσει την πρόσφατη ιστορία τους.
Πρόκειται για μια πρώτη καταγραφή.
Το ενδιαφέρον όμως που προκάλεσε στον υπογράφοντα η ενασχόληση με το θέμα αυτό καθώς και η ανάδειξη πολλών άλλων πλευρών της πρόσφατης ιστορίας των Βλάχων της Κατερίνης, μας υποχρεώνει να συνεχίσουμε την έρευνα.Η πρόσφατη τετράτομη έκδοση των μελετών για τους Βλάχους του συναδέλφου εκπαιδευτικού κ.Αστέριου Κουκούδη (έκδοση που βραβεύτηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας), στάθηκε η αφορμή αλλά και πολύτιμος οδηγός στο ακανθώδες και σύνθετο ιστορικό πρόβλημα των Βλάχων.


Υλικό πληροφοριακό και άλλο αξιοποιήσαμε από την υπάρχουσα βιβλιογραφία (πολλές φορές καταφύγαμε σε σπάνιες και δυσεύρετες εκδόσεις) αλλά και από αδημοσίευτα αρχεία.Πολύτιμες και εξόχως συγκινητικές στάθηκαν για το συγγραφέα οι μαρτυρίες και η παροχή πληροφοριών και σπάνιου φωτογραφικού υλικού από φίλους και δικούς ανθρώπους, βλάχικης καταγωγής, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή: 
-για τους Λιβαδιώτες, το σύλλογο Λιβαδιωτών Κατερίνης και ειδικά τη δραστήρια πρόεδρο κ. Καίτη Κουκουβίτου 
-για τους Κοκκινοπλίτες τις κυρίες Τούλα Παπαπέτρου -Γεωργιάδη και Άννα Παπαπέτρου.
-για τους Ζαγορίσιους τους αδελφούς Ι. και Γ. Οικονόμου και τους κ. Γ.Ζάννα 
-για τους Σαρμανιώτες τους αδελφούς Κλ.και Κ.Γώττα
-για τους Νιζοπολίτες και Αρβανιτόβλαχους τους κ.Σ.Πίχο και Ν.Μάρα και πολλούς άλλους.

Η ΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου αι.
Η ΦΥΛΕΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Α'. Μαρτυρίες για τους Βλάχους της Κατερίνης

Σύμφωνα με τον παρακείμενο πίνακα, ο πληθυσμός της Κατερίνης κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. κυμαίνεται ανάμεσα στις 100 μέχρι 300 οικίες. Αν υπολογίσουμε ότι κάθε οικία φιλοξενεί, κατά μέσο όρο, περίπου πέντε με έξι ψυχές, τότε βάσιμα μπορούμε να πούμε ότι ο αριθμός των κατοίκων της κυμαινόταν από τις 600 μέχρι τις 1800 ψυχές. Το ερώτημα που προκύπτει ευθύς αμέσως, είναι ποια είναι η φυλετική σύνθεση, ποια η καταγωγή αυτών των κατοίκων;
Από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου ο αριθμός των κατοίκων της Κατερίνης, αυξάνεται θεαματικά. Από τα 1800 περίπου άτομα του πρώτου τετάρτου του 19ου αι. ο αριθμός των κατοίκων, σύμφωνα με υπεύθυνες και αξιόπιστες πηγές, ανέρχεται στον εντυπωσιακό αριθμό των 8.000 κατά το 1914. Ένα άλλο εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: γιατί, ποιοι και πόθεν οι νέοι κάτοικοι της πόλης;
Όπως προκύπτει από τις διασωθείσες πηγές, κείμενα ξένων και Ελλήνων περιηγητών, στατιστικούς πίνακες, ελληνικές και ξενικές προξενικές εκθέσεις, αλλά και από προφορικές μαρτυρίες, μπορούμε βάσιμα να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι: ένα μεγάλο μέρος των 1800 κατοίκων της Κατερίνης του πρώτου μισού του 19ου αι. και ένα πολύ πιο μεγάλο, πιθανότατα το μεγαλύτερο, από τις 8.000 κατοίκους του 1914 είναι Βλάχοι ή βλάχικης καταγωγής.
Πιο συγκεκριμένα: 
-Από μια ελληνική προξενική έκθεση του 1879 πληροφορούμαστε ότι την περίοδο αυτή στην Κατερίνη ζούσαν: 50 αρβανιτοβλάχικες οικογένειες και άλλες 150 βλάχικες οικογένειες από την Πίνδο, κυρίως από τη Σαμαρίνα.
Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ότι γύρω στα 1880 στην Κατερίνη, υπήρχαν περίπου 300 οικίες. Σύμφωνα, όμως, με μια ανέκδοτη μελέτη του ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης που στάλθηκε στο ΥΠΕΞ το 1877, με τον γενικό τίτλο "Εκθέσεις των επαρχιών Καμπανίας, Κίτρους και του νοτίου της επαρχίας Βοδενών" (Ε.Κ.Κ.Β), ο αριθμός των οικιών της Κατερίνης ανέρχεται στις 1000!!! Πώς προκύπτει αυτή η διαφορά;
Η διαφορά αυτή προφανώς προκύπτει από τον συνυπολογισμό ή μη των μη μονίμων κατοίκων. Όπως φαίνεται ρητά και από τον παρακείμενο πίνακα, δίπλα στις 300 οικίες, προστίθενται άλλες 700 οικίες διαχειμαζόντων Βλαχολιβαδιωτών.
Ο G.Weigand, στο βιβλίο του Olympo-Valachen, αναφέρει πως στα 1887 ζούσαν 1500 βλάχοι, που προέρχονταν από τα Βλαχοχώρια του Ολύμπου και κυρίως από το Λιβάδι. Προφανώς, σ'αυτόν τον αριθμό περιλαμβάνονταν και όσοι ζούσαν ως μόνιμοι κάτοικοι της Κατερίνης και όσοι κατέβηκαν μόνον κατά τη χειμερινή περίοδο για να διαχειμάσουν.
Ο Ν.Σχινάς, Οδοιπορικαί Σημειώσεις ...., αναφέρει ότι στα 1887 στην Κατερίνη ζούσαν: 1ον) 240 περίπου οικογένειες Μουσουλμάνων 2ον) 220 περίπου οικογένειες Χριστιανών (1800 ψυχές περίπου), από τους οποίους πολλοί ήσαν Βλάχοι, κυρίως από το Λιβάδι και 3ον) επιπλέον, κατά τη χειμερινή περίοδο διαβιούσαν 130 οικογένειες Βλάχων ποιμένων προερχόμενοι από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών (Σαμαρίνα, Αβδέλα, Σμίξη και Περιβόλι).
Σύμφωνα με την καταγραφή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για τους βλάχικους πληθυσμούς κατά το 1905 στην Κατερίνη, διαβιούσαν 310 οικογένειες Βλάχων, περίπου 1550 ψυχές.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη σύνθεση των κατοίκων της Κατερίνης γενικά, αλλά και των Βλάχων ειδικότερα, μπορεί να αντλήσει ο μελετητής από τη γνωστή έκθεση του Ηπειρώτη εκπαιδευτικού Μ.Σάρρου. Η έκθεση, βέβαια, αυτή, αναφέρεται στην εκπαιδευτική κατάσταση του Καζά Κατερίνης, κατά τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Αλλά και οι πληροφορίες που αναφέρονται στη σύνθεση του πληθυσμού κρίνονται ως εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Η έκθεση, λοιπόν, αυτή που συντάχθηκε το 1906 για τον πληθυσμό της Κατερίνης αναφέρει τα εξής:
Αικατερίνη.
Οικογένειαι ελληνικαί 501, ων τα 2/3 μητρικήν γλώσσαν έχουσιν την κουτσοβλαχικήν, γιγνώσκουσιν Δε και λαλούσι πάσαι την ελληνικήν.Των οικογ. τούτων 120 παραθερίζουσι εις Λιβάδι, εξ ου και ορμώνται, 50 παραθερίζουσι εν Σαμαρίνα και 20 Αλβανιτοβλάχων, 30 οικογ. Βλαχοφώνων Ηπειρωτών, εκ Φλαμπουραρίου αι πλείσται παραμένουσι διαρκώς εν τη πόλει κατοικούσι εν Αικατερίνη και 300 οικογ.Τούρκων, ως πολλαί ελληνόφωνοι .

Σημ.Απο τις 340 βλάχικες οικογ. (τα 2/3 των 501 χριστιανικών οικογ. της Κατερίνης) δεν προσδιορίζεται η ιδιαίτερη καταγωγή των υπολοίπων 100 βλάχικων οικογ., ίσως γιατί η εγκατάστασή τους στην Κατερίνη ήταν σταθερή και οριστική. Στον παραπάνω αριθμό των βλάχικων οικογ. της Κατερίνης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και 30-45 αρβανιτοβλάχικες οικογ. από το Άνω Βέρμιο οι οποίες παραχείμαζαν στην Κατερίνη και να προσθέσουμε άλλες 30 οικογ. Βεργιάνων Βλάχων από το Κάτω Βέρμιο, σύμφωνα με στατιστική έκθεση του προξενείου Θεσσαλονίκης του έτους 1906-1907.

Τέλος, σύμφωνα με μια επίσημη στατιστική του 1913, (Πίναξ του πληθυσμού της Υποδιοικήσεως Κατερίνης, Κατερίνη τη 16 Αυγούστου 1913) αμέσως σχεδόν μετά την απελευθέρωση, η Κατερίνη τότε διέθετε 1000 οικίες μουσουλμάνοι. Επίσης, στην ίδια πηγή σημειώνεται ότι στην Κατερίνη παραχειμάζουσι και βλαχοποιμένες, χωρίς όμως, να προσδιορίζεται ο αριθμός των βλάχικων οικογ. γιατί ίσως δεν κρίθηκε σκόπιμο. Σύμφωνα όμως, με μια άλλη πηγή της ίδιας ακριβώς περιόδου (Πίναξ Α' Εθνολογική Στατιστική του πληθυσμού των κατοίκων Επαρχίας Αικατερίνης) στην Κατερίνη ζούσαν 6.000 κάτοικοι από τους οποίους οι 2.000 ήταν μουσουλμάνοι και οι υπόλοιποι 4.000 χριστιανοί οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα.
Ύστερα από όλα τα παραπάνω λοιπόν, γίνεται φανερό ότι στις αρχές του 20ου αι. λίγα δηλ. χρόνια πριν την έλευση της πλημμυρίδας των προσφύγων, η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης ήταν βλάχικης καταγωγής.
Το ερώτημα που προκύπτει ευθύς αμέσως είναι ποιοί είναι οι Βλάχοι της Κατερίνης, ποια η ιδιαίτερη καταγωγή τους, και πότε, κάτω από ποιες συνθήκες και γιατί επέλεξαν την Κατερίνης ως μόνιμη κατοικία τους. Σ'αυτά τα ερωτήματα, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα παρακάτω κεφάλαια.
Β'. Οι βλάχικες ομάδες της Κατερίνης
Κατά τη διάρκεια του 19ου αι., και κυρίως κατά το τελευταίο τέταρτό του, και τις αρχές του 20ου αι., πολλές βλάχικες οικογένειες επιλέγουν την Κατερίνη και άλλες περιοχές της Πιερίας ως τόπους μόνιμης εγκατάστασης ή ως τόπους παρεπιδημίας, για να διαχειμάζουν, δηλ., αυτοί και τα κοπάδια τους. Οι Βλάχοι της Κατερίνης, όπως θα φανεί εκτενέστερα από την παρακάτω αναλυτικότερη περιγραφή, προέρχονται από τις διάφορες βλάχικες μητροπολιτικές εστίες και από τους χώρους διασποράς των Βλάχων. Πιο συγκεκριμένα, οι Βλάχοι της Κατερίνης προέρχονται από: 
-τις μητροπόλεις των Βλάχων του Ολύμπου και των Πιερίων (Λιβάδι και Κοκκινοπλό)
-τις μητροπόλεις της Πίνδου (Φλαμπουράρι και άλλα βλαχοχώρια του Ζαγορίου)
-τη Μοσχόπολη
-τα βλαχοχώρια των Γρεβενών (Σαμαρίνα, Αβδέλα, Σμίξη και Περιβόλι)
-τους χώρους διασποράς (Μοναστήρι, Αλβανία, Βέρμιο)
Έτσι, ανάλογα με την καταγωγή τους οι Βλάχοι της Κατερίνης διακρίνονται σε: 
• Λιβαδιώτες, που είναι και οι πολυπληθέστεροι
• Κοκκινοπλίτες
• Ζαγορίσιους
• Σαρμανιώτες, Αβδελιώτες
• Νιζοπολίτες
• Βεργιάνους
• Αρβανιτόβλαχους
Γ'. Η καταγωγή των Βλάχων (γενικά)
Πολλά έχουν γραφτεί και πολλά περισσότερα έχουν ειπωθεί γύρω από το ζήτημα της καταγωγής των Βλάχων. Κατά καιρούς μάλιστα έγινε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, όπως είναι γνωστό, από τη ρουμανική προπαγάνδα. Σήμερα, φαίνεται ότι οι πολιτικές του διαστάσεις, όχι μόνον δεν εμφανίζουν την ένταση με την οποία εμφανίστηκαν στο παρελθόν μέχρι και τις αρχές του 20ου αι., δεν υφίστανται πια. Ακόμη, δεν περιλαμβάνονται στις προθέσεις του συγγραφέα αυτών των γραμμών να απαντήσει στα ακανθώδη ερωτήματα του τύπου: πότε εμφανίστηκαν οι Βλάχοι στο προσκήνιο της ιστορίας, ποια η σχέση τους με τα άλλα ελληνικά φύλλα, ποια η ιστορική τους πορεία κατά τους αρχαίους χρόνους και άλλα παρόμοια. Θα παραθέσουμε όμως, κρίσεις και συμπεράσματα που σχετίζονται με την ιστορία τους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας για να κατανοήσουμε καλύτερα την προέλευση και την καταγωγή των Βλάχων της Κατερίνης. Πιο συγκεκριμένα:
1ον)Η γλώσσα
Το φαινόμενο των Βλάχων, ως μιας απόλυτα διακριτής γλωσσικής ομάδας συνδέεται με την ιστορία του σταδιακού γλωσσικού εκλατινισμού των νότιων Βαλκανίων. Μακροχρόνιες και αξιόπιστες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα οτι οι Βλάχοι είναι ελληνικά φύλλα από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία που εκλατινίστηκαν, απόκτησαν δηλ. ένα γλωσσικό ιδίωμα της προφορικής λατινικής γλώσσας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Όμως, όπως εξάγεται από τη μελέτη της ιστορίας τους, το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν στάθηκε το πιο σημαντικό και καθοριστικό για την ταυτότητά τους. Κι αυτό, γιατί όποια κι αν είναι η καταγωγή τους, αυτή δεν φαίνεται να έπαιξε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη νεότερο ιστορική τους πορεία.
2ον)Ο χώρος
Βασικό χαρακτηριστικό της ιστορίας των Βλάχων είναι η διαρκής μετακίνησή τους στο χώρο. Ως πρωταρχική μετακίνηση ή, μάλλον, μετατόπιση, θεωρείται η άνοδός τους στα ορεινά κατά τον 6ο μ.Χ.αι., εποχή δηλ. κατά την οποία οι Σλάβοι εμφανίζονται στο Βαλκανικό χώρο. Η οροσειρά της Πίνδου, και οι προεκτάσεις της, θα φιλοξενήσουν τους Βλάχους για μια μακραίωνη περίοδο και θα αποτελέσει το κέντρο, την κοιτίδα, τις μητροπολιτικές εστίες τους. Η περίοδος αυτή άρχεται από τους μεσαιωνικούς χρόνους και επεκτείνεται έως τα μέσα του 18ου αι. Κατά την περίοδο αυτή οι Βλάχοι, με ορμητήριο τους την ευρύτερη περιοχή της Πίνδου θα επεκταθούν, θα απλώσουν, θα διασκορπιστούν και θα δραστηριοποιηθούν σε ολόκληρο σχεδόν το χώρο της Βαλκανικής. Με τη διασπορά τους αυτή σε όλο το μήκος και το πλάτος της Βαλκανικής θα συγκροτήσουν νέες μητροπόλεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα συγκροτήσουν νεότερες και η αέναη αυτή στο χώρο και στο χρόνο διαδικασία θα συνεχιστεί σχεδόν μέχρι τις μέρες μας.
Οι παλιότεροι και οι πιο πυκνοί βλάχικοι οικισμοί επιβιώνουν μέχρι και σήμερα στις πλαγιές της Πίνδου. Από το Βλαχοζάγορο (και πιο συγκεκριμένα από το Φλαμουράρι) προέρχονται οι Ζαγορίσιοι της Κατερίνης. Μητροπολιτικές εστίες θεωρούνται και είναι, παρά την απόστασή τους, τα βλαχοχώρια του Ολύμπου (Λιβάδι, Κοκκινοπλός), από τα οποία προέρχονται οι περισσότεροι Βλάχοι της Κατερίνης. Μητρόπολη επίσης, θεωρείται και η Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου, από τους Βλάχους της οποίας συγκροτήθηκαν οι νεότεροι βλάχικοι οικισμοί της περιοχής των Γρεβενών (Σαμαρίνα, Αβδέλλα, Σμίξη και Περιβόλι), οι οποίοι με τη σειρά τους, ως νέες μητροπόλεις, ενίσχυσαν τη διασπορά των Βλάχων σε περιοχές της Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη.
3ον)Οι ασχολίες
Σε παλαιότερες εποχές και σε μια μακρά σειρά γενεών, φαίνεται ότι το μεγαλύτερο πληθυσμιακό δυναμικό των Βλάχων απασχολείτο στην κτηνοτροφία. Δεν είναι, όμως, αληθές ότι όλοι οι Βλάχοι καθόλη τη μακραίωνη ιστορική τους πορεία ήσαν μόνον κτηνοτρόφοι. Στις αρχές του 20ου αι. τα βλαχοχώρια, ανάλογα με την οικονομία τους, χωρίζονται σε δυο βασικές κατηγορίες. Σε οικισμούς με κτηνοτροφική οικονομία και σε οικισμούς με εμποροβιοτεχνική. Η διάκριση, όμως, αυτή δεν είναι πάντα ασφαλής και ίσως θα πρέπει να διακρίνουμε και μια Τρίτη κατηγορία, οικισμούς δηλ. με μικτή οικονομία. Βέβαια, βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τη μορφή της οικονομίας, είναι ο τόπος και ο χρόνος (μόνιμος ή περιοδικός) εγκατάστασης.
Μ'αυτή την έννοια οι βλάχικοι πληθυσμοί και οικισμοί διακρίνονται σε: 
• Ορεινούς ή ημιορεινούς, όπου οι κάτοικοι ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία
• εδραίους, με μόνιμη εγκατάσταση σε μικρά ή μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ασχολούνται σε εμπορικές και βιοτεχνικές και άλλες μεταπρατικές δραστηριότητες
• ημινομάδες κτηνοτρόφους, οι οποίοι μετακινούνται με τα κοπάδια τους κατά τη χειμερινή περίοδο προς τα πεδινά (χειμαδιά), ενώ κατά τη θερινή ανηφορίζουν προς τα ορεινά.
• περιφερόμενους άρρενες πραματευτάδες, κυρατζήδες κ.λ.π. που με ορμητήριο τις βλάχικες μητροπόλεις τους, όπου διαβιούν οι οικογένειες τους, μετακινούνται διαρκώς σε όλο το χώρο της Βαλκανικής.
Δ. ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΔΙΑΛΕΞΑΝ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ
Η παρουσία των Βλάχων στην Κατερίνη ανάγεται στην περίοδο πολύ πριν τα τέλη του 18ου αι. Κι αυτό μαρτυρείται από πολλές και διάφορες πηγές (βλ. στο υπό έκδοση βιβλίο του Ι.Φ.Καζταρίδη, Η Πιερία των Περιηγητών, passim, τα ημερολόγια και τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις των ξένων, κυρίως, περιηγητών). Οι λόγοι για τους οποίους, Βλάχοι από την κεντρική και βόρεια Πίνδο, από το Βέρμιο, από τα Γρεβενά, από τον Όλυμπο κυρίως, αλλά και από άλλες διάφορες περιοχές, επέλεξαν την Κατερίνη και γενικότερα την πεδιάδα της Πιερίας, μπορούν να συνοψιστούν στους εξής: 
• 1ον)Η εκτεταμένη και σε μεγάλη έκταση, εκείνη τη χρονική περίοδο, ακαλλιέργητη πεδιάδα της Κατερίνης, ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τις κτηνοτροφικές και άλλες συναφείς δραστηριότητες των βλάχων. Οι εγκαταλελειμμένες από την οθωμανική διοίκηση χέρσες ημι-δασώδεις και βαλτώδεις γαίες της Πιερικής πεδιάδας, αποδείχθηκαν πολύτιμοι βοσκότοποι για τα φαλκλάρια και τα μικρά ή μεγάλα τσελιγκάτα των βλάχων.
