Πήρε να βραδιάζει και η οικογένεια μαζεύτηκε στο σπίτι. Πλησίαζε η Κυριακή της Αποκριάς
και ο πατέρας καθόταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι, είχε πάρει τον σβανά και προσπαθούσε να πελεκήσει ένα ξύλινο σπαθί για τον γιο του τον Βαγγέλη, που τόσο πολύ τον είχε παρακαλέσει νωρίτερα να το κάνει για να μπορεί να παίζει τις μέρες αυτές ξιφομαχία με τους φίλους του.Ο Βαγγέλης είχε τρυπήσει ένα χαρτόνι με το ψαλίδι και προσπαθούσε να κάνει μια προσωπίδα. Είχε πάει από νωρίς στις κερασιές πίσω στον μπαξέ και είχε ξεκολλήσει την γόμα που βγάζουν τα δέντρα όταν δακρύζουν και μ’ αυτήν καταπιανόταν να κολλήσει μαλλιά, που είχε κόψει από την μαύρη κατσίκα και από την ουρά της γαϊδούρας, για να κάνει το μουστάκι και την γενειάδα, καθώς και φτερά από τον κόκορα για να τα βάλει στο κεφάλι του. Η μητέρα με την μεγάλη κόρη ετοιμάζαν τα αποκριάτικα γλυκά, ένα γκανταΐφι μούρλια που σε ξελίγωνε όσο ψηνόταν, πιο μπροστά είχαν ετοιμάσει και τον Ναπολέοντα, άλλο θαυμάσιο γλυκό, προσέχοντας ιδιαίτερα τις στρώσεις για να μην το φορτώσουν και το σκληρύνουν και έναν σμιγδαλένιο χαλβά που έλιωνε μόλις έφθανε στον ουρανίσκο. Η μικρή Ελενίτσα είχε ανοίξει το βιβλίο και τραγουδούσε:ʺΗ Λίνα ο Φώτης και ο Τοτός φίλοι κι οι τρεις αχώριστοι, μασκαρευτήκανε προχθές και γίνηκαν αγνώριστοι…..ʺʺΣαν να μου φάνηκε ότι χτύπησε η πόρταʺ, είπε η μαμά στην μικρή της κόρη, ʺπήγαινε παιδί μου να δεις αν είναι κάποιος;ʺΗ Ελενίτσα σταμάτησε το τραγούδι και πήγε προς την πόρτα. Δεν πρόλαβε να την ανοίξει και ξαφνικά πετάχτηκαν μέσα στο σπίτι δυο μικρά καρναβάλια και άρχισαν να παίζουν ξιφομαχία χωρίς καν να χαιρετήσουν. Γρήγορα το παιχνίδι τους αγρίεψε και εξελίχθηκε σε πραγματική μάχη.ʺΣταματήστε βρε παιδιά και βγάλτε τις προσωπίδες να δούμε ποιοι είστε, να πούμε τις ευχές, να σας προσφέρουμε γλυκά, να σας δώσουμε χρήματα!ʺ φώναξε η νοικοκυρά του σπιτιού. Από κοντά κι ο πατέρας της οικογένειας προσπάθησε να τους χωρίσει αλλά μάταια, το μόνο που κατάφερε ήταν να τους χαλάσει ελαφρώς τις προσωπίδες και να αρπάξει μερικά χτυπήματα από τα ξύλινα σπαθιά τους.Οι μικροί, που όπως φάνηκε από τις σχισμένες προσωπίδες ήταν ξαδέλφια του Βαγγέλη, βγήκαν από το σπίτι με τον ίδιο απρόοπτο και απότομο τρόπο που μπήκαν και απομακρύνθηκαν συνεχίζοντας να χτυπιούνται με πάθος. Ο μικρός Βαγγέλης τα έχασε βλέποντας τηναγριότητα με την οποία μαχόταν οι δυο συνομήλικοί του, κι ο πατέρας του τώρα δούλευε το ξύλινο σπαθί απρόθυμα, φοβούμενος για την υγεία του παιδιού του. Την άλλη μέρα που επισκέφθηκε η μητέρα της οικογένειας τους συγγενείς της, διαπίστωσε ότι τα δύο παιδιά ήταν στο κρεββάτι με αρκετά τραύματα. Όπως της εξήγησαν μπήκαν στο σπίτι για το έθιμο και για να βγάλουν κανένα φράγκο και να φάνε κανένα γλυκό, αλλά μια αδέξια κίνηση του ενός έδωσε το σύνθημα για την μάχη που άναψε μεταξύ τους και συνεχίστηκε για πολύ ώρα με πολλά τραύματα.
Εκείνη την εποχή, την τελευταία εβδομάδα ιδιαίτερα της Αποκριάς, μικροί και μεγάλοι γυρνούσαν στις ρούγες του χωριού ντυμένοι καρναβάλια με γέλια και με χαρές. ʺΣε γνώρισα! Σε γνώρισα! είσαι ο Γιωργάκης και εσύ είσαι η Λίτσα!ʺ
Αν όντως τους γνώριζαν, έβγαζαν τις προσωπίδες και φανερώνονταν, διαφορετικά έκαναν μια κίνηση του κεφαλιού που σήμαινε λάθος απάντηση. Οι μικροί με τα κομφετί και τις σερπαντίνες, τα πυραυλάκια και τα πιστολάκια, τα σπαθιά, τις μάσκες και τις προσωπίδες έπαιζαν όλη μέρα και τη νύχτα ακόμη. Οι μεγαλύτεροι φορούσαν γιδοτόμαρα και με πολλά κυπριά και κουδούνια μεγάλα κρεμασμένα στο λαιμό τους γυροφέρναν μόλις νύχτωνε τις γειτονιές, πίνοντας κανένα τσίπουρο και φοβερίζοντας τους μικρούς. Ιδιαίτερα τις μέρες αυτές καθώς και την πρωτοχρονιά ντύνονταν ο Αρχέλαος και ο Γρηγόρης, παριστάνοντας την αρκούδα και τον αρκουδιάρη, και έχοντας όλα τα μικρά παιδιά του χωριού από κοντά τους. Καμιά φορά συνεννοούνταν και έβαζαν για πλάκα στο κυνήγι τα παιδάκια τα οποία ουρλιάζοντας έτρεχαν να ʺγλυτώσουνʺ. Το αποκορύφωμα όμως των ξέγνοιαστων και χαρούμενων ημερών αυτών ήταν η Κυριακή Βράδυ της Αποκριάς όπου τελείωνε αυτό το πανηγύρι με το κάψιμο των κέδρων. Τότε χόρευαν μικροί μεγάλοι με τα ιδιαίτερα τραγούδια του καρνάβαλου μέχρι αργά την νύχτα.
ʺΤις τρανές τις αποκριές, γέμισαν τα….΄πως στουμπίζουν το πιπέρι……με τον που, με τον που……..το στουμπίζουν, με το ……..το κοσκινίζουν…….
Ο κάθε μαχαλάς από τους τέσσερις του χωριού έκαιγε τα δικάτου κέδρα …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου