«Τα διαλείμματα με ήλιο είναι καλά δάσκαλε. Ναι, αυτό είναι το καλύτερο πια στο σχολείο. Βγαίνεις από το κτήριο και κάθεσαι κάτω, στη μέση του προαυλίου με κλειστά τα μάτια και απολαμβάνεις τη ζέστη της φλεγόμενης ουράνιας μπάλας για περίπου έξι λεπτά.
Είναι καλές και οι μέρες με ήλιο, μετά από αυτές με βροχή. Όχι στο σχολείο όμως. Στην πόλη. Παντού πιο έντονα χρώματα. Πιο πράσινα, πιο μωβ, πιο κίτρινα, πιο μπλε. Ο ουρανός. Πιο μπλε. Στα πάρκα το χώμα είναι νωπό και η λάσπη μένει λίγο στα παπούτσια. Ειδικά αν είναι πρωί. Και στο πεζοδρόμιο, έξω από τον φράχτη του πάρκου, ακούς το ακορντεόν του άστεγου που ακόμη κι αν κοιμάται στους δρόμους, έχει βρει ένα καθρεπτάκι να κοιτάζει την αξιοπρέπεια που του έχει μείνει και να φτιάχνει τα μαλλιά του κάθε τόσο.  Να, πιο κάτω κι ο βιολιστής.
Μετά επιταχύνεται το βήμα για να προλάβεις το τραίνο ή το λεωφορείο, ό,τι σε περιμένει. Ή ό,τι από τα δύο προλάβεις. Και τότε είναι που βλέπεις τους ανθρώπους, σαν κι εσένα, να στέκονται ή να κάθονται, άλλοι κατσουφιασμένοι, άλλοι ανέκφραστοι, με τις τσάντες και τις σακούλες τους. Λίγοι χαμογελούν. Δε χαμογελάει ο κόσμος πια δάσκαλε. Σε κάθε επόμενη στάση ανεβοκατεβαίνει κουβαλώντας ο καθένας τη δική του ενδιαφέρουσα ή όχι και τόσο, ιστορία, μα δε χαμογελάει. Ούτε μιλάει δάσκαλε.
Μια γυναίκα κλαίει με αίματα στο πρόσωπο και την κοιτάζουν πίσω από τα γυαλιά ηλίου, διακριτικά, μην την θίξουν. Μια άλλη μαζεύει τα ψώνια που της έχουν πέσει σκορπισμένα στο βαγόνι κι όλοι απλά προσέχουν μην τα πατήσουν. Ένας νεαρός ζητάει «ότι σας περισσεύει» για την τυρόπιτά του σήμερα, για τη δόση του σήμερα(; ) μα κανείς δεν είναι σίγουρος, άρα σε κανέναν δεν περισσεύει. Ούτε εμένα μου περισσεύει δάσκαλε. Και τα παιδάκια, μέσα στα περιποιημένα ρούχα τους, πρέπει να κάνουν ησυχία, πρέπει να μην χτυπάνε τα πόδια τους, να μην ακουμπάνε το πρόσωπό τους στο τζάμι γιατί έχει βρωμιές..
Ε άσ’ το πιτσιρίκι κυρία μου!  Ή δώσε του ένα γλειφιτζούρι. Γιατί μετά κοιτάει τα άλλα τα παιδάκια που μπαίνουν πέντε-πέντε στα βαγόνια ξυπόλητα κι αναστατώνουν τον κόσμο με τις φωνές και τα γέλια τους και νιώθει πως κάτι το πνίγει. Κι ύστερα όταν φτάνει στα 16, αναρωτιέσαι τι έκανες λάθος και γιατί το παιδί σου δεν σου μιλάει και γιατί το παιδί σου έχει κατάθλιψη, γιατί γυρνάει μεθυσμένο ή γιατί παίρνει ναρκωτικά και γιατί το παιδί σου είναι χαμένο.
Οι μέρες με ήλιο είναι καλές δάσκαλε. Οι εποχές όχι. Οι άνθρωποι όχι. Και γεμίζουν τα βαγόνια με δαύτους.  Και οι στάσεις.  Και η πόλη. Και ο κόσμος όλος δάσκαλε».
*Η Μαρθίλια Σβάρνα είναι μαθήτρια της Β΄Λυκείου και η επιστολή της εστάλη στο briefingnews.gr