• 2ον)Η Κατερίνη, σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αποτέλεσε, όπως και σήμερα, πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό κέντρο της ευρύτερης Πιερικής χώρας. Ενώ κατά την ίδια περίοδο υπήρχαν κώμες ή κεφαλοχώρια με περισσότερο πληθυσμό όπως π.χ. το Λιτόχωρο, ο Κολινδρός, ίσως και η Δρυάνιστα, οι Οθωμανοί επέλεξαν την Κατερίνη ως το πολιτικοδιοικητικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, πιθανότατα η παρουσία μουσουλμανικού πληθυσμού βάρυνε σ'αυτή τους την επιλογή, ίσως όμως και η γεωγραφική της θέση: σε κομβικό σημείο, πάνω στον άξονα που συνδέει τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα και τον κόλπο του Θερμαϊκού, μέσω των Στενών της Πέτρας με τη δυτική Ελλάδα. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι Οθωμανοί κατέστησαν την Κατερίνη πρωτεύουσα της Πιερίας, φρόντισαν και να διαφυλάσσουν από τη ληστρική δραστηριότητα των κλεφτών και αρματολών του Ολύμπου και των Πιερίων, η οποία προσέλαβε επιδημικά χαρακτηριστικά κατά τον 18ο και 19ο αι. (Για περισσότερες πληροφορίες πάνω στο θέμα αυτό βλ. Ιωάννη Φ. Καζταρίδη, Η Πιερία κατά την Τουρκοκρατία, αντιστασιακά κινήματα και απελευθερωτικές προσπάθειες, Κατερίνη 2000, έκδοση δήμου Λιτοχώρου).
• Η μόνιμη παρουσία οργανωμένου οθωμανικού στρατού στην πόλη της Κατερίνης (ο χώρος του σημερινού δημοτικού κήπου, λειτούργησαν μέχρι την περίοδο της απελευθέρωσης ως Τουρκικοί στρατώνες), αποθάρρυνε τις ληστρικές δραστηριότητες από τη μια μεριά και από την άλλη ενθάρρυνε τους βλάχους να επιλέξουν την Κατερίνη ως μόνιμη κατοικία και έδρα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους.
• 3ον)Η ορεινή Πιερία, όπου κυρίως ζούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί, αποτέλεσε για αιώνες και ιδίως κατά τον 19ο αι. το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους αλύτρωτους Έλληνες από τη μια και του Τούρκου δυνάστη από την άλλη. Οι αποτυχημένες απελευθερωτικές προσπάθειες του 1821, του 1894, του 1878, συνήθως συνοδεύονταν από αντίποινα από την πλευρά της οθωμανικής διοίκησης. Τουλάχιστον 6 φορές (καταγεγραμμένες από τις πηγές) κατά τον 18ο και 19ο αι. ελληνικοί πληθυσμοί, οικισμοί, μονές και εκκλησίες της Πιερίας πυρπολήθηκαν, ερημώθηκαν, λεηλατήθηκαν κ.λ.π,. με μεγαλύτερη αυτή του 1822. Έτσι, πολλοί κάτοικοι της Πιερίας, ανάμεσά τους και πολλοί βλάχοι επέλεξαν την Κατερίνη για μόνιμη εγκατάσταση, γιατί παρείχε τα εχέγγυα για ασφαλή και ειρηνική ζωή.
• 4ον)Η Κατερίνη, παραθαλάσσια σχεδόν πόλη, διέθετε από τον 19ο αι. κιόλας ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της εποχής. Ο λιμένας Αικατερίνης, αναφέρεται ως ο δεύτερος σε σημασία, μετά τον της Θεσσαλονίκης. (Βλ.Ιωάννη Φ.Καζταρίδη, Η Πιερία των Περιηγητών). Πρόκειται για τη Σκάλα Αικατερίνης (σημ. Κατερινόσκαλα), από την οποία με καίκια, διοχετεύονται προς τη Θεσσαλονίκη Πιερική ξυλεία, δημητριακά, κτηνοτροφικά προϊόντα, και άλλα παραγόμενα αγαθά της Πιερικής γης. Αυτό, λοιπόν, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Κατερίνης, είναι ένας επιπλέον λόγος που ωθεί τους Βλάχους προς την Κατερίνη.
• 5ον)Αυτά τα πρώιμα χαρακτηριστικά αστικοποίησης της Κατερίνης γίνονται πιο ορατά , πιο μόνιμα και μεγεθύνονται από δυο άλλα πολύ μεγάλης σημασίας γεγονότα, που συμβαίνουν τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. Το πρώτο, εθνικής σημασίας, είναι το ίδιο το γεγονός της απελευθέρωσης, και το δεύτερο, οικονομικής σημασίας, είναι η λειτουργία του σιδηροδρόμου. Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, το 1916, ενώθηκε η παλιά ελληνική σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών - Λαρίσης ( της εταιρίας Λαρισαϊκός), με την πρώην οθωμανική γραμμή Θεσσαλονίκης-Γευγελή και ακόμη Θεσσαλονίκης-Γιδά, στο ύψος του χωριού Πλατύ. Το τεχνικό αυτό γεγονός, τεράστιας οικονομικής σημασίας, έφερε την Κατερίνη πάρα πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, την Ευρώπη κ.λ.π. Κι έτσι η μικρή απομακρυσμένη και ξεχασμένη, άγνωστη σε πολλούς Κατερίνη, βγήκε στην επιφάνεια και προσέλκυσε πολλούς νέους κατοίκους. Κατά τη δεκαετία αυτή (1910-1920) ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε. 
• Και φυσικά, ανάμεσα στους νέους κατοίκους της, πολλοί ήσαν Βλάχοι. Όπως λέει και ο Weigand, περισσότεροι Λιβαδιώτες ζούσαν τότε στην Κατερίνη, παρά στο ίδιο το Λιβάδι. 
• 6ον)Η έξοδος των Βλάχων προς την Κατερίνη και τα άλλα αστικά κέντρα συνδέεται οπωσδήποτε με την οικονομική ανάπτυξη που γνωρίζουν τα βλαχοχώρια κατά τον 19ο αι. Πολλές βλάχικες οικογένειες, αφού εγκαταλείψουν τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες ή παράλληλα με αυτές, εγκαινιάζουν νέες ασχολίες και επιδίδονται σε αστικά επαγγέλματα. Με τον καιρό, αντιλαμβάνονται ότι οι μικρές, ορεινές βλάχικες συνοικήσεις δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ή αποδεικνύονται πολύ μικρές για τις δικές τους επιχειρηματικές ανησυχίες και αναζητούν νέες αγορές για να επεκτείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. 
• 7ον)Η Κατερίνη, πριν το 1930, πριν δηλ. γίνουν τα μεγάλα έργα υποδομής της εποχής εκείνης (το περίφημο νερό της Βρυάζας, έργα απορροής των επιφανειακών υδάτων κ.λ.π) και πριν ανακαλυφθεί το κινίνο, είχε άθλιο κλίμα. Επιδημικές ασθένειες θέριζαν τον πληθυσμό. Η ελονοσία και η φυματίωση αποδεκάτιζαν τους κατοίκους, μικρούς και μεγάλους. Κι έτσι πολλοί βλάχοι, ιδίως οι Λιβαδιώτες, προτιμούσαν να μένουν οι άνδρες στην Κατερίνη για τις εργασίες τους, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ζούσαν στο Λιβάδι.
• 8ον)Δεν παρατηρείται σημαντική δραστηριότητα βλάχων σε γεωργικές ασχολίες. Τη γεωργία, γενικά, δείχνουν να την αγνοούν ή ασχολούνται τόσο, όσο τους είναι αναγκαίο, μόνον για τις κτηνοτροφικές ανάγκες τους. Η γεωργία αποτελεί για τους νομάδες ή ημινομάδες βλάχους, όχι μια κύρια, αλλά μια συμπληρωματική οικονομία.
ΟΙ ΖΑΓΟΡΙΣΙΟΙ
Το Ζαγόρι, την εποχή της τουρκοκρατίας.
Η ιστορία του Ζαγορίου αρχίζει κυρίως μετά το 1430, έτος κατάκτησης των Ιωαννίνων από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν επικυριαρχία στις ορεινές περιοχές, εφάρμοσαν μια πολιτική παραχώρησης προνομίων σε κοινότητες ή ομάδες κοινοτήτων, που συνθηκολόγησαν μαζί τους.Έτσι, μέχρι τον 17ο αιώνα ολόκληρη η περιφέρεια αποτελούσε αυτοδιοικούμενη ομοσπονδία με το όνομα Κοινόν ή Βιλαέτι του Ζαγορίου.
Τα προνόμια, τα οποία παραχωρήθηκαν στην αυτόνομη ομοσπονδία του Ζαγορίου και τα οποία οφείλονται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, στην επιρροή πλούσιων Ζαγορισίων στη Σουλτανική αυλή, διατηρήθηκαν μέχρι το 1868, οπότε και καταργήθηκαν.
Σύμφωνα με τα προνόμια αυτά παραχωρήθηκε στο Ζαγόρι αυτονομία και αυτοδιοίκηση, με ανώτερο άρχοντα τον Βεκύλη του Ζαγορίου. Ένα άλλο σπουδαίο προνόμιο που είχαν οι Ζαγορίσιοι, ήταν η ελευθερία στην εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
Με το πέρασμα των χρόνων και χάρη στην εξυπνάδα και την πολιτική δύναμη πολλών πατριωτών του Ζαγορίου, που κατείχαν διοικητικές θέσεις στην Υψηλή Πύλη, τα προνόμια αυτά αυξήθηκαν και βελτιώθηκαν.
Η αυτονομία, η αυτοδιοίκηση και η ατέλεια συνετέλεσαν ώστε να κατακτηθεί ένα ζηλευτό επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων της περιοχής.
Μετά το 1868, που καταργούνται τα προνόμια του Ζαγορίου, την περιοχή άρχισαν να λυμαίνονται ληστρικές συμμορίες, με επιπτώσεις και στο ανθρώπινο δυναμικό, αφού αυτή η κατάσταση απομάκρυνε από το Ζαγόρι περισσότερες από 500-600 οικογένειες αρχόντων, που ήταν και ο κύριος στόχος των ληστών.
Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι το 1913, οπότε τα Ζαγοροχώρια απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους και ακολούθησαν από εκεί και πέρα την ιστορική πορεία του Ελληνικού Έθνους.
Οι Ζαγορίσιοι της Κατερίνης
Ανάμεσα στις 500-600 οικογένειες Ζαγορίσιων που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς είναι και μια ομάδα 32 οικογενειών, οι πιο πολλοί από το Φλαμπουράρι και λιγότεροι από το Μονοδέντρι του Ζαγορίου, που επέλεξε την Κατερίνη ως τόπο εγκατάστασης.
Η έξοδος της ομάδας αυτής από το Ζαγόρι πιθανότατα πραγματοποιήθηκε στο διάστημα ανάμεσα στα 1878 με 1883, την περίοδο δηλ. που ακολουθεί μετά τις ληστρικές επιδρομές που σημειώθηκαν στην περιοχή (1868) και της γενικότερης ανασφάλειας και κατά την περίοδο της επικείμενης ενσωμάτωσης στην Ελλάδα περιοχών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (1881).
Βέβαια, η παρουσία Ζαγορίσιων στην Κατερίνη μαρτυρείται και πριν από την περίοδο αυτή. Πιο συγκεκριμένα, ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος (1840-1882) στα απομνημονεύματά του σημειώνει το όνομα του Αριστοτέλη Κοντογιάννη ως έναν από τους πρωταγωνιστές της Αδελφότητας, σωματείο το οποίο αγωνιζόταν και προετοίμαζε, πριν ακόμη από το 1876, την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Κίνημα το οποίο εκδηλώθηκε το 1878, η γνωστή επανάσταση του Ολύμπου με τα εξίσου γνωστά αποτελέσματα. Ανάμεσα στα μέλη της Αδελφότητας Κατερίνης, ο Νικόλαος Λούσης, μνημονεύει ως ενεργά μέλη και τον ιατρό Δ.Σακελλαρίδη από τη Σκοτίνα και τον Νικ.Μπίτσιο. Για το Λιβάδι μνημονεύει τον ιατρό Αθαν.Αστερίου και για το Λιτόχωρο τον προεστό Ευάγγελο Κοροβάγκο.
Ο Αριστοτέλης Κοντογιάννης, σύμφωνα με τον Νικόλαο Λούση, λόγω της επαναστατικής δράσης του αναγκάστηκε κατά το 1877 να εγκαταλείψει την Κατερίνη και να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μονοδένδρι Ζαγορίου. Πιο συγκεκριμένα, ο Νικόλαος γράφει χαρακτηριστικά: "...ο δε Αριστοτέλης Κοντογιάννης, νέος αγαθός και ζηλωτής, εξ Ηπείρου ορμώμενος (εκ Μονοδενδρίου του Ζαγορίου) και εμπορευόμενος τέως εν Αικατερίνη, μήνας τινάς μετά τα άνω ειρημένα απήλθε δια παντός εξ Αικατερίνη, εις την πατρίδα του....". Όμως, λίγα χρόνια αργότερα, πιθανότατα επανήλθε και εγκαταστάθηκε μαζί με την άλλη ομάδα των Ζαγορίσιων στην Κατερίνη.
Η εγκατάσταση των Ζαγορίσιων στην Κατερίνη που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1880, πιθανότατα ολοκληρώθηκε στις αρχές του 20ου αι. Την αρχική ομάδα ακολούθησαν μικρότερες ή μεμονωμένες οικογένειες. Σύμφωνα με την έκθεση του Σάρρου (1906) ...Αικατερίνη. Οικογένειαι ελληνικαί....
30 οικογένειες Βλαχοφώνων Ηπειρωτών, εκ Φλαμπουραρίου, αι πλείσται παραμένουσι διαρκώς εν τη πόλει....".
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας κατέθεσαν μέλη της οικογένειας Οικονόμου, ζαγορίσιας καταγωγής (τους οποίους ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή), οι οικογένειες των Ζαγορίσιων που εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη κατά τη δεκαετία του 1880, ήσαν οι εξής: 
• Οικογένεια Βασιλειάδη (Μονοδέντρι)
• Οικογένεια Δημόπουλου (Φλαπουράρι)
• Οικογένεια Ζάννα (Φλαμπουράρι)
• " Κολοβού (Φλαμπουράρι)
• " Κουτογιάννη (Μονοδέντρι)
• " Κούλα (Φλαμπουράρι)
• " Κουσιόπουλου (Φλαμπουράρι)
• " Οικονόμου (Φλαμπουράρι)
• " Ούζα (Φλαμπουράρι)
• " Πορτοκάλλη (Φλαμπουράρι)
• " Παπακωνσταντίνου (Φλαμπουράρι)
• " Πιτσιάβα (Φλαμπουράρι)
• " Ταβαντζή (Φλαμπουράρι)
• " Δίκου (Φλαμπουράρι)
• " Δαντζούλη (Φλαμπουράρι) κ.α.
Ζαγορίσιος, κατά μια έννοια ήταν και ο επίσκοπος Κίτρους-Κατερίνης, Παρθένιος Βαρδάκας, που ανέλαβε την επισκοπή το 1904. Ηπειρώτης κι αυτός, από το πιο ξακουστό Βλαχοχώρι το Μέτσοβο.
Οι οικογένειες των Ζαγορίσιων, από τις ευπορότερες του Ζαγορίου, εγκαταστάθηκαν γύρω από το κέντρο της πόλης (Βασιλειάδης Κολοβός), κάποιες άλλες αγόρασαν μεγάλα κτήματα και βρέθηκαν πιο έξω, απέναντι και βόρεια του δημοτικού κήπου (Κούλας, Ζάννας), ενώ κάποιες λίγες (οικονόμου) ύστερα από μια μικρή παραμονή στο Στουπί, εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Κατερίνη.
Οι περισσότεροι από αυτούς, ασχολήθηκαν με το εμπόριο και άλλες μεταπρατικές δραστηριότητες και γρήγορα διακρίθηκαν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. (Βασιλειάδης δήμαρχος και βουλευτής, Ταβαντζής δήμαρχος, Κούλας τελευταίος πρόεδρος κοινότητας Κατερίνης κ.λ.π.)
ΟΙ ΛΙΒΑΔΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
Οι Λιβαδιώτες σήμερα, όπως και παλιότερα, αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα των βλάχων της Κατερίνης. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς σημειώθηκε η πρώτη παρουσία Λιβαδιωτών στην Κατερίνη και τη γύρω περιοχή. Είναι, όμως, παραπάνω από βέβαιο ότι πολύ πριν τα τέλη του 18ου αιώνα, η πεδιάδα της Κατερίνης αποτέλεσε μια από τις περιοχές, ανάμεσα σε άλλες, όπου οι Λιβαδιώτες παραδοσιακά αναζητούσαν χειμαδιά για τα κοπάδια τους. Για μόνιμη δε εγκατάσταση Λιβαδιωτών στην Κατερίνη μπορούμε να κάνουμε λόγο μόνον από το δεύτερο μισό του 19ου αι. και μετά. Και προς το τέλος του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου αι. το φαινόμενο αυτό αποκτά μαζικά χαρακτηριστικά.
Η έξοδος των Λιβαδιωτών προς την Κατερίνη, όπως και προς άλλα αστικά κέντρα, π.χ. προς τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, την Ελασσόνα, τα Σέρβια, σχετίζεται 
• 1ον) Την αύξηση των κοπαδιών, οπότε είναι λογικό και αναμενόμενο να αναζητούν διαρκώς νέο ζωτικό χώρο (βοσκότοπους) και χειμαδιά. Αυτή η διαρκής αναζήτηση εύκολα και γρήγορα θα τους οδηγήσει στη διαθέσιμη πεδιάδα της Κατερίνης. 
• 2ον) Με την οικονομική ανάπτυξη που γνωρίζει το Λιβάδι, όπως και άλλα βλαχοχώρια, κατά τον 19ο αι. Η δημιουργία στο Λιβάδι μιας νέας τάξης εμποροβιοτεχνών και πραματευτάδων θα τους οδηγήσει γρήγορα στην αναζήτηση αγορών για τα παραγόμενα προϊόντα τους. Η πρώιμη αστικοποίηση της Κατερίνης, η οποία τα χρόνια αυτά εξελίσσεται για πολιτικούς λόγους, όπως εξηγήσαμε σε άλλο σημείο, σε ένα μικρό αλλά αναπτυσσόμενο διοικητικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, θα αποτελέσει ελκυστικό χώρο για τους μεταπράτες Λιβαδιώτες. Η εμποροβιοτεχνική δραστηριότητα των κατοίκων του Λιβαδίου μαρτυρείται από πολλές πηγές. Ξένοι περιηγητές, όπως ο Leake (1806), ο Henzey (1860), (βλ.Ι.Καζταρίδη, Η Πιερία των Περιηγητών), επισημαίνουν τη σημαντική παραγωγή μάλλινων σκληρών υφασμάτων (σκουτιά), για τη μεταποίησή τους σε κάπες. Υπολογίζεται, σύμφωνα με τον Leake, πως η ετήσια παραγωγή μάλλινων σκουτιών στο Λιβάδι κατά τις αρχές του 19ου αι. έφτανε τα 200 φορτώματα, ενώ σε κάθε φόρτωμα υπολογιζόταν σε 140 ξύλα. Το κάθε ξύλο -δέμα σκουτί είχε τις διαστάσεις: Τεσσεράμισι πήχεις μάκρος και δυο φάρδος. Παραγωγή δηλαδή που ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανάγκες του Λιβαδίου και της γύρω περιοχής σε κάπες, κι έτσι κάποιοι μεταπράτες Λιβαδιώτες αναλάμβανα να πουλήσουν και να διακινήσουν αυτό το υπέρ- προϊόν. Τα πουλούσαν σε έναν Ενετό έμπορο της Θεσσαλονίκης, κι αυτός τα εξήγαγε στις αγορές της Ευρώπης (Τεργέστη, Βενετία κ.λ.π.)
• 3ον) Όπως εξηγήσαμε και σε άλλο σημείο οι ελληνικοί πληθυσμοί της Πιερίας και του Ολύμπου συχνά αντιμετώπιζαν τις ληστρικές επιδρομές, τα αντίποινα της οθωμανικής διοίκηση και του στρατού ύστερα από τις αποτυχημένες απελευθερωτικές εξεγέρσεις (1822, 1854, 1878), ενώ η έδρα της οθωμανικής διοίκησης, του Καζά (επαρχία), η Κατερίνη παρείχε τα εχέγγυα για μια ασφαλή, ειρηνική ζωή και ομαλές συνθήκες για την ανάπτυξη επιχειρηματικών και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Και το ορεινό Λιβάδι, πολλές φορές έγινε αντικείμενο τέτοιας συμπεριφοράς. Ενδεικτικά, μόνον αναφέρουμε, ότι κατά το 1860 Τουρκαλβανοί ληστές απήγαγαν τους μαθητές του σχολείου και απαίτησαν λύτρα για να τα αφήσουν. Μετά την επανάσταση του 1878, η δράση των ληστών παρέλυσε την οικονομική ζωή του χωριού. Τουρκαλβανοί ληστές έκλεψαν σχεδόν όλα τα βόδια, άλογα και μουλάρια του χωριού, τα βασικά δηλαδή (για όργωμα, μεταφορές κ.λ.π) μέσα της παραγωγής.
Για τους παραπάνω λόγους, ίσως, όμως και για άλλους ιδιαίτερους κατά περίπτωση, άρχισε πιθανότατα πριν από τα τέλη του 18ου αι. η έξοδος των Λιβαδιωτών από τη μητροπολιτική τους εστία. Η παρουσία των Λιβαδιωτών στην Κατερίνη εδραιώνεται κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αι. (1820-1830). Η έξοδος προς την Κατερίνη γίνεται πιο μαζική κατά το β' μισό του 19ου αι. Σύμφωνα με τον G.Weigand (βλ.Α.Ι.Κουκούδη, Μελέτες για τους Βλάχους τ. 3 σελίδα 185) στην πόλη της Κατερίνης, στα 1888, ζούσαν 1500 Λιβαδιώτες!!! Αριθμός, βεβαίως, που κρίνεται εξαιρετικά μεγάλος. Γιατί μια άλλη στατιστική (βλ. Επισκόπου Κίτρους Νικολάου) για την ίδιο χρονική περίοδο κάνει λόγο μόνον για 300 σπίτια στην πόλη της Κατερίνης. Όμως, εκτός από τις οικογένειες που διαβιούσαν μόνιμα στην Κατερίνη, μια άλλη στατιστική (του Ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης) αναφέρει 700 οικογένειες διαχειμαζόντων βλαχοποιμένων. Ίσως αυτό είχε υπόψη του ο Weigand και κάνει λόγο για 1500 Λιβαδιώτες της Κατερίνης. Είναι βέβαιο πως ανάμεσα στις 700 οικογένειες βλαχοποιημένων που διαχείμαζαν στην Κατερίνη, πολλοί ήσαν Λιβαδιώτες, αλλά δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό τους. 
Λίγα χρόνια αργότερα, αρχές του 20ου αι. η παρουσία των Λιβαδιωτών στην Κατερίνη είναι πιο διακριτή. Σύμφωνα με την Έκθεση του Σάρρου, Επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων του Σαντζαμίου θεσσαλονίκης τα 2/3 των ελληνικών οικογενειών της Κατερίνης, ήσαν βλάχικης καταγωγής. Δηλαδή, από τις 501 οικογένειες οι 334. Η έκθεση αυτή, μας αναφέρει, επίσης, ότι απ'αυτές οι 120 οικογένειες παραθέριζαν στο Λιβάδι, απ' όπου καταγόταν.
Στην περίοδο μετά την απελευθέρωση, εντείνεται ακόμη περισσότερο η εγκατάσταση Λιβαδιωτών στην Κατερίνη. Στα 1918, ιδρύεται ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Κατερίνης "Γεωργάκης Ολύμπιος". Οι Λιβαδιώτες εγκαθίστανται στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης, γύρω από την κεντρική πλατεία (σημ.Πλατεία Ελευθερίας) και ένθεν και ένθεν της κεντρικής οδού (σημ. οδός Μεγ.Αλεξάνδρου). Γρήγορα ενσωματώνονται στην τοπική κοινωνία και πρωταγωνιστούν στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Οι Λιβαδιώτες καταπιάνονται κατά βάση με αστικά επαγγέλματα: επιστήμονες (γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμες, εκπαιδευτικοί, δημόσιοι και κοινοτικοί υπάλληλοι), έμποροι (μπακάλικα, πανδοχεία, μαγειρεία, καφενεία, είδη νομής, αποικιακά), μεταπράτες, σαγματοποιοί, σιδηρουργοί κ.λ.π.
Έχει παρατηρηθεί, ότι οι Λιβαδιώτες που εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη στα τέλη του 19ου αι. και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. προέρχονταν από τα ανώτερα (οικονομικά, πνευματικά και κοινωνικά) στρώματα της κοινωνίας του Λιβαδίου, και ήταν λογικό, φυσικό και αναμενόμενο να διεκδικήσουν και να κατακτήσουν αντίστοιχους κοινωνικούς ρόλους στη νέα τους πατρίδα, στην κοινωνία της Κατερίνης.
Η εγκατάσταση Λιβαδιωτών στην Κατερίνη ανακόπηκε κατά τη διάρκεια του 1940-50, (Κατοχή, Εμφύλιος) αλλά συνεχίστηκε κατά τα επόμενα χρόνια και συνεχίζεται, με άλλα όμως χαρακτηριστικά μέχρι τις μέρες μας.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το Λιβάδι, παρά τα κατά καιρούς προβλήματα και τις μεγάλες και κοπαδιαστές εξόδους των κατοίκων του, είναι ένα από τα λίγα βλαχοχώρια στην Ελλάδα που κατάφερε να συγκρατήσει σημαντικό μέρος των κατοίκων του και θεωρείται ως ο δεύτερος μεγαλύτερος βλάχικος οικισμός μετά το Μέτσοβο. 
Η παροικία των Λιβαδιωτών της Κατερίνης υπολογίζεται ότι αριθμεί πάνω από 2.500 κατοίκους και λέγεται ότι είναι από τις μεγαλύτερες της λιβαδιώτικης διασποράς.
Επίθετα οικογενειών του Λιβαδίου που εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. (τα στοιχεία για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας με μεγάλη προθυμία συγκέντρωσε η κ. Κουκουβίτου Καίτη, πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Κατερίνης, την οποία ευχαριστούμε θερμά και από τη θέση αυτή).
• Μόσχης Κ. (από τους πιο παλιούς)
• Τσικαδέρης Δημ. (από το 1889)
• Κωτίκας Δημ. (πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών στη δεκαετία του '20)
• Καλαμπαλίκης Αναστ. (πριν το 1889)
• Τσιάμης Δημ.
• Συλλόπουλος
• Μεταξιώτης Κ. 
• Καρράς 
• Μπούσιος Λαζ.
• Κελεσόπουλος Αναστ. (γραμματέας Κοινότητας Κατερίνης)
• Δίκας Σωτήρης 
• Δίκας Νικόλαος 
• Παπανικολάου Κώστας
• Γκέγκας Λαζ. 
• Πάπας Δημ. (Χάνι)
• Ζιούδρος Τάκης, Μιλτιάδης 
• Σκλιοπίδης Λαζ.
• Καραβίδας
• Κουρκουμπέτης Κ. (Πρόεδρος Κοινότητας Κατερίνης στη δεκαετία του '20)
• Ζησάκης
• Κύρκος Κ.
• Βακαλίκος γεωργ.
• Παρασκευάς Δημ. (Φαρμακοποιός)
• Παπασυννεφάκης
• Συννεφάκης
• Παπαγεωργίου Γιάγκος και Γεωργ.
• Παράσχος 
• Χατζημπούσιος 
• Κυλώνης Αθαν.
• Χατζηγώγας 
• Σακελλαρόπουλος 
• Δαντζούλης 
• Γιώτας
• Παπανικολάου
• Λαναρίδης (από πολύ παλιά)
• Γιαννιτσάρας (έμπορος)
• Μπουτζίκης (χάνι)
• Κωσταγιάγκου (μαγειρείο)
• Καράγιας
• Μιχαλίτσιος 
• Μένος
• Καραγιάννης
• Λίρζης 
• Χατζηνίκος
• Κοντογφάκας 
• Φαίτης
• Τζόγκας
• Τζημαγιώργης 
• Τσαχαλίνας 
• Ταζέ Λίζα (μαία)
• Τότης 
• Νουλέζας
• Χατζηλαζάρου 
• Παμπέρης 
• Ράπτης 
• Τζήμας (μύλος)
• Πόδας (Αγγελούσης)
• Ζέττας
• Τζιόλας 
• Δουρωτής 
• Αργυρόπουλος
ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΠΛΙΤΕΣ
Ο Κοκκινοπλός (ετυμ. Προέλευση το χαρακτηριστικά κόκκινο χρώμα γύρω από το χωριό) ή Κοκκινοπηλός υπήρξε το δεύτερο, μετά το Λιβάδι, μεγαλύτερο και σημαντικότερο βλαχοχώρι του Ολύμπου. Ο αριθμός των κατοίκων του χωριού κατά τον 19ο αιώνα, κυμαίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις και τους οικισμούς από 200 μέχρι 400 σπίτια ή από 1200 μέχρι 3.000 ψυχές.
Οι κοπαδιαστές έξοδοι των Κοκκινοπλιτών κατά τον 19ο και κυρίως κατά τον 20ο αι. είχαν σαν αποτέλεσμα, αυτό το ακμαίο βλαχοχώρι της Τουρκοκρατίας, σήμερα να συγκεντρώνει έναν πολύ μικρό αριθμό κατοίκων.
Η φυγή των κατοίκων του Κοκκινοπλού κατά τον 19ο αι. συνδέεται οπωσδήποτε με την τυραννική εξουσία του Αλή πασά, τη δράση των Τουρκαλβανών ληστών, την επιδημία της χολέρας που ενέσκηψε στο χωριό κατά το 1813 και τα αποτυχημένα ελληνικά επαναστατικά κινήματα του 1822, 1854 και 1878. Ενώ οι έξοδοι των Κοκκινοπλιτών κατά τον 20ο αι. έχει άλλα χαρακτηριστικά και σχετίζεται με το φαινόμενο της αστυφιλίας, κατά το οποίο δηλ. οι άνθρωποι της υπαίθρου εγκαταλείπουν τις εστίες τους και αναζητούν καλύτερη τύχη, γι'αυτούς και τα παιδιά τους, στα μεγάλα ή μικρά αστικά κέντρα.
Οι περιφερειακές εγκαταστάσεις των Κοκκινοπλιτών :
Συναφές με το φαινόμενο της διασποράς των Κοκκινοπλιτών είναι και η συγκρότηση περιφερειακών οικισμών και εγκαταστάσεων γύρω από το μητροπολιτικό κέντρο του Κοκκινοπλού. Οι εγκαταστάσεις αυτές συγκροτήθηκαν κατά τον 20 αι. από τους κατοίκους του Κοκκινοπλού για να βρίσκονται πιο κοντά στα αγροκτήματά τους και λειτούργησαν ως χειμαδιά, για τα τσελιγκάτα. 
Οι μικροί, αρχικά, οικισμοί, από τα μέσα του 20ου αι. και μετά, γρήγορα εξελίχθηκαν σε οργανωμένα χωριά και απορρόφησαν ένα μεγάλο μέρος της πληθυσμιακής διασποράς και της οικονομικής ζωής του μητροπολιτικού κέντρου. Τέτοιοι οικισμοί είναι τα Καλύβια ( όπου μέχρι πρότινος λειτουργούσε η χειμερινή έδρα της Κοινότητας), το Ασπρόχωμα (Μπαρακάδες ή Μπαιρακλή), τα Παλιάμπελα και ο Δούλος.
Οι εγκαταστάσεις των Κοκκινοπλιτών στην Πιερία 
Εκτός από τους περιφερειακούς οικισμούς, οι Κοκκινοπλίτες συγκρότησαν εγκαταστάσεις και στην Πιερία. Καθόλη τη διάρκεια του 19ου αι. και 20ου αι. η Πιερία απορροφούσε ένα μεγάλο μέρος της Κοκκινοπλίτικης διασποράς. Οι κτηνοτροφικές οικογένειες προτιμούσαν και χρησιμοποιούσαν από παλιά τις πεδιάδες της Πιερίας για χειμαδιά.
Από τις παλιές και πιο αξιόλογες εγκαταστάσεις των Κοκκινοπλιτών στην Πιερική γη, είναι αυτή της Μαλαθριάς. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς σημειώθηκε η πρώτη παρουσία των Κοκκινοπλιτών στην περιοχή της Μαλαθριάς. Σύμφωνα με τις πηγές, οι πρώτες ομάδες κτηνοτρόφων επέλεξαν για χειμαδιά αυτήν την περιοχή πολύ πριν το 1878. Οι πρώτες εγκαταστάσεις που είχαν την καλυβική μορφή και προορίζονταν μόνον για τις ανάγκες της χειμερινής περιόδου, κάηκαν κατά τα πολεμικά- επαναστατικά γεγονότα του 1878 και πολλοί κάτοικοι εσφάγησαν. Προς το τέλος του 19ου έχει ολοκληρωθεί ένας μικρός καλυβικός οικισμός από Κοκκινοπλίτες γύρω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (ανατολικά της σημ. Μαλαθριάς). Πολλοί από τους κατοίκους αυτούς είναι κτηνοτρόφοι και κατοικούν μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο, ενώ κάποιοι άλλοι ασχολούνται με τη γεωργία. Τέλος, κάποιοι άλλοι κατέβαιναν εδώ και για τις δυο πρωτογενείς δραστηριότητες, και της κτηνοτροφίας και της γεωργίας. Με τον καιρό, και κυρίως μετά την απελευθέρωση πολλοί άνθρωπος έμειναν χειμώνα, καλοκαίρι στη Μαλαθριά και λίγα χρόνια αργότερα, το σύνολο της οικογένειας εγκαταστάθηκε μόνιμα πια. Από το 1920 και μετά οι καλύβες έδωσαν τη θέση τους σε νέα στέρεα σπίτια, τα οποία οικοδομήθηκαν ανατολικά από τις καλύβες των Σαρακατσάνων, ενώ νέες οικογένειες Κοκκινοπλιτών κατά το μεσοπόλεμο, εγκαταστάθηκαν εδώ.
Στη Μαλαθριά όλα αυτά τα χρόνια εγκαταστάθηκαν εκτός από τους Κοκκινοπλίτες και φυσικά τους γνωστούς Σαρακατσάνους και πολλές άλλες βλάχικες οικογένειες με ποικίλη γεωγραφική προέλευση. Σήμερα από τις 170 οικογένειες βλάχων της Μαλαθριάς, ένας μεγάλος αριθμός από αυτές έλκει την καταγωγή του από τον Κοκκινοπλό. 
Επίσης, Κοκκινοπλίτικες οικογένειες παλιών κτηνοτρόφων ζουν σήμερα στο Σβορώνο (περίπου 80), στην Ανδρομάχη (περίπου 70), στη Λόκοβη, ενώ μικρότερος αριθμός Κοκκινοπλίτικων οικογενειών ζουν στον Αρωνά και στη Βροντού.
Οι Κοκκινοπλίτες της Κατερίνης
Από τις πιο μαζικές και αξιόλογες παροικίες της Κοκκινοπλίτικης διασποράς θεωρείται και είναι αυτή της Κατερίνης. Υπολογίζεται ότι σήμερα οι Κοκκινοπλίτικης καταγωγής οικογένειες στην Κατερίνη ξεπερνούν τις 300. Η παροικία αυτή συγκροτήθηκε σταδιακά και μέσα σε χρονικό διάστημα που άρχεται από τον 19ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Η μετακίνηση αυτή καθίσταται ορατή και διακριτή κατά τα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου.Αποκτά πιο μαζικά χαρακτηριστικά στα χρόνια μετά την απελευθέρωση και συνεχίζεται αδιάλειπτη καθόλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ανακόπτεται κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου και επανεμφανίζεται διογκούμενη κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Τούλας Παπαπέτρου -Γεωργιάδη, νομικό (την οποία ευχαριστούμε κι από τη θέση αυτή για την πολλαπλή βοήθεια που προσέφερε στην έρευνά μας) η παρουσία των Κοκκινοπλιτών στην Κατερίνη ερμηνεύεται ως εξής: 
Η μετακίνηση των Κοκκινοπλιτών στην Κατερίνη έγινε σε δυο φάσεις.
Η πρώτη ξεκίνησε πριν από το 1900. Μετακινήθηκαν αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Οι συνθήκες διαβίωσης στο χωριό ήταν δύσκολες, ο τόπος ξερός, πετρώδης και άγονος. Οι καιρικές συνθήκες αντίξοες. Ήθελαν κάτι καλύτερο. Πράγματι το κατάφεραν. Όσοι σπούδασαν ασκούν με επιτυχία το επάγγελμά τους, όσοι ήξεραν κάποια τέχνη, ασχολούνται μ'αυτήν και διακινούν το εμπόριο στην Πιερία, μπαίνουν στις δημόσιες υπηρεσίες, αναμείχθηκαν στα κοινά.
Εγκαταστάθηκαν στο κέντρο της πόλης, γύρω από την Κεντρική Πλατεία και στην περιοχή γύρω από την Αγία Παρασκευή.
Μερικοί από αυτούς είναι: Δημάδης Δημήτρης: Γιατρός, βουλευτής, υπουργός Βορείου Ελλάδος, δήμαρχος, Δημάδης Ηρακλής: φαρμακοποιός, Παπαζήσης Αστέριος: ξυλέμπορος, Παπαζήσης Χρήστος: Εστιάτορας, πανδοχέας, Παπαζήσης Αθανάσιος: Παντοπώλης, Παπαζήσης Δημήτριος, Νικοδέλης Δημήτριος, Νικοδέλης Αριστείδης: Εφοριακός υπάλληλος, διετέλεσε και δήμαρχος Κατερίνης, Νικοδέλης Πέτρος, Νικοδέλης Θωμάς, Νικοδέλης Αναστάσιος: Λαχανοπώλης, Νικοδέλης Δημήτριος: Ήρθε στην Κατερίνη το 1870 ( τσαγκάρης), Γεώργιος Ταγάρας, Θωμάς Τσακίρης (Ήρθαν στην Κατερίνη το 1870, είχαν φούρνο), Δημήτριος Ταγάρας: Ήρθε στην Κατερίνη το 1885 (Έμπορος), Κουζώνης: Ήρθε στην Κατερίνη το 1905, Μαλτζάρης Νικόλαος: Ήρθε στο Δίον το 1910 και στην Κατερίνη το 1918 όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο, Γεώργιος Διδασκάλου: πρώτος δάσκαλος στο 1ο δημοτικό σχολείο Κατερίνης, Παπαπέτρου Γεώργιος: ήρθε στην Κατερίνη το 1927.
Η δεύτερη φάση έγινε μετά τον πόλεμο και αυτή τη φορά ήταν μαζική. Το χωριό κάηκε δυο φορές από τους κατακτητές. Οι άνθρωποι έμειναν χωρίς σπίτια, χωρίς περιουσίες, σε έναν τόπο άγονο. Τότε ήρθαν οι περισσότεροι Κοκκινοπλίτες στην Κατερίνη.
Εγκαταστάθηκαν α)κοντά στην Αγία Παρασκευή, κυρίως όμως στην περιοχή ανάμεσα στο Μυλαύλακο και Βατάν όπου δημιουργήθηκε ολόκληρος συνοικισμός και β)στα Χηράδικα. Στην αρχή έφτιαξαν τα σπίτια τους γ) στο Σβορώνο και τελευταία στην Ανδρομάχη.
Επίσης Κοκκινοπλίτες εγκαταστάθηκαν α)Στον Αρωνά (Παπαδήμος (παπάς), Στίκος), β)Στη Λόκοβη (Πέτρα) Μπουροζίκας Γεώργιος -δάσκαλος, γ)Στο Δίον –Μαλτζάρη
ΟΙ ΓΡΕΒΕΝΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ
(Σαμαρίνα, Αβδέλα, Σμίξη, Περιβόλι)

Μια από τις πολυπληθέστερες και παλαιότερες ομάδες των βλάχων της Κατερίνης προέρχεται από τα τέσσερα βλαχοχώρια της Β.Πίνδου, της περιοχής των Γρεβενών, Σαμαρίνα, Αβδέλα, Σμίξη και Περιβόλι. Μαρτυρίες για την ύπαρξη αυτών των συγκεκριμένων βλάχων στην πόλη της Κατερίνης, αξιόπιστες και σαφείς έχουμε πολλές. Ενδεικτικά μόνον παραθέτουμε τις εξής: 
• -Ο Σχινάς (1887) αναφέρει ότι ανάμεσα στους άλλους βλάχους της Κατερίνης "...επιπλέον, κατά τη χειμερινή περίοδο διαβιούσαν 130 οικογένεια Βλάχων ποιμένων προερχόμενοι από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών, Σαμαρίνα, Αβδέλα, Σμίξη, και Περιβόλι..." 
• -Από μια ελληνική προξενική έκθεση του 1879 πληροφορούμαστε ότι την περίοδο αυτή στην Κατερίνη ζούσαν 150 βλάχικες οικογένειες προερχόμενες από την Πίνδο και κυρίως από τη Σαμαρίνα.
• -Τέλος, ο Σάρρος (1906) αναφέρει ότι "...των βλάχικων οικογενειών 50 τούτων παραθερίζουσι εν Σαμαρίνα...." αλλά δεν μας διευκρινίζει πόσοι από τις 330 βλάχικους οικογ. της Κατερίνης, προέρχονται από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών.
Βέβαια, η ύπαρξη αυτών των βλάχων στην πόλη της Κατερίνης κατά τον 19ο αι. μαρτυρείτε και από πολλές άλλες πηγές. Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι πότε περίπου πρωτοεμφανίζεται στην Κατερίνη και γιατί. Σ'αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε ευθύς αμέσως.
Οι Σαρμανιώτες και η Σαμαρίνα 
Η παρουσία Σαρμανιωτών στην Κατερίνη και στη γύρω περιοχή πρέπει να σημειώθηκε για πρώτη φορά παράλληλα με την παρουσία και των άλλων βλάχικων ομάδων, πιθανότατα κατά το δεύτερο μισό ή κατά τα τέλη του 19ου αι. Αυτή η πρώτη παρουσία πρέπει να συνδέεται με την καταστροφή της Μοσχόπολης (1770-75). Είναι γνωστό ότι η καταστροφή της Μοσχόπολης, ως Μητροπολιτικής εστίας των Βλάχων, επέφερε τη συγκρότηση άλλων βλάχικων οικισμών. Ανάμεσα σ'αυτούς τους νεοπαγείς οικισμούς που συγκρότησαν Βλάχοι Μοσχπολίτες, συγκαταλέγονται και τα τέσσερα προαναφερθέντα βλαχοχώρια των Γρεβενών, δηλ. η Σαμαρίνα, η Αβδέλα, η Σμίξη και το Περιβόλι. Είναι, πολύ πιθανόν τότε (1779) μετά τα γεγονότα της καταστροφής της Μοσχόπολης μια μικρή ομάδα ποιμένων, ένα φαλκλάρι, να μην εγκαταστάθηκε στην Κατερίνη ή στη γύρω περιοχή.
Μια δεύτερη ομάδα, ολιγοπληθής κι αυτή, πρέπει να εγκαταστάθηκε στην περιοχή μας, κατά το δεύτερο τέταρτο του 19ου αι. εποχή κατά την οποία η Πιερία απαλλάχτηκε από την επικυριαρχία του Αλί πασά και ο επαναστατικός αναβρασμός είχε κοπώσει προσωρινά (βλ.και Ι.Φ.Καζταρίδη, η Πιερία κατά την Τουρκοκρατία).
Τέλος, η Τρίτη, η πλέον βέβαιη και η μαζικότερη εγκατάσταση Σαρμανιωτών στην Κατερίνη σημειώθηκε στα μέσα περίπου του 19ου αι. και στο διάστημα από το 1854 μέχρι το 1860. Αυτή η έξοδος των Σαρμανιωτών συνδέεται με την εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στη Σαμαρίνα κατά το 1856. Τη χρονιά αυτή, ίσως και λίγο αργότερα στο χωριό ξέσπασε μια διαμάχη γύρω από τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας. Όλο το χωριό χωρίστηκε σε δυο αντίπαλες παρατάξεις γύρω από το ποιος θα ασκεί τον κοινοτικό έλεγχο. Η πλευρά των κατοίκων του χωριού που ηττήθηκε, οι Μπατούτς (βλάχικη λέξη που σημαίνει ηττημένοι, κτυπημένοι, δαρμένοι) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να οδηγηθούν σε ακούσια έξοδο και σε αναζήτηση άλλης πατρίδας (βλ. και Α.Ι.Κουκούδη, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων τ.2, σ.259). Κατά την έξοδο αυτή μια ομάδα 100 περίπου οικογενειών εγκαταστάθηκε στο Βέρμιο, μια άλλη μικρότερη ομάδα εγκαταστάθηκε στο Μπεριάτι της Αλβανίας, δίπλα σε άλλους παλιούς Μοσχοπολίτες και τέλος 100 οικογ. εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη, ενώ άλλες 100 οικογένειες περίπου εγκαταστάθηκαν σε χωριά και οικισμούς γύρω από την Κατερίνη. Οι πιο πολλοί από αυτούς στον Άγιο Σπυρίδωνα. Στα κατοπινά χρόνια οι Σαρμανιώτες της γύρω από την Κατερίνη περιοχής, είχαν σταθερές σχέσεις με τους συμπατριώτες τους της πόλης κι έτσι πολλοί από αυτούς σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Κατερίνης. 
Η εγκατάσταση των Σαρμανιωτών στην Κατερίνη έγινε σε διάφορα σημεία της πόλης. Δεν μπορούμε δηλ. να πούμε ότι υπάρχει μια συνοικία ή μια γειτονιά της πόλης όπου να κυριαρχεί ή να πλειοψηφεί το Σαρμανιώτικο στοιχείο. Ύστερα από έρευνα που πραγματοποιήσαμε (και σ'αυτό το σημείο θα θέλανε να ευχαριστήσουμε τον κ. Κ.Γώττα για τις πληροφορίες που μας παρέσχε) οικογένειες της Κατερίνης που κατάγονται από τα Βλαχοχώρια των Γρεβενών είναι τα εξής: 
1.Απο τη Σαμαρίνα
• Ζιωγάνας, 
• Ζαμάνης, 
• Γκριζιώτης, 
• Κωστίκος, 
• Μάνος, 
• Παπαχατζής, 
• Τζημαπίτης, 
• Παρλίτσης, 
• Χελιδώνης, 
• Παζαίτης, 
• Κοτρώτσιος, 
• Σκούφας, 
• Γιαννίκης, 
• Τζημίκας, 
• Τεγούλιας, 
• Μαμούρης, 
• Τσιατούρας, 
• Ασημένιος, 
• Γερασόπουλος, 
• Νταούκας, 
• Νταμπούρας, 
• Δαδαλιάρης, 
• Χουχλάκας, 
• Πούρικας.
2.Απο την Αβδέλα 
• Γώττας, 
• Φαρδέλας, 
• Μπαμπανίκας,
• Ζέρβας, 
• Μπάσδρας, 
• Καραγιάννης, 
• Οικονομίκος,
• Μπούσιος, 
• Παπαρώσσος.

3.Απο τη Σμίξη
• Πρισκομάτης, 
• Σαμαράς, 
• Έξαρχος.
4.Απο το Περιβόλι 
• Μπέκιας
ΟΙ ΝΙΖΟΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
Γύρω από το Νοσοκομείο Κατερίνης, κυρίως στη βόρεια και νότια πλευρά του ζουν από δεκαετίες συγκεντρωμένες οικογένειες βλάχικης καταγωγής. Και μάλιστα τόσες πολλές που δίκαια η συνοικία αυτή, άτυπα μεν, αλλά ευρέως είναι γνωστή και ονομάζεται τα Βλάχικα.
Τη συνοικία αυτή συναπαρτίζουν οικογένειες βλάχων, δύο κυρίως κατηγοριών: Βλάχοι που κατάγονται από τη Νιζόπολη, οι Νιζοπολίτες και αυτοί που προέρχονται από το Άνω Βέρμιο ή Βεργιανοί Βλάχοι.
ΟΙ ΝΙΖΟΠΟΛΙΤΕΣ
Στη Νιζόπολη
 (πόλη που σήμερα ανήκει στην Π.Γ.Δ.Μ., δηλ. στο κράτος των Σκοπίων), δυτικά της Γευγελής-Μοναστηρίου, μέχρι τα τέλη του 19ου αι. και ως τις αρχές του 20ου αι.είχαν εγκατασταθεί Βλάχοι από διάφορα βλαχοχώρια του Ελλαδικού χώρου και εθεωρείτο ως μία από τις πιο σημαντικές εστίες της βλάχικης διασποράς.
Βλάχοι Νιζοπολιτιάνοι εγν΄΄ώριζαν τις πεδιάδες της Κατερίνης και τα πεδινή των Πιερίων ήδη από τις αρχές του 19ου αι., γιατί κάποιοι από αυτούς κατέβαιναν για χειμαδιά στην Πιερία την περίοδο αυτή. Παράλληλα, με την κάθοδό τους στην Κατερίνη και την αποχιακή παραμονή τους εδώ κατά τον 19ο αι. είχαν αναπτύξει σχέσεις με τους άλλους Βλάχους, που ζούσαν εδώ μόνιμα ή εποχιακά.
Όταν, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του Α` παγκοσμίου πολέμου η Νιζόπολη υπέστη σοβαρές καταστροφές, πολλοί κάτοικοι της αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και να ανζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα. Ένα μέρος απ` αυτούς κατέφυγε στη γειτονική Φλώρινα μαζί με άλλους Βλάχους, ενώ ένα άλλο μέρος κατέφυγε ομαδική στην Κατερίνη. Όταν τελείωσε ο πόλεμος (1918) και αποκαταστάθηκε η ειρήνη, πολλοί από τους Νιζοπολίτες που είχαν καταφύγει στην Κατερίνη, αποφάσισαν και επέστρεψαν στη Νιζόπολη μετά το 1923. Ενώ μια άλλη ομάδα, περίπου 25 οικογενειών, αποφάσισε να παραμείνει οριστικά στην Κατερίνη και συγκρότησαν τον βλάχικο συνοικισμό γύρω από το Νοσοκομείο. Εδώ διαμένουν μέχρι και σήμερα.
Τα ονόματα των οικογενειών ( τα οποία πρόθυμα και ευγενικά συγκέντρωσαν για τις ανάγκες αυτής της εργασίας οι φίλοι Σάκης Πίχος, γεωπόνος- μηχανικός και ο Νίκος Μάρας καθηγητής και ιδιοκτήτης του ομώνυμου Φροντιστηρίου Ξένων Γλωσσών και τος οποίους ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή) που συγκροτούν τη συνοικία των Ζιζοπολιτών Βλάχων της Κατερίνηςείναι τα εξής:
• Ανδρέου Κ.
• Δερμίσης Θωμάς
• Δερμίσης Νικ.
• Ζωγράφος Γεωργ.
• Θανασός Νικ.
• Καπουράνης Γεωργ.
• Καπουράνης Ιωάννης
• Μάρας Βας.
• Μάρας Ιωάννης
• Μάνης Νιχ.
• Μάνης Νικ.
• Μάνης Ευάγγελος
• Μάνη Θεοδώρα
• Τόνας Κων\νος
• Τόνας Παντελής
• Τόνας Σωτήριος
• Τόκας Θεόδωρος
• Τσουκάνης Αθανάσιος
• Τσουκάνης Νικόλαος 
• Ντόγκας Νικ.
ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
Ήδη από τις αρχές του 19ου αι. και κυρίως μετα την καταστροφή των χωριών της Πιερίας, αποτέλεσμα των απελευθερωτικών προσπαθειών και της επαναστατικής δραστηριότητας κατά το 1822 ( βλ. Ι.Φ.Καζταρίδη, Η Πιερία κατά την Τουρκοκρατία, εκδ. Δήμου Λιτοχώρου, Κατερίνη 2000) πολλά βλάχικα φαλκλάρια από το Άνω και Κάτω Σέλι, από το βόρειο και νότιο Βέρμιο, από το Μορίχοβο αλλά και από περιοχές του ΚαΪμακτσαλάν της Έδεσσας που είχαν νωρίτερα νετακινηθεί προς το Βέρμιο, κατέβαιναν εποχικά για χειμαδιά στις πεδιάδες της Κατερίνης. Κατά τα μέσα του 19ου αι. αρβανιτοβλάχικα φαλκλάρια από τον αρχικά μεγάλο καλυβικό οικισμό της Τσιακούρας, από την Παπαδιά και από άλλες περιοχ΄ές του Βερμίου κατέβαιναν όχι μόνο για προσωρινή-εποχική, αλλά και για μονιμότερη εγκατάσταση στα χειμαδιά της Πιερίας. Η τάση αυτή για μονιμότεη εγκατάσταση ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά το 1878, εποχή δηλ. κατά την οποία διασπάστηκε ο μεγάλος καλυβικός οικισμός της Τσιακούρας. Προς το τέλος του 19ου αι. είναι διακριτές οι σταθερές εγκαταστάσεις αρβανιτοβλάχικων οικισμών σε χωριά της Πιερίας ( Ελαφίνα, Μηλιά, Σκοτίνα) και γύρω από την πόλη της Κατερίνης.
Η κοινωνική σύνθεση αυτών των οικισμών, εποχικών ή σταθερών, είναι ποικίλη. Κυρίως είναι νομάδες κτηνοτρόφοι, αλλά και απλοί τσομπαναραίοι, αγωγιάτες και καρβουνιάρηδες. ( βλ.Α. Ι. Κουκούδη, τ.3, σ.191). Δεν λείπουν, βέβαια, και οικογένειες μεγαλοτσιφλικάδων, όπως η οικογένεια Μπιτσιου, η οποία διέθετε μεγάλη οικονομική και σημαντική πολιτική δύναμη. Η οικογ. Μπίτσιου, γύρω στα μέσα του δεύτερου μισού του 19ου αι. είχε στην κατοχή της τα τσιφλίκια του Αγιάννη και του Κίτρους. Στα κτήματά της κατέβαιναν για χειμαδιά Αρβανιτόβλαχοι από το Μορίχοβο, στους οποίους οι Μπίτσιοι ασκούσαν μεγάλη επιρροή. Η ίδια οικογ. διέθετε, επίσης, και μεγάλη πολιτική δύναμη. Ο ένας από τους τρεις αδελφούς, ο Ιωάννης ( οι άλλοι δύο ήσαν ο Πανταζής και ο Νικόλαος, ο διαχειριστής των τσιφλικιών) υπηρετούσε στο Αγγλικό προξενείο Θεσσαλονίκης ως διερμηνέας. Λέγεται ότι η στάση της οικογ. Μπίτσιου κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1878 υπήρξε (βλ. Ευαγ. Κωφού, Ο αντάρτης επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, Αθήνα 1992). Από την άλλη μεριά λέγεται, επίσης, ότι κατά τα δραματικά γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα (1902-1908) τα κτήματα των Μπιτσαίων αποτέλεσαν ασφαλή κρησφύγετα και διάδρομοι διακίνησης και διαφυγής των Ελλήνων ανταρτών.
Άλλη γνωστή οικογένεια τσελιγκάδων ήταν του Καραβίδα, από το Κάτω Βέρμιο, με μεγάλη οικονομική δύναμη και σημαντική κτηματική περιουσία.
Αλλά και πολλές άλλες αρβανιτοβλάχικες οικογένειες τσελιγκάδων της Πιερίας ξέφυγαν από την καθήλωση της κτηνοτροφικής οικονομίας και εξελίχτηκαν σε δραστήριους εμπόρους και επιχειρηματίες.
Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (1881) λέγεται ότι και άλλοι Αρβανιτόβλαχοι που παραχείμαζαν στον Θεσσαλικό κάμπο, αναζήτησαν χειμαδιά στην Πιερία. Αυτοί ιο Αρβανιτόβλαχοι της Θεσσαλίας προέρχονταν από την περιοχή της Κορυτσάς, την Πλεάσα, το Μοράβα και τη Σίπισκα.
Στις αρχές του 20ου αι., στην περίοδο μετά την απελευθέρωση και στα χρόνια του μεσοπολέμου, μικρά και μεγάλα χειμαδιά Αρβανιτόβλαχων και Βεργιάνων Βλάχων εντοπίζονται σε πολλά χωριά της Πιερίας και συγκεκριμένα:
• Στη Βούλτιστα ( σημ. Λιβάδι Κολινδρού)
• Στο Λόντζιανο ( Παλιάμπελα)
• Στο Λιμπάνοβο (Αιγίνιο)
• Στον Κολινδρό
• Στην Καστανιά
• Στον Καταχά
• Στη Ράντιανη (Ρυάκια)
• Στην Παλιονέστανη ( Παλιόστανη)
• ΣτηνΠάλιανη (Σφενδάμη)
• Στο Κίτρος
• Στον Κορινό
• Στη Βρωμερή (Καλλιθέα)
• Στην Κονταριώτισσα
• Στο Κουλουκούρι (Σβορώνος)
• Στο Παλιό Κεραμίδι
• Στον Άνω Αγιάννη
• Στη Χράνη 
• Στα Καταλώνια
• Στην Έλαφο
Λίγο πριν και λίγο μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί Αρβανιτόβλαχοι και Βεργιάνοι Βλάχοι εγκατέλειψαν τη νομαδική ζωή και εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη, η οποία εξελισσόταν σε εμπορικό κέντρο των βλάχικων χειμαδιών της ευρύτερης περιοχής και ανέπτυξαν διάφορες εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Άλλοι πάλι προχώρησαν στην αγορά χειμαδιών και καταπιάστηκαν με τη γεωργία. Εγκαταστάθηκαν είτε μέσα στην πόλη της Κατερίνης είτε σε κοντινούς οικισμούς (Σβορώνο, Χράνη, Κούκο κλπ.)
Ανάμεσα στις οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη περιλαμβάνονται και οι εξής:
Από το Άνω Βέρμιο

• Ευαγγέλου Μιχαήλ
• Ζήκας Γεώργιος
• Ζήκας Αθαν.
• Ζάλιος Νικ.
• Ζάλιος Αθαν.
• Ζάλιος Χρ.
• Γούλης Μιχαήλ
• Κοταγιάννης Δημ.
• Καραθάνος Αθαν.
• Γιάντσιος Νικ.
• Μπάμπης Χρ.
• Μπάμπης Βας.
• Μπάμπης Δημ
• Μπέλμπας Αθαν.
• Μπέλμπας Δημ..
• Μπέλμπας Χρίστος
• Μπίρτσης Αθαν.
• Μπίρτσης Αστ.εριος
• Ντόγκας Αθαν.
• Ντόγκας Βας.
• Μπουτσινάνας Νικ.
• Νιβάτσης Αστέριος
• Νιβάτσης Χρ.
• Νικολάου Νικ.
• Νικολάου Χρ.
• Πίχος Αθαν.
• Πάτσιος Αθαν.
• Πάτσιος Γεώργ.
• Ραπουτίκας Δημ.
• Σιμώνης Αθαν.
• Σιμώνης Νικ.
• Τζιότζιος Δημ.
• Μπέκας Μιχαήλ
• Γκαλιαγκούσης Ηλίας

Αρβανιτόβλαχοι
• Τζέγκας ή Ζέγας
• Κορίτσας
• Βελέντζας
• Πούλιος
• Καραμήτρος
• Κολιμήτρας
Ιωάννης Φ. Καζταρίδης Φιλολόγος - συγγραφέας
Πρακτικά Ημερίδας 22ου Πανελλήνιου Ανταμώματος Βλάχων, Κατερίνη 2 Ιουλίου 2005

http://www.vlahoi.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